ὑποκλέπτω: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoklepto | |Transliteration C=ypoklepto | ||
|Beta Code=u(pokle/ptw | |Beta Code=u(pokle/ptw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[steal from under]], ᾠά Dionys.''Av.''1.11; [[draw off]] superfluous humous, κατὰ μέρος ὑ. Alex. Trall.12.1, cf. 1.10, ''Febr.''5,7; <b class="b3">ὑ. ἑαυτόν</b> [[steal away]] from another's company, Luc.''DMeretr.''10.3:—Pass., to [[be stolen away]], αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κλέπτεται Pi.''N.''9.33, cf. ''PFreib.''11.6 (iii A. D.).<br><span class="bld">2</span> ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς [[suffer dishonour by stealth]], S.''El.''114 (anap.).<br><span class="bld">II</span> [[keep secret]], ἕλκος Musae.85; [[conceal from notice]], ἐρευθιόωσαν παρειήν Id.161; <b class="b3">εἰ διὰ βραχύτητα τοῦ πνεύματος ὑποκλέπτοι καὶ κωλύοι τὰ λεγόμενα</b> [[muffle]] his words, Antyll. ap. Orib.6.10.7; <b class="b3">ὑ. ὀπωπήν</b> [[take a stolen]] look, ''AP''5.220 (Paul. Sil.), cf. 289 (Id.); <b class="b3">φιλίη ὑποκλεπτομένη</b> ib. 266 (Agath.).<br><span class="bld">2</span> [[cheat]], [[beguile]], <b class="b3">ζῆλόν τινος</b> ib.268 (Id.).<br><span class="bld">3</span> Med., [[disregard]], τὰς παρὰ μικρὸν διαφοράς Dam.''Pr.''88. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] darunter wegstehlen, heimlich entwenden; Pind. in tmesi, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται N. 9, 33, nach Böckh; εὐνὰς ὑποκλεπτομένους, heimlich, hinterlistig des Lagers beraubt, Soph. El. 114; verbergen, verhehlen, [[ἕλκος]] Mus. 85; ζῆλον Agath. 9 (V, 269); ὑποκλεπτομένη φιλίη, verstohlen, 18 (V, 267), u. öfter; auch in sp. Prosa, wie Luc. D. Mer. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] darunter wegstehlen, heimlich entwenden; Pind. in tmesi, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται N. 9, 33, nach Böckh; εὐνὰς ὑποκλεπτομένους, heimlich, hinterlistig des Lagers beraubt, Soph. El. 114; verbergen, verhehlen, [[ἕλκος]] Mus. 85; ζῆλον Agath. 9 (V, 269); ὑποκλεπτομένη φιλίη, verstohlen, 18 (V, 267), u. öfter; auch in sp. Prosa, wie Luc. D. Mer. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=soustraire, dérober ; <i>Pass.</i> être volé, <i>avec acc. de l'objet dérobé</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[κλέπτω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποκλέπτω:'''<br /><b class="num">1</b> [[незаметно похищать]] Pind., Babr.: οἱ τὰς εὐνὰς ὑποκλεπτόμενοι Soph. жертвы супружеской неверности;<br /><b class="num">2</b> [[утаивать]], [[скрывать]], [[прятать]] (ὀπωπὴν [[φώριον]] Anth.): ὑ. ἑαυτόν Luc. незаметно скрываться; [[φιλία]] ὑποκλεπτομένη Anth. тайная любовь;<br /><b class="num">3</b> [[обманывать]] (ζῆλόν τινος Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκλέπτω''': μέλλ. -ψω, [[κλέπτω]] κρυφίως, ὑπεξαιρῶ, «σουφρώνω», Βαβρ. 2. 3˙ ὑπ. ἑαυτόν, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος παραφυλάττοντος, [[διαφεύγω]] ἐπ’ ὀλίγον τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]], ταῦτά σοι [[μόλις]] ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3. - Παθ., κλέπτομαι κρυφίως, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, «αἰδὼς ὑποκλέπτεται διὰ τοῦ κέρδους, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰδοῦνται διὰ κέρδους τι πρᾶξαι» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 9. 77. 2) ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς, ὡς τὸ ἀποστερεῖσθαι. Σοφ. Ἠλ. 114 [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ΙΙ. τηρῶ τι μυστικόν, τι Μουσαῖος 85˙ [[ἀποκρύπτω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ παρατηρήσῃ τις, τι [[αὐτόθι]] 161˙Ϗ ὑπ. ὀπωπήν, [[ῥίπτω]] [[βλέμμα]] κρύφιον, Ἀνθ. Π. 5 221, πρβλ. 290˙ φιλίη ὑποκλεπτομένη [[αὐτόθι]] 267. 2) ἐξαπατῶ, ζῆλόν τινος [[αὐτόθι]] 269. | |lstext='''ὑποκλέπτω''': μέλλ. -ψω, [[κλέπτω]] κρυφίως, ὑπεξαιρῶ, «σουφρώνω», Βαβρ. 2. 3˙ ὑπ. ἑαυτόν, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος παραφυλάττοντος, [[διαφεύγω]] ἐπ’ ὀλίγον τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]], ταῦτά σοι [[μόλις]] ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3. - Παθ., κλέπτομαι κρυφίως, αἰδὼς ὑπὸ [[κρύφα]] κέρδει κλέπτεται, «αἰδὼς ὑποκλέπτεται διὰ τοῦ κέρδους, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰδοῦνται διὰ κέρδους τι πρᾶξαι» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 9. 77. 2) ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς, ὡς τὸ ἀποστερεῖσθαι. Σοφ. Ἠλ. 114 [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ΙΙ. τηρῶ τι μυστικόν, τι Μουσαῖος 85˙ [[ἀποκρύπτω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ παρατηρήσῃ τις, τι [[αὐτόθι]] 161˙Ϗ ὑπ. ὀπωπήν, [[ῥίπτω]] [[βλέμμα]] κρύφιον, Ἀνθ. Π. 5 221, πρβλ. 290˙ φιλίη ὑποκλεπτομένη [[αὐτόθι]] 267. 2) ἐξαπατῶ, ζῆλόν τινος [[αὐτόθι]] 269. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποκλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κλέβω]] [[κρυφά]], μικροκλέπτω, [[σουφρώνω]], βουτάω, [[ξαφρίζω]], σε Βάβρ. — Παθ., κλέβομαι, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὑποκλέπτεσθαί τι</i>, εξαπατώμαι, μου αφαιρείται [[κάτι]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ὑποκλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[κλέβω]] [[κρυφά]], μικροκλέπτω, [[σουφρώνω]], βουτάω, [[ξαφρίζω]], σε Βάβρ. — Παθ., κλέβομαι, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὑποκλέπτεσθαί τι</i>, εξαπατώμαι, μου αφαιρείται [[κάτι]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[steal]] [[underhand]], [[filch]], Babr.: —Pass. to be [[stolen]] [[away]], Pind.<br /><b class="num">2.</b> ὑποκλέπτεσθαί τι to be defrauded of a [[thing]], Soph. | |mdlsjtxt=fut. ψω<br /><b class="num">1.</b> to [[steal]] [[underhand]], [[filch]], Babr.: —Pass. to be [[stolen]] [[away]], Pind.<br /><b class="num">2.</b> ὑποκλέπτεσθαί τι to be defrauded of a [[thing]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:11, 25 August 2023
English (LSJ)
A steal from under, ᾠά Dionys.Av.1.11; draw off superfluous humous, κατὰ μέρος ὑ. Alex. Trall.12.1, cf. 1.10, Febr.5,7; ὑ. ἑαυτόν steal away from another's company, Luc.DMeretr.10.3:—Pass., to be stolen away, αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κλέπτεται Pi.N.9.33, cf. PFreib.11.6 (iii A. D.).
2 ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς suffer dishonour by stealth, S.El.114 (anap.).
II keep secret, ἕλκος Musae.85; conceal from notice, ἐρευθιόωσαν παρειήν Id.161; εἰ διὰ βραχύτητα τοῦ πνεύματος ὑποκλέπτοι καὶ κωλύοι τὰ λεγόμενα muffle his words, Antyll. ap. Orib.6.10.7; ὑ. ὀπωπήν take a stolen look, AP5.220 (Paul. Sil.), cf. 289 (Id.); φιλίη ὑποκλεπτομένη ib. 266 (Agath.).
2 cheat, beguile, ζῆλόν τινος ib.268 (Id.).
3 Med., disregard, τὰς παρὰ μικρὸν διαφοράς Dam.Pr.88.
German (Pape)
[Seite 1220] darunter wegstehlen, heimlich entwenden; Pind. in tmesi, αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται N. 9, 33, nach Böckh; εὐνὰς ὑποκλεπτομένους, heimlich, hinterlistig des Lagers beraubt, Soph. El. 114; verbergen, verhehlen, ἕλκος Mus. 85; ζῆλον Agath. 9 (V, 269); ὑποκλεπτομένη φιλίη, verstohlen, 18 (V, 267), u. öfter; auch in sp. Prosa, wie Luc. D. Mer. 10.
French (Bailly abrégé)
soustraire, dérober ; Pass. être volé, avec acc. de l'objet dérobé.
Étymologie: ὑπό, κλέπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκλέπτω:
1 незаметно похищать Pind., Babr.: οἱ τὰς εὐνὰς ὑποκλεπτόμενοι Soph. жертвы супружеской неверности;
2 утаивать, скрывать, прятать (ὀπωπὴν φώριον Anth.): ὑ. ἑαυτόν Luc. незаметно скрываться; φιλία ὑποκλεπτομένη Anth. тайная любовь;
3 обманывать (ζῆλόν τινος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλέπτω: μέλλ. -ψω, κλέπτω κρυφίως, ὑπεξαιρῶ, «σουφρώνω», Βαβρ. 2. 3˙ ὑπ. ἑαυτόν, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος παραφυλάττοντος, διαφεύγω ἐπ’ ὀλίγον τὴν προσοχὴν αὐτοῦ, ταῦτά σοι μόλις ἔγραψα ὑποκλέψας ἐμαυτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10, 3. - Παθ., κλέπτομαι κρυφίως, αἰδὼς ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, «αἰδὼς ὑποκλέπτεται διὰ τοῦ κέρδους, ἀντὶ τοῦ οὐκ αἰδοῦνται διὰ κέρδους τι πρᾶξαι» (Σχολ.), Πινδ. Ν. 9. 77. 2) ὑποκλέπτεσθαι εὐνάς, ὡς τὸ ἀποστερεῖσθαι. Σοφ. Ἠλ. 114 ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. ΙΙ. τηρῶ τι μυστικόν, τι Μουσαῖος 85˙ ἀποκρύπτω ὥστε νὰ μὴ παρατηρήσῃ τις, τι αὐτόθι 161˙Ϗ ὑπ. ὀπωπήν, ῥίπτω βλέμμα κρύφιον, Ἀνθ. Π. 5 221, πρβλ. 290˙ φιλίη ὑποκλεπτομένη αὐτόθι 267. 2) ἐξαπατῶ, ζῆλόν τινος αὐτόθι 269.
Greek Monolingual
ὑποκλέπτω ΝΜΑ, και υποκλέβω Ν
οικειοποιούμαι, κλέβω κάτι με επιτήδειο τρόπο
νεοελλ.
1. παρακολουθώ και ηχογραφώ παράνομα τηλεφωνική συνδιάλεξη τοποθετώντας ειδικό μηχανισμό («υπέκλεπταν τις συνομιλίες ακόμη και του πρωθυπουργού»)
2. αποσπώ κάτι παραπειστικώς, πετυχαίνω κάτι με αθέμιτο τρόπο («υπέκλεψε την υπογραφή του πατέρα του»)
3. εξοικονομώ κάτι για να το διαθέσω αλλού
μσν.
1. λεηλατώ
2. παίρνω με το μέρος μου, μεταπείθω
μσν.-αρχ.
1. αποκρύπτω
2. εξαπατώ
3. παραβλέπω, παραμελώ
αρχ.
1. διαφεύγω από την προσοχή κάποιου, ξεφεύγω («ταῡτά σοι μόλις ἔγραψα ὑποκλέψας ἑμαυτόν», Λουκιαν.)
2. μέσ. ὑποκλέπτομαι
(σε συνεκφορά με το εὐνάς) αποστερούμαι την κλίνη μου με κρυφό και πανούργο τρόπο.
Greek Monotonic
ὑποκλέπτω: μέλ. -ψω,
1. κλέβω κρυφά, μικροκλέπτω, σουφρώνω, βουτάω, ξαφρίζω, σε Βάβρ. — Παθ., κλέβομαι, σε Πίνδ.
2. ὑποκλέπτεσθαί τι, εξαπατώμαι, μου αφαιρείται κάτι, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to steal underhand, filch, Babr.: —Pass. to be stolen away, Pind.
2. ὑποκλέπτεσθαί τι to be defrauded of a thing, Soph.