ὑποστάτης: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypostatis
|Transliteration C=ypostatis
|Beta Code=u(posta/ths
|Beta Code=u(posta/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which stands under, support, prop</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span>24</span>; <b class="b2">stand</b> of a bowl, etc., <span class="bibl">Paus.10.26.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">one that gives substance, creator</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Theol.Plat.</span>3.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">Inst.</span>53</span>, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Ph.</span>1327.5</span>.</span>
|Definition=ὑποστάτου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[that which stands under]], [[support]], [[prop]], Plu.''Cor.''24; [[stand]] of a bowl, etc., Paus.10.26.9.<br><span class="bld">II</span> [[one that gives substance]], [[creator]], Procl.''Theol.Plat.''3.7, ''Inst.''53, Simp. ''in Ph.''1327.5.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[ce qui supporte]] :<br /><b>1</b> [[fourche]];<br /><b>2</b> [[support d'un vase]];<br /><b>II.</b> [[celui qui donne l'existence]], [[créateur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der Daruntergestellte, Darunterstehende</i>, bes. <i>die untergestellte [[Gabel]] od. [[Stütze]]</i>, Plut. <i>Coriol</i>. 24 und andere Spätere – <i>Der [[Untersatz]] für ein [[λουτήριον]]</i>, Paus. 10.26.9, [[unter]] dem [[Milchgefäß]], wie [[ὑποκρητηρίδιον]]. – <i>Der [[Grundlage]] [[Gebende]], der [[Schöpfer]]</i>, K.S.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστάτης:''' ου ὁ [[вилообразная подпора]] Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ὑποστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ [[ὑποκάτω]] ἱστάμενον, [[στήριγμα]], [[ἔρεισμα]], Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ [[στήριγμα]], τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς [[ἵσταται]] [[κρατήρ]], κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. [[ὑποκρητηρίδιον]], [[ὑποστατός]]. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποστάτης]], ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, -ιδος, και [[ὑποστάτρια]], Α [[ὑφίστημι]]<br />[[στήριγμα]] που τίθεται από [[κάτω]], [[υποστήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα [[πάνω]] στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν. μούρσος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]] αγγείου, [[ιδίως]] κρατήρα («[[ἐφεξῆς]] δὲ τῇ Λαοδίκη [[ὑποστάτης]] λίθου... ἐστίν», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που δίνει [[υπόσταση]] και ύπαρξη, [[δημιουργός]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. στον τ. [[ὑποστάτρια]]) κατώτερη επιστάτρια ναού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ (ὑφίσταμαι), αυτό που στέκεται [[κάτω]] από, [[στήριγμα]], [[υποστήριγμα]], [[στύλος]], [[στυλοβάτης]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑποστᾰ́της, ου, ὁ, [ὑφίσταμαι]<br />that [[which]] stands under, a [[support]], [[prop]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστᾰτης Medium diacritics: ὑποστάτης Low diacritics: υποστάτης Capitals: ΥΠΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: hypostátēs Transliteration B: hypostatēs Transliteration C: ypostatis Beta Code: u(posta/ths

English (LSJ)

ὑποστάτου, ὁ,
A that which stands under, support, prop, Plu.Cor.24; stand of a bowl, etc., Paus.10.26.9.
II one that gives substance, creator, Procl.Theol.Plat.3.7, Inst.53, Simp. in Ph.1327.5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. ce qui supporte :
1 fourche;
2 support d'un vase;
II. celui qui donne l'existence, créateur.
Étymologie: ὑφίστημι.

German (Pape)

ὁ, der Daruntergestellte, Darunterstehende, bes. die untergestellte Gabel od. Stütze, Plut. Coriol. 24 und andere Spätere – Der Untersatz für ein λουτήριον, Paus. 10.26.9, unter dem Milchgefäß, wie ὑποκρητηρίδιον. – Der Grundlage Gebende, der Schöpfer, K.S.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστάτης: ου ὁ вилообразная подпора Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, τὸ ὑποκάτω ἱστάμενον, στήριγμα, ἔρεισμα, Λατ. furca, «ὃ γὰρ οἱ Ἕλληνες ὑποστάτην καὶ στήριγμα, τοῦτο οἱ Ρωμαῖοι φοῦρκαν ὀνομάζουσι» Πλουτ. Κοριολ. 24· βάσις ἐφ’ ἧς ἵσταται κρατήρ, κλπ., Παυσ. 10. 26, 9· πρβλ. ὑποκρητηρίδιον, ὑποστατός. ΙΙ. ὁ παρέχων ὑπόστασιν, δημιουργός, Πρόκλ.· οὕτω καὶ ἐν τῷ θηλ. ὑποστάτις, ιδος, Διονύσ. Ἀρεοπ. 818C.

Greek Monolingual

ο / ὑποστάτης, ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, -ιδος, και ὑποστάτρια, Α ὑφίστημι
στήριγμα που τίθεται από κάτω, υποστήριγμα
νεοελλ.
ναυτ. καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν. μούρσος
αρχ.
1. βάση αγγείου, ιδίως κρατήρα («ἐφεξῆς δὲ τῇ Λαοδίκη ὑποστάτης λίθου... ἐστίν», Παυσ.)
2. ως επίθ. αυτός που δίνει υπόσταση και ύπαρξη, δημιουργός
3. (το θηλ. στον τ. ὑποστάτρια) κατώτερη επιστάτρια ναού.

Greek Monotonic

ὑποστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ὑφίσταμαι), αυτό που στέκεται κάτω από, στήριγμα, υποστήριγμα, στύλος, στυλοβάτης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑποστᾰ́της, ου, ὁ, [ὑφίσταμαι]
that which stands under, a support, prop, Plut.