εὐφορία: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efforia
|Transliteration C=efforia
|Beta Code=eu)fori/a
|Beta Code=eu)fori/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[power]] of [[endure|enduring]] [[easily]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>35</span>; [[contentment]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span>p.17</span> O. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sense]] of [[well-being]] in [[disease]], τοῦ νοσοῦντος Herod.Med. in <span class="title">Rh.Mus.</span>58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>6.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[fertility]], <span class="bibl">Ph.2.57</span>, al.: in plural, γαστέρων εὐφορίαι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.7.2</span>; [[periods of productivity]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.337</span>; <b class="b3">ψυχῶν εὐφορίαι</b> ibid.; [[abundant]] [[produce]], καρπῶν, οἴνου, <span class="bibl">Xenag.3</span>, <span class="bibl">Alciphr. 1.24</span>; ἐλαίου <span class="title">IG</span>22.1100.59; σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.). </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[grace]] of [[movement]], in [[dancing]], <span class="bibl">Poll.4.97</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[power]] of [[endure|enduring]] [[easily]], Hp.''Fract.''35; [[contentment]], Phld.''Lib.''p.17 O.<br><span class="bld">2</span> [[sense]] of [[well-being]] in [[disease]], τοῦ νοσοῦντος Herod.Med. in ''Rh.Mus.''58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, Orib.''Syn.''6.6.<br><span class="bld">II</span> [[fertility]], Ph.2.57, al.: in plural, γαστέρων εὐφορίαι Hp.''Epid.''6.7.2; [[periods of productivity]], Chrysipp.Stoic.2.337; <b class="b3">ψυχῶν εὐφορίαι</b> ibid.; [[abundant]] [[produce]], καρπῶν, οἴνου, Xenag.3, Alciphr. 1.24; ἐλαίου ''IG''22.1100.59; σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.).<br><span class="bld">III</span> [[grace]] of [[movement]], in [[dancing]], Poll.4.97.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> force de porter <i>ou</i> supporter;<br /><b>2</b> fertilité, fécondité, abondance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφορος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[force de porter]] <i>ou</i> supporter;<br /><b>2</b> [[fertilité]], [[fécondité]], [[abondance]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔφορος]].
}}
{{pape
|ptext=ή, <i>das reichliche [[Tragen]], die [[Fruchtbarkeit]]</i>, καρπῶν, <i>[[Fruchtfülle]]</i>, Sp., wie Alciphr. 1.24. – <i>Das [[leichte]] [[Tragen]], [[Geduld]]</i>, Galen. – <i>[[Gewandtheit]]</i>, Poll. 4.97.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφορία:''' ἡ плодовитость: καρπῶν εὐ. Plut. плодородие.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφορία]]) [[εύφορος]]<br /><b>1.</b> (για [[καλλιέργεια]]) [[γονιμότητα]], [[παραγωγικότητα]], άφθονη [[καρποφορία]], [[πολυκαρπία]], καλή [[σοδειά]]<br /><b>2.</b> το [[συναίσθημα]] της ευεξίας όσων βρίσκονται σε [[ανάρρωση]] ή σε καλή [[κατάσταση]] υγείας, η [[ευεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> έντονο [[αίσθημα]] ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή [[βελτίωση]] [[κατά]] τη [[διαδρομή]] μιας νόσου ή να αποτελεί [[κατάσταση]] διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα [[είτε]] υπό την [[επίδραση]] ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να υπομένει [[κανείς]] εύκολα, η [[αντοχή]]<br /><b>2.</b> [[ικανοποίηση]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]], [[πληθώρα]]<br /><b>4.</b> [[γονιμότητα]] («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[περίοδος]] παραγωγικότητας<br /><b>6.</b> [[επιδεξιότητα]] κινήσεων, χορευτική [[χάρη]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐφορία]]) [[εύφορος]]<br /><b>1.</b> (για [[καλλιέργεια]]) [[γονιμότητα]], [[παραγωγικότητα]], άφθονη [[καρποφορία]], [[πολυκαρπία]], καλή [[σοδειά]]<br /><b>2.</b> το [[συναίσθημα]] της ευεξίας όσων βρίσκονται σε [[ανάρρωση]] ή σε καλή [[κατάσταση]] υγείας, η [[ευεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> έντονο [[αίσθημα]] ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή [[βελτίωση]] [[κατά]] τη [[διαδρομή]] μιας νόσου ή να αποτελεί [[κατάσταση]] διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα [[είτε]] υπό την [[επίδραση]] ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να υπομένει [[κανείς]] εύκολα, η [[αντοχή]]<br /><b>2.</b> [[ικανοποίηση]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>3.</b> [[αφθονία]], [[πληθώρα]]<br /><b>4.</b> [[γονιμότητα]] («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[περίοδος]] παραγωγικότητας<br /><b>6.</b> [[επιδεξιότητα]] κινήσεων, χορευτική [[χάρη]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐφορία:''' ἡ плодовитость: καρπῶν εὐ. Plut. плодородие.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφορία Medium diacritics: εὐφορία Low diacritics: ευφορία Capitals: ΕΥΦΟΡΙΑ
Transliteration A: euphoría Transliteration B: euphoria Transliteration C: efforia Beta Code: eu)fori/a

English (LSJ)

ἡ,
A power of enduring easily, Hp.Fract.35; contentment, Phld.Lib.p.17 O.
2 sense of well-being in disease, τοῦ νοσοῦντος Herod.Med. in Rh.Mus.58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, Orib.Syn.6.6.
II fertility, Ph.2.57, al.: in plural, γαστέρων εὐφορίαι Hp.Epid.6.7.2; periods of productivity, Chrysipp.Stoic.2.337; ψυχῶν εὐφορίαι ibid.; abundant produce, καρπῶν, οἴνου, Xenag.3, Alciphr. 1.24; ἐλαίου IG22.1100.59; σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B. C.).
III grace of movement, in dancing, Poll.4.97.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 force de porter ou supporter;
2 fertilité, fécondité, abondance.
Étymologie: εὔφορος.

German (Pape)

ή, das reichliche Tragen, die Fruchtbarkeit, καρπῶν, Fruchtfülle, Sp., wie Alciphr. 1.24. – Das leichte Tragen, Geduld, Galen. – Gewandtheit, Poll. 4.97.

Russian (Dvoretsky)

εὐφορία: ἡ плодовитость: καρπῶν εὐ. Plut. плодородие.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφορία: ἡ, ἡ δύναμις τοῦ φέρειν ῥᾳδίως, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἄφθονος παραγωγή, εὐφορία καρπῶν, οἴνου Ξεναγ. παρὰ Μακροβ. 5. 19, Ἀλκίφρων. 1. 24· ἐλαίου Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 60. ΙΙΙ. δεξιότης, ταχυχειρίαν, εὐποδίαν, εὐφορίαν, ἰσοφορίαν Πολυδ. Δ΄, 97.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐφορία) εύφορος
1. (για καλλιέργεια) γονιμότητα, παραγωγικότητα, άφθονη καρποφορία, πολυκαρπία, καλή σοδειά
2. το συναίσθημα της ευεξίας όσων βρίσκονται σε ανάρρωση ή σε καλή κατάσταση υγείας, η ευεξία
νεοελλ.
ιατρ. έντονο αίσθημα ευεξίας και αισιοδοξίας, που μπορεί να ανταποκρίνεται σε πραγματική ή απατηλή βελτίωση κατά τη διαδρομή μιας νόσου ή να αποτελεί κατάσταση διέγερσης σε ψυχιατρικά σύνδρομα είτε υπό την επίδραση ναρκωτικών ή οινοπνευματωδών
αρχ.
1. η ικανότητα να υπομένει κανείς εύκολα, η αντοχή
2. ικανοποίηση, ευχαρίστηση
3. αφθονία, πληθώρα
4. γονιμότητα («γαστέρων εὐφορίαι», Ιπποκρ.)
5. περίοδος παραγωγικότητας
6. επιδεξιότητα κινήσεων, χορευτική χάρη.