βαλανάγρα: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=valanagra
|Transliteration C=valanagra
|Beta Code=balana/gra
|Beta Code=balana/gra
|Definition=ἡ, [[picklock]], [[key]] or [[hook]] for [[pull]]ing out the [[βάλανος]] 11.4, Hdt. 3.155, X.HG5.2.29, Aen.Tact.18.9: in plural, = [[βάλανος]] 11.4, Plb.7.16.5, Them.Or.26.315d.
|Definition=ἡ, [[picklock]], [[key]] or [[hook]] for [[pull]]ing out the [[βάλανος]] II.4, [[Herodotus|Hdt.]] 3.155, X.HG5.2.29, Aen.Tact.18.9: in plural, = [[βάλανος]] II.4, Plb.7.16.5, Them.Or.26.315d.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[llave]] ἐπιτρέψονται ἐμοὶ Βαβυλώνιοι ... τῶν πυλέων τὰς βαλανάγρας Hdt.3.155, παραδοὺς αὐτῷ τὴν βαλανάγραν τῶν πυλῶν X.<i>HG</i> 5.2.29, cf. Aen.Tact.18.9, Plu.2.705e, Polyaen.1.38.1, 2.36, 5.24, νῦν ἔμβαλε τὴν βαλανάγραν Hedyl.1494P.<br /><b class="num">2</b> [[cerrojo]] οὗτοι μὲν ἔξωθεν προσπεσόντες πειρῶνται διακόπτειν τοὺς στροφεῖς καὶ τὸ ζύγωμα τῶν πυλῶν, αὐτοὶ δὲ τὸν μοχλὸν [[ἔνδοθεν]] καὶ τὰς βαλανάγρας Plb.7.16.5, cf. Them.<i>Or</i>.26.315d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] ἡ, 1) Schlüssel, der die [[βάλανος]], w. m. s., heraushebt, Her. 3, 155; Xen. Hell. 5, 2, 29. – 2) das Thürschloß, Pol. 7, 16; Plut. Symp. 7, 5, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] ἡ, 1) Schlüssel, der die [[βάλανος]], w. m. s., heraushebt, Her. 3, 155; Xen. Hell. 5, 2, 29. – 2) das Thürschloß, Pol. 7, 16; Plut. Symp. 7, 5, 3.
}}
{{ls
|lstext='''βᾰλᾰνάγρα''': ἡ, [[κλειδίον]] τι ἢ [[ἄγκιστρον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, [[ὁπότε]] ἡ [[θύρα]] ἠνοίγετο (ἴδε [[βάλανος]] ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -[[βάλανος]] ΙΙ. 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />clef <i>ou</i> crochet pour pousser un verrou.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]], [[ἀγρέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />clef <i>ou</i> crochet pour pousser un verrou.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]], [[ἀγρέω]].
}}
}}
{{DGE
{{elnl
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[llave]] ἐπιτρέψονται ἐμοὶ Βαβυλώνιοι ... τῶν πυλέων τὰς βαλανάγρας Hdt.3.155, παραδοὺς αὐτῷ τὴν βαλανάγραν τῶν πυλῶν X.<i>HG</i> 5.2.29, cf. Aen.Tact.18.9, Plu.2.705e, Polyaen.1.38.1, 2.36, 5.24, νῦν ἔμβαλε τὴν βαλανάγραν Hedyl.1494P.<br /><b class="num">2</b> [[cerrojo]] οὗτοι μὲν ἔξωθεν προσπεσόντες πειρῶνται διακόπτειν τοὺς στροφεῖς καὶ τὸ ζύγωμα τῶν πυλῶν, αὐτοὶ δὲ τὸν μοχλὸν [[ἔνδοθεν]] καὶ τὰς βαλανάγρας Plb.7.16.5, cf. Them.<i>Or</i>.26.315d.
|elnltext=[[βαλανάγρα]] -ας, ἡ [[βάλανος]], [[ἀγρέω]] haak (om grendel open te trekken), sleutel.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[крюк для вынимания дверного болта]], [[ключ]] Her., Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[дверная задвижка]], [[засов]] Polyb., Plut.
}}
{{ls
|lstext='''βᾰλᾰνάγρα''': ἡ, [[κλειδίον]] τι ἢ [[ἄγκιστρον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, [[ὁπότε]] ἡ [[θύρα]] ἠνοίγετο (ἴδε [[βάλανος]] ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -[[βάλανος]] ΙΙ. 3.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ, [[κλειδί]] ή [[γάντζος]] για το [[τράβηγμα]] του μοχλού της πόρτας (βλ. [[βάλανος]] II), σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ, [[κλειδί]] ή [[γάντζος]] για το [[τράβηγμα]] του μοχλού της πόρτας (βλ. [[βάλανος]] II), σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> крюк для вынимания дверного болта, ключ Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> дверная задвижка, засов Polyb., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βάλανος]] II]<br />a key or [[hook]] for pulling out the doorpin, Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=[[βάλανος]] II]<br />a key or [[hook]] for pulling out the doorpin, Hdt., Xen.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαλανάγρα]] -ας, ἡ [[βάλανος]], [[ἀγρέω]] haak (om grendel open te trekken), sleutel.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνάγρα Medium diacritics: βαλανάγρα Low diacritics: βαλανάγρα Capitals: ΒΑΛΑΝΑΓΡΑ
Transliteration A: balanágra Transliteration B: balanagra Transliteration C: valanagra Beta Code: balana/gra

English (LSJ)

ἡ, picklock, key or hook for pulling out the βάλανος II.4, Hdt. 3.155, X.HG5.2.29, Aen.Tact.18.9: in plural, = βάλανος II.4, Plb.7.16.5, Them.Or.26.315d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 llave ἐπιτρέψονται ἐμοὶ Βαβυλώνιοι ... τῶν πυλέων τὰς βαλανάγρας Hdt.3.155, παραδοὺς αὐτῷ τὴν βαλανάγραν τῶν πυλῶν X.HG 5.2.29, cf. Aen.Tact.18.9, Plu.2.705e, Polyaen.1.38.1, 2.36, 5.24, νῦν ἔμβαλε τὴν βαλανάγραν Hedyl.1494P.
2 cerrojo οὗτοι μὲν ἔξωθεν προσπεσόντες πειρῶνται διακόπτειν τοὺς στροφεῖς καὶ τὸ ζύγωμα τῶν πυλῶν, αὐτοὶ δὲ τὸν μοχλὸν ἔνδοθεν καὶ τὰς βαλανάγρας Plb.7.16.5, cf. Them.Or.26.315d.

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, 1) Schlüssel, der die βάλανος, w. m. s., heraushebt, Her. 3, 155; Xen. Hell. 5, 2, 29. – 2) das Thürschloß, Pol. 7, 16; Plut. Symp. 7, 5, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clef ou crochet pour pousser un verrou.
Étymologie: βάλανος, ἀγρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαλανάγρα -ας, ἡ βάλανος, ἀγρέω haak (om grendel open te trekken), sleutel.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλᾰνάγρα:
1 крюк для вынимания дверного болта, ключ Her., Xen.;
2 дверная задвижка, засов Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδίον τι ἢ ἄγκιστρον πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, ὁπότεθύρα ἠνοίγετο (ἴδε βάλανος ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -βάλανος ΙΙ. 3.

Greek Monolingual

βαλανάγρα, η (Α)
1. κλειδί ή άγκιστρο για να τραβά κανείς τη βάλανο, τον σύρτη της πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + άγρα «κυνήγι»].

Greek Monotonic

βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδί ή γάντζος για το τράβηγμα του μοχλού της πόρτας (βλ. βάλανος II), σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

βάλανος II]
a key or hook for pulling out the doorpin, Hdt., Xen.