μελέτημα: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meletima | |Transliteration C=meletima | ||
|Beta Code=mele/thma | |Beta Code=mele/thma | ||
|Definition= | |Definition=μελετήματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[practice]], [[exercise]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 67d, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.1.43 (pl.), Critias 6.1; αἰσχρῶν ἔργων μελετήματα E.''Fr.''910 (anap., [[nisi legendum|nisi leg.]] [[μελέδημα]]); τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα = [[practice]] for [[war]] X.''Eq.''11.13.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">μελετήματα φωνῆς</b> [[grammatical]] [[example]]s, A.D.''Synt.''277.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] τό, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] τό, [[Übung]]; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα, Xen. re equ. 11, 13; τὰ [[ἐλευθέρια]] μελετήματα, Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />étude, exercice pratique.<br />'''Étymologie:''' [[μελετάω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[étude]], [[exercice pratique]].<br />'''Étymologie:''' [[μελετάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελέτημα:''' ατος τό [[занятие]], [[упражнение]] (τῶν φιλοσόφων Plat.; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑM [[μελέτημα]]) [[μελετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[προϊόν]] της μελέτης, της σπουδής, η [[πραγματεία]], η [[διατριβή]] («ιστορικά μελετήματα»)<br /><b>2.</b> το να αναφέρει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] με το όνομά του, η [[αναφορά]], η [[μνεία]] κάποιου («και το μελέτημά του, [[απλώς]], μέ ενοχλεί»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσκηση]], [[εξάσκηση]], [[γύμνασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μελετήματα φωνής» — [[γραμματικά]] παραδείγματα. | |mltxt=το (ΑM [[μελέτημα]]) [[μελετώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[προϊόν]] της μελέτης, της σπουδής, η [[πραγματεία]], η [[διατριβή]] («ιστορικά μελετήματα»)<br /><b>2.</b> το να αναφέρει [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] με το όνομά του, η [[αναφορά]], η [[μνεία]] κάποιου («και το μελέτημά του, [[απλώς]], μέ ενοχλεί»)<br /><b>μσν.</b><br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσκηση]], [[εξάσκηση]], [[γύμνασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μελετήματα φωνής» — [[γραμματικά]] παραδείγματα. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 11:16, 28 September 2023
English (LSJ)
μελετήματος, τό,
A practice, exercise, Pl.Phd. 67d, X.Cyr.8.1.43 (pl.), Critias 6.1; αἰσχρῶν ἔργων μελετήματα E.Fr.910 (anap., nisi leg. μελέδημα); τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα = practice for war X.Eq.11.13.
2 μελετήματα φωνῆς grammatical examples, A.D.Synt.277.26.
German (Pape)
[Seite 122] τό, Übung; αἰσχρῶν ἔργων, Eur. fr. inc. 101; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα, Xen. re equ. 11, 13; τὰ ἐλευθέρια μελετήματα, Studien, Cyr. 8, 1, 43; Plat. Phaed. 67 d.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
étude, exercice pratique.
Étymologie: μελετάω.
Russian (Dvoretsky)
μελέτημα: ατος τό занятие, упражнение (τῶν φιλοσόφων Plat.; τὰ πρὸς πόλεμον μελετήματα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μελέτημα: τό, σπουδή, μελέτη, ἐξάσκησις, Πλάτ. Φαίδ. 67D, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 43, Κριτίας 2. 1· αἰσχρῶν ἔργων Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 101· μ. πρός τι, ἄσκησις εἴς τι, Ξεν. Ἱππ. 11, 13.
Greek Monolingual
το (ΑM μελέτημα) μελετώ
νεοελλ.
1. το προϊόν της μελέτης, της σπουδής, η πραγματεία, η διατριβή («ιστορικά μελετήματα»)
2. το να αναφέρει κανείς κάποιον ή κάτι με το όνομά του, η αναφορά, η μνεία κάποιου («και το μελέτημά του, απλώς, μέ ενοχλεί»)
μσν.
σκέψη, στοχασμός
αρχ.
1. άσκηση, εξάσκηση, γύμνασμα
2. φρ. «μελετήματα φωνής» — γραμματικά παραδείγματα.
Middle Liddell
μελέτημα, ατος, τό, μελετάω
a practice, exercise, study, Plat., Xen.