ὁρμιά: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
mNo edit summary |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ormia | |Transliteration C=ormia | ||
|Beta Code=o(rmia/ | |Beta Code=o(rmia/ | ||
|Definition=ἡ, ([[ὅρμος]]) [[fishing-line of horse-hair]], | |Definition=ἡ, ([[ὅρμος]]) [[fishing-line of horse-hair]], Pl.Com.11, Antiph.28, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''621a15, S.E.''M.''9.3, etc. [ῐ in Babr.6.3 and in [[ὁρμιατόνος]], [[ὁρμιηβόλος]], [[quod vide|qq.v.]]: ῑ metri gr. in dactylic verses, as Theoc.21.11, ''AP'' 6.4 (Leon.).] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0382.png Seite 382]] ἡ, die von Pferdehaaren geflochtene Angelschnur; ὁρμιὰν τείνειν, Eur. Hel. 1631; Luc. Pisc. 47; sp. D., wie Opp.; ἀπὸ ὁρμιᾶς ἁλιεύειν, S. Emp. adv. phys. 1, 3; Hesych. erkl. [[σχοινίον]] [[λεπτόν]], Moeris erkl. [[ἀσπαλιευτής]] ὁ τῇ ὁρμιᾷ χρώμενος [[ἁλιεύς]]. – [Ι, in allen Ableitungen lang, ist bei Eur. kurz gebraucht; s. auch [[ὁρμειά]].] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0382.png Seite 382]] ἡ, die von Pferdehaaren geflochtene Angelschnur; ὁρμιὰν τείνειν, Eur. Hel. 1631; Luc. Pisc. 47; sp. D., wie Opp.; ἀπὸ ὁρμιᾶς ἁλιεύειν, S. Emp. adv. phys. 1, 3; Hesych. erkl. [[σχοινίον]] [[λεπτόν]], Moeris erkl. [[ἀσπαλιευτής]] ὁ τῇ ὁρμιᾷ χρώμενος [[ἁλιεύς]]. – [Ι, in allen Ableitungen lang, ist bei Eur. kurz gebraucht; s. auch [[ὁρμειά]].] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />[[ligne pour pêcher]].<br />'''Étymologie:''' [[ὅρμος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁρμιά:''' (ῑ, реже ῐ) ἡ [[нить с рыболовным крючком]], [[леса]] Eur., Plat., Arst., Luc., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁρμιά''': ἡ, ([[ὅρμος]]) ἁλιευτικὸν [[λεπτὸν]] [[σχοινίον]] ἐξ ἱππείων τριχῶν, κοινῶς «πετονιὰ» καὶ «ὁρμῖδι», Λατ. linea, Εὐρ. Ἑλ. 1615, Πλάτ. Κωμικ. Αἱ ἀφ’ ἱερᾶς 3, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 9, κ. ἀλλ. [Ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] βραχεῖα παρ’ Εὐρ. καὶ Βαβρ. 6. 3· μακρὰ δὲ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις, ὡς παρὰ Θεοκρ. 21. 11 ([[ἔνθα]] φέρεται ὁρμειαί, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 4), καὶ ἴδε [[ὁρμιηβόλος]]]. | |lstext='''ὁρμιά''': ἡ, ([[ὅρμος]]) ἁλιευτικὸν [[λεπτὸν]] [[σχοινίον]] ἐξ ἱππείων τριχῶν, κοινῶς «πετονιὰ» καὶ «ὁρμῖδι», Λατ. linea, Εὐρ. Ἑλ. 1615, Πλάτ. Κωμικ. Αἱ ἀφ’ ἱερᾶς 3, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 9, κ. ἀλλ. [Ἡ παραλήγουσα [[εἶναι]] βραχεῖα παρ’ Εὐρ. καὶ Βαβρ. 6. 3· μακρὰ δὲ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις, ὡς παρὰ Θεοκρ. 21. 11 ([[ἔνθα]] φέρεται ὁρμειαί, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 4), καὶ ἴδε [[ὁρμιηβόλος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁρμιά:''' ἡ ([[ὅρμος]]), [[πετονιά]] από αλογότριχες, σε Ευρ., Θεόκρ. (<i>ῐ</i> σε Ευρ., <i>ῑ</i> σε Θεόκρ.). | |lsmtext='''ὁρμιά:''' ἡ ([[ὅρμος]]), [[πετονιά]] από αλογότριχες, σε Ευρ., Θεόκρ. (<i>ῐ</i> σε Ευρ., <i>ῑ</i> σε Θεόκρ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 22:20, 24 November 2023
English (LSJ)
ἡ, (ὅρμος) fishing-line of horse-hair, Pl.Com.11, Antiph.28, Arist.HA621a15, S.E.M.9.3, etc. [ῐ in Babr.6.3 and in ὁρμιατόνος, ὁρμιηβόλος, qq.v.: ῑ metri gr. in dactylic verses, as Theoc.21.11, AP 6.4 (Leon.).]
German (Pape)
[Seite 382] ἡ, die von Pferdehaaren geflochtene Angelschnur; ὁρμιὰν τείνειν, Eur. Hel. 1631; Luc. Pisc. 47; sp. D., wie Opp.; ἀπὸ ὁρμιᾶς ἁλιεύειν, S. Emp. adv. phys. 1, 3; Hesych. erkl. σχοινίον λεπτόν, Moeris erkl. ἀσπαλιευτής ὁ τῇ ὁρμιᾷ χρώμενος ἁλιεύς. – [Ι, in allen Ableitungen lang, ist bei Eur. kurz gebraucht; s. auch ὁρμειά.]
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
ligne pour pêcher.
Étymologie: ὅρμος.
Russian (Dvoretsky)
ὁρμιά: (ῑ, реже ῐ) ἡ нить с рыболовным крючком, леса Eur., Plat., Arst., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμιά: ἡ, (ὅρμος) ἁλιευτικὸν λεπτὸν σχοινίον ἐξ ἱππείων τριχῶν, κοινῶς «πετονιὰ» καὶ «ὁρμῖδι», Λατ. linea, Εὐρ. Ἑλ. 1615, Πλάτ. Κωμικ. Αἱ ἀφ’ ἱερᾶς 3, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 9, κ. ἀλλ. [Ἡ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα παρ’ Εὐρ. καὶ Βαβρ. 6. 3· μακρὰ δὲ ἐν δακτυλικοῖς στίχοις, ὡς παρὰ Θεοκρ. 21. 11 (ἔνθα φέρεται ὁρμειαί, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 4), καὶ ἴδε ὁρμιηβόλος].
Greek Monolingual
και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)]
λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι
νεοελλ.
αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα.
Greek Monotonic
ὁρμιά: ἡ (ὅρμος), πετονιά από αλογότριχες, σε Ευρ., Θεόκρ. (ῐ σε Ευρ., ῑ σε Θεόκρ.).
Middle Liddell
ὁρμιά, ἡ, ὅρμος
a fishing-line of horsehair, Eur., Theocr. [ῐ Eur., ῑ, Theocr.]