ἀτέχνως: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atechnos
|Transliteration C=atechnos
|Beta Code=a)te/xnws
|Beta Code=a)te/xnws
|Definition=Adv. of [[ἄτεχνος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">without art, without rules of art, empirically</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.11.7</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>501a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ἀτεχνῶς (with penult. short), Adv. of [[ἀτεχνής]], [[simply]], i.e. [[really]], [[absolutely]], freq. in Com., Pl., etc.; ἀ. ἥκω παρεσκευασμένος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>37</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Nu.</span>408</span>,<span class="bibl">1174</span>, al.; <b class="b3">καλὸν </b>. [[simply]] beautiful, <span class="bibl">Id.<span class="title">Av.</span>820</span>; ἀ. γε παμπόνηρα <span class="bibl">Id.<span class="title">Ra.</span>106</span>; <b class="b3">ῥύγχος ἀ. ἔσθ' ὑός</b> [[simply]] a swine's snout, <span class="bibl">Pherecr.102</span>; ἀ. μὲν οὖν σκύτη βλέπει <span class="bibl">Eup.282</span>; ἀ. τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>198c</span>; [[bona fide]], [[sincerely]], opp. <b class="b3">κόμπου ἕνεκα</b>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>6.20</span>: freq. in comparisons, <b class="b3">ἀ. ὥσπερ</b> [[just]] like, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>90c</span>, etc.; ἀ. οἷον <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>952e</span>: with neg., <b class="b3">οὐδ' ἂν διαλεχθείην γ' </b>. would [[just]] not have spoken a word to him, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>425</span>; <b class="b3">ἀ. οὐδείς</b> [[simply]] no one, <span class="bibl">Id.<span class="title">Av.</span>605</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span> 362</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>288a</span>.—On [[ἀτέχνως]] and <b class="b3">-νῶς</b> v. Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>109</span>.</span>
|Definition=Adv. of [[ἄτεχνος]],<br><span class="bld">A</span> [[without art]], [[without rules of art]], [[empirically]], [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.11.7, [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 501a.<br><span class="bld">II</span> [[ἀτεχνῶς]] (with penultimate short), Adv. of [[ἀτεχνής]], [[simply]], i.e. [[really]], [[absolutely]], freq. in Com., Pl., etc.; ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''37, cf. ''Nu.''408,1174, al.; <b class="b3">καλὸν ἀτεχνῶς</b> [[simply]] [[beautiful]], Id.''Av.''820; ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα Id.''Ra.''106; <b class="b3">ῥύγχος ἀτεχνῶς ἔσθ' ὑός</b> [[simply]] a [[swine]]'s [[snout]], Pherecr.102; ἀτεχνῶς μὲν οὖν σκύτη βλέπει Eup.282; ἀτέχνως τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 198c; [[bona fide]], [[sincerely]], opp. <b class="b3">κόμπου ἕνεκα</b>, Philostr.''VA''6.20: freq. in comparisons, [[ἀτεχνῶς ὥσπερ]] = [[just like]], [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 90c, etc.; ἀτεχνῶς οἷον Id.''Lg.''952e: with neg., <b class="b3">οὐδ' ἂν διαλεχθείην γ' ἀτεχνῶς</b> would [[just]] not have spoken a word to him, Ar.''Nu.''425; [[ἀτεχνῶς οὐδείς]] = [[simply no one]], Id.''Av.''605, cf. ''Pl.'' 362, [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 288a.—On [[ἀτέχνως]] and [[ἀτεχνῶς]] v. Sch.Ar.''Pl.''109.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] adv. zum vorigen, oder ἀτεχνῶς von [[ἀτεχνής]], 1) kunstlos, einfach, Xen. Mem. 3, 11, 7, wahrhaft; vgl. Plut. Lyc. 17. – 2) natürlicherweise, durchaus, geradeweg; in dieser Bdtg immer ἀτεχνῶς, oft bei Ar. u. Plat., u. mit der Negation gar nicht, Polit. 288 a; bes. in Vergleichungen, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]] [[ἐραστής]] Conv. 217 c; ἀτεχνῶς οἷον πετόμενοι, ganz wie, Legg. XII, 952 c, u. sonst oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] adv. zum vorigen, oder ἀτεχνῶς von [[ἀτεχνής]], 1) [[kunstlos]], [[einfach]], Xen. Mem. 3, 11, 7, wahrhaft; vgl. Plut. Lyc. 17. – 2) [[natürlicherweise]], [[durchaus]], [[geradeweg]]; in dieser Bdtg immer ἀτεχνῶς, oft bei Ar. u. Plat., u. mit der Negation gar nicht, Polit. 288 a; bes. in Vergleichungen, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]] [[ἐραστής]] Conv. 217 c; ἀτεχνῶς οἷον πετόμενοι, ganz wie, Legg. XII, 952 c, u. sonst oft.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[sans art]], [[au hasard]] <i>ou</i> [[grossièrement]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτέχνως:''' [[безыскусственно]], [[просто]] Xen., Plat., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτέχνως''': ἐπίρρ. τοῦ ἄτεχνος, [[ἄνευ]] τέχνης, [[ἄνευ]] τῶν κανόνων τῆς τέχνης, ἐμπειρικῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7, Πλάτ. Γοργ. 501Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. ΙΙ. ἀτεχνῶς, ([[μετὰ]] τῆς παραληγούσης βραχείας), ἐπίρρ. τοῦ [[ἀτεχνής]], [[ἁπλῶς]], τοῦτ’ ἔστι, πράγματι, ἀπολύτως, Λατ. plane, prorsus, omnino, [[συχν]]. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, Πλάτ., κλ.· ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 37, πρβλ. Νεφ. 408, 1174, κ. ἀλλ.· καλὸν ἀτεχνῶς, [[ἁπλῶς]] ὡραῖον ὁ αὐτ. Ὄρν. 820· ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα ὁ αὐτ. Βάτρ. 106· [[ῥύγχος]] ἀτεχνῶς ἔσθ’ ὑός, [[ἁπλῶς]] τὸ [[ῥύγχος]] χοίρου, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 3· ἀτεχνῶς μὲν οὖν τὸ λεγόμενον [[σκύτη]] βλέπει Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12· ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Πλάτ. Συμπ. 198C· bona fide, εἰλικρινῶς, ἀντίθ. τῇ φράσει κόμπου [[ἕνεκα]], Φιλόστρ. 260· - [[συχν]]. ἐν συγκρίσεσιν, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]], ἀκριβῶς [[ὅπως]], Πλάτ. Φαίδων 90C, κτλ.· ἀτεχνῶς [[οἷον]] ὁ αὐτ. Νόμ. 952Ε· - μετ’ ἀρνήσεως, οὐδ’ ἂν διαλεχθείην γ΄ ἀτεχνῶς, ἀκριβῶς οὐδὲ λέξιν θὰ ἔλεγον εἰς αὐτόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 425· ἀτεχνῶς [[οὐδείς]], [[ἁπλῶς]] [[οὐδείς]], ὁ αὐτ. Ὄρν. 605, πρβλ. Πλ. 362, Πλάτ. Πολιτ. 288Α. - περὶ τοῦ [[ἀτέχνως]] καὶ τοῦ ἀτεχνῶς ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 109.
|lstext='''ἀτέχνως''': ἐπίρρ. τοῦ ἄτεχνος, [[ἄνευ]] τέχνης, [[ἄνευ]] τῶν κανόνων τῆς τέχνης, ἐμπειρικῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7, Πλάτ. Γοργ. 501Α, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. ΙΙ. ἀτεχνῶς, (μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας), ἐπίρρ. τοῦ [[ἀτεχνής]], [[ἁπλῶς]], τοῦτ’ ἔστι, πράγματι, ἀπολύτως, Λατ. plane, prorsus, omnino, συχν. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, Πλάτ., κλ.· ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 37, πρβλ. Νεφ. 408, 1174, κ. ἀλλ.· καλὸν ἀτεχνῶς, [[ἁπλῶς]] ὡραῖον ὁ αὐτ. Ὄρν. 820· ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα ὁ αὐτ. Βάτρ. 106· [[ῥύγχος]] ἀτεχνῶς ἔσθ’ ὑός, [[ἁπλῶς]] τὸ [[ῥύγχος]] χοίρου, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 3· ἀτεχνῶς μὲν οὖν τὸ λεγόμενον [[σκύτη]] βλέπει Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12· ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Πλάτ. Συμπ. 198C· bona fide, εἰλικρινῶς, ἀντίθ. τῇ φράσει κόμπου [[ἕνεκα]], Φιλόστρ. 260· - συχν. ἐν συγκρίσεσιν, ἀτεχνῶς [[ὥσπερ]], ἀκριβῶς [[ὅπως]], Πλάτ. Φαίδων 90C, κτλ.· ἀτεχνῶς [[οἷον]] ὁ αὐτ. Νόμ. 952Ε· - μετ’ ἀρνήσεως, οὐδ’ ἂν διαλεχθείην γ΄ ἀτεχνῶς, ἀκριβῶς οὐδὲ λέξιν θὰ ἔλεγον εἰς αὐτόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 425· ἀτεχνῶς [[οὐδείς]], [[ἁπλῶς]] [[οὐδείς]], ὁ αὐτ. Ὄρν. 605, πρβλ. Πλ. 362, Πλάτ. Πολιτ. 288Α. - περὶ τοῦ [[ἀτέχνως]] καὶ τοῦ ἀτεχνῶς ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 109.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans art, au hasard <i>ou</i> grossièrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτεχνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτέχνως:''' επίρρ. του [[ἄτεχνος]],<br /><b class="num">I.</b> [[χωρίς]] τους κανόνες της τέχνης, εμπειρικά, σε Ξεν., Πλάτ. <b>II.[[ἀτεχνῶς]]</b> (με την παραλήγ. βραχεία) επίρρ. του [[ἀτεχνής]], [[απλώς]] δηλ. πραγματικά, απόλυτα, Λατ. [[plane]], [[omnino]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>καλὸνἀτέχνως</i>, [[απλώς]] όμορφο, σε Αριστοφ.· σε συγκρίσεις, [[ἀτεχνῶς]] [[ὥσπερ]], ακριβώς όπως, σε Πλάτ.· με [[άρνηση]], ακριβώς όχι, σε Αριστοφ.· [[ἀτεχνῶς]] [[οὐδείς]], [[απλώς]] [[κανείς]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀτέχνως:''' επίρρ. του [[ἄτεχνος]],<br /><b class="num">I.</b> [[χωρίς]] τους κανόνες της τέχνης, εμπειρικά, σε Ξεν., Πλάτ. <b>II. [[ἀτεχνῶς]]</b> (με την παραλήγ. βραχεία) επίρρ. του [[ἀτεχνής]], [[απλώς]] δηλ. πραγματικά, απόλυτα, Λατ. [[plane]], [[omnino]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>καλὸνἀτέχνως</i>, [[απλώς]] όμορφο, σε Αριστοφ.· σε συγκρίσεις, [[ἀτεχνῶς]] [[ὥσπερ]], ακριβώς όπως, σε Πλάτ.· με [[άρνηση]], ακριβώς όχι, σε Αριστοφ.· [[ἀτεχνῶς]] [[οὐδείς]], [[απλώς]] [[κανείς]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτέχνως:''' безыскусственно, просто Xen., Plat., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb of [[ἄτεχνος]]<br />without rules of art, [[empirically]], Xen., Plat.
|mdlsjtxt=[adverb of [[ἄτεχνος]]<br />without rules of art, [[empirically]], Xen., Plat.
}}
}}

Latest revision as of 12:51, 8 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτέχνως Medium diacritics: ἀτέχνως Low diacritics: ατέχνως Capitals: ΑΤΕΧΝΩΣ
Transliteration A: atéchnōs Transliteration B: atechnōs Transliteration C: atechnos Beta Code: a)te/xnws

English (LSJ)

Adv. of ἄτεχνος,
A without art, without rules of art, empirically, X.Mem.3.11.7, Pl.Grg. 501a.
II ἀτεχνῶς (with penultimate short), Adv. of ἀτεχνής, simply, i.e. really, absolutely, freq. in Com., Pl., etc.; ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ar.Ach.37, cf. Nu.408,1174, al.; καλὸν ἀτεχνῶς simply beautiful, Id.Av.820; ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα Id.Ra.106; ῥύγχος ἀτεχνῶς ἔσθ' ὑός simply a swine's snout, Pherecr.102; ἀτεχνῶς μὲν οὖν σκύτη βλέπει Eup.282; ἀτέχνως τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Pl.Smp. 198c; bona fide, sincerely, opp. κόμπου ἕνεκα, Philostr.VA6.20: freq. in comparisons, ἀτεχνῶς ὥσπερ = just like, Pl.Phd. 90c, etc.; ἀτεχνῶς οἷον Id.Lg.952e: with neg., οὐδ' ἂν διαλεχθείην γ' ἀτεχνῶς would just not have spoken a word to him, Ar.Nu.425; ἀτεχνῶς οὐδείς = simply no one, Id.Av.605, cf. Pl. 362, Pl.Plt. 288a.—On ἀτέχνως and ἀτεχνῶς v. Sch.Ar.Pl.109.

German (Pape)

[Seite 385] adv. zum vorigen, oder ἀτεχνῶς von ἀτεχνής, 1) kunstlos, einfach, Xen. Mem. 3, 11, 7, wahrhaft; vgl. Plut. Lyc. 17. – 2) natürlicherweise, durchaus, geradeweg; in dieser Bdtg immer ἀτεχνῶς, oft bei Ar. u. Plat., u. mit der Negation gar nicht, Polit. 288 a; bes. in Vergleichungen, ἀτεχνῶς ὥσπερ ἐραστής Conv. 217 c; ἀτεχνῶς οἷον πετόμενοι, ganz wie, Legg. XII, 952 c, u. sonst oft.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans art, au hasard ou grossièrement.
Étymologie: ἄτεχνος.

Russian (Dvoretsky)

ἀτέχνως: безыскусственно, просто Xen., Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέχνως: ἐπίρρ. τοῦ ἄτεχνος, ἄνευ τέχνης, ἄνευ τῶν κανόνων τῆς τέχνης, ἐμπειρικῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 7, Πλάτ. Γοργ. 501Α, ἔνθα ἴδε Stallb. ΙΙ. ἀτεχνῶς, (μετὰ τῆς παραληγούσης βραχείας), ἐπίρρ. τοῦ ἀτεχνής, ἁπλῶς, τοῦτ’ ἔστι, πράγματι, ἀπολύτως, Λατ. plane, prorsus, omnino, συχν. παρὰ τοῖς Κωμικοῖς, Πλάτ., κλ.· ἀτεχνῶς ἥκω παρεσκευασμένος Ἀριστοφ. Ἀχ. 37, πρβλ. Νεφ. 408, 1174, κ. ἀλλ.· καλὸν ἀτεχνῶς, ἁπλῶς ὡραῖον ὁ αὐτ. Ὄρν. 820· ἀτεχνῶς γε παμπόνηρα ὁ αὐτ. Βάτρ. 106· ῥύγχος ἀτεχνῶς ἔσθ’ ὑός, ἁπλῶς τὸ ῥύγχος χοίρου, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 3· ἀτεχνῶς μὲν οὖν τὸ λεγόμενον σκύτη βλέπει Εὔπολ. ἐν «Χρυσῷ γένει» 12· ἀτεχνῶς τὸ τοῦ Ὁμήρου ἐπεπόνθη Πλάτ. Συμπ. 198C· bona fide, εἰλικρινῶς, ἀντίθ. τῇ φράσει κόμπου ἕνεκα, Φιλόστρ. 260· - συχν. ἐν συγκρίσεσιν, ἀτεχνῶς ὥσπερ, ἀκριβῶς ὅπως, Πλάτ. Φαίδων 90C, κτλ.· ἀτεχνῶς οἷον ὁ αὐτ. Νόμ. 952Ε· - μετ’ ἀρνήσεως, οὐδ’ ἂν διαλεχθείην γ΄ ἀτεχνῶς, ἀκριβῶς οὐδὲ λέξιν θὰ ἔλεγον εἰς αὐτόν, Ἀριστοφ. Νεφ. 425· ἀτεχνῶς οὐδείς, ἁπλῶς οὐδείς, ὁ αὐτ. Ὄρν. 605, πρβλ. Πλ. 362, Πλάτ. Πολιτ. 288Α. - περὶ τοῦ ἀτέχνως καὶ τοῦ ἀτεχνῶς ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 109.

Greek Monotonic

ἀτέχνως: επίρρ. του ἄτεχνος,
I. χωρίς τους κανόνες της τέχνης, εμπειρικά, σε Ξεν., Πλάτ. II. ἀτεχνῶς (με την παραλήγ. βραχεία) επίρρ. του ἀτεχνής, απλώς δηλ. πραγματικά, απόλυτα, Λατ. plane, omnino, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· καλὸνἀτέχνως, απλώς όμορφο, σε Αριστοφ.· σε συγκρίσεις, ἀτεχνῶς ὥσπερ, ακριβώς όπως, σε Πλάτ.· με άρνηση, ακριβώς όχι, σε Αριστοφ.· ἀτεχνῶς οὐδείς, απλώς κανείς, στον ίδ.

Middle Liddell

[adverb of ἄτεχνος
without rules of art, empirically, Xen., Plat.