θραῦσις: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(2b) |
m (Text replacement - "κατακονή, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύγχυσις" to "κατακονή, [[κατ...) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thraysis | |Transliteration C=thraysis | ||
|Beta Code=qrau=sis | |Beta Code=qrau=sis | ||
|Definition=εως, ἡ, (θραύω) < | |Definition=-εως, ἡ, ([[θραύω]])<br><span class="bld">A</span> [[comminution]], opp. [[κάταξις]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]'' 386a13, 390b7, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''3.3.7, Sor.''Fract.''12.<br><span class="bld">II</span> [[slaughter]], [[LXX]] ''2 Ki.'' 17.9; [[destruction]] by [[plague]], ib.24.15, ''Nu.''16.48.<br><span class="bld">III</span> [[falling off of hair in patches]], Gal.19.430.<br><span class="bld">IV</span> = [[ὀργή]], [[πληγή]], [[σφῦρα]] ἡ τοὺς βώλους θραύουσα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1217.png Seite 1217]] ἡ, das Zerbrechen, Plut. plac. phil. 3, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1217.png Seite 1217]] ἡ, das [[Zerbrechen]], Plut. plac. phil. 3, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θραύση]] και θράψη, ἡ (ΑΜ [[θραῦσις]]) [[θραύω]]<br /><b>1.</b> ο [[βίαιος]] [[χωρισμός]] τών μορίων σκληρού σώματος, [[σπάσιμο]], [[σύντριψη]]<br /><b>2.</b> (για νόσο ή πόλεμο) [[εξόντωση]], όλεθρος, [[καταστροφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[λύση]] της συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε υπέρμετρη [[καταπόνηση]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κάνω]] [[θραύση]]» α) [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[καταστροφή]]<br />β) [[επικρατώ]] πλήρως, [[θριαμβεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[κατά]] τόπους [[πτώση]] τών τριχών της κεφαλής. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de briser]].<br />'''Étymologie:''' [[θραύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θραῦσις''': -εως, ἡ, ([[θραύω]]) τὸ θραύειν, τσάκισμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 9., 12, 8, Πλούτ. 2. 893D. | |lstext='''θραῦσις''': -εως, ἡ, ([[θραύω]]) τὸ θραύειν, τσάκισμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 9., 12, 8, Πλούτ. 2. 893D. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''θραῦσις:''' εως ἡ [[ломание]], [[разбивание]] Arst., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[destruction]]=== | ||
Arabic: تَدْمِير, هَدْم, تَلَف; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: [[vernietiging]]; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: [[destruction]]; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: [[Zerstörung]], [[Vernichtung]]; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[καταστροφή]], [[συντριβή]], [[αφανισμός]], [[χαλασμός]], [[κατεδάφιση]], [[κατάλυση]]; Ancient Greek: [[ἅλωσις]], [[ἀμαύρωσις]], [[ἀναίρεσις]], [[ἀναστασία]], [[ἀνάστασις]], [[ἀναστάτωσις]], [[ἀπόλειψις]], [[ἀποτυμπανισμός]], [[ἀποφθορά]], [[ἀποφθορή]], [[ἀπώλεια]], [[ἄρσις]], [[ἀφάνεια]], [[ἀφανία]], [[ἀφάνισις]], [[ἀφανισμός]], [[δανοτής]], [[δαπάνη]], [[δῄωσις]], [[διακοπή]], [[διάλυσις]], [[διασκέδασις]], [[διαφθορά]], [[διαφθορή]], [[διαφορά]], [[εἴσπτωσις]], [[ἐκρίζωσις]], [[ἐκτριβή]], [[ἔκτριψις]], [[ἐξάλειψις]], [[ἔξαρσις]], [[ἐξαφάνισις]], [[ἐξαφανισμός]], [[ἐξολέθρευμα]], [[ἐξολέθρευσις]], [[ἐξώλεια]], [[ἐπαναίρεσις]], [[ἔπαρσις]], [[ἐπιτριβή]], [[ἐρήμωσις]], [[θραῦμα]], [[θραῦσις]], [[καθαίρεσις]], [[κατακονή]], [[κατακονά]], [[κατάλυσις]], [[καταστροφή]], [[καταφθορά]], [[κοπή]], [[λοιγός]], [[ὀλέθρευσις]], [[ὄλεθρος]], [[σύντριψις]], [[τὸ δαπανητικόν]], [[φθαρσία]], [[φθορά]], [[φθορή]], [[φθόρος]]; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה, הרס, הַשְׁמָדָה, חֻרְבָּן; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: [[distruzione]]; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن, وێرانی; Latin: [[exitium]], [[clades]]; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: [[destruição]]; Romanian: distrugere; Russian: [[разрушение]], [[уничтожение]]; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: [[destrucción]]; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:28, 21 January 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, (θραύω)
A comminution, opp. κάταξις, Arist.Mete. 386a13, 390b7, Placit.3.3.7, Sor.Fract.12.
II slaughter, LXX 2 Ki. 17.9; destruction by plague, ib.24.15, Nu.16.48.
III falling off of hair in patches, Gal.19.430.
IV = ὀργή, πληγή, σφῦρα ἡ τοὺς βώλους θραύουσα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1217] ἡ, das Zerbrechen, Plut. plac. phil. 3, 3.
Greek Monolingual
θραύση και θράψη, ἡ (ΑΜ θραῦσις) θραύω
1. ο βίαιος χωρισμός τών μορίων σκληρού σώματος, σπάσιμο, σύντριψη
2. (για νόσο ή πόλεμο) εξόντωση, όλεθρος, καταστροφή
νεοελλ.
1. τεχνολ. η λύση της συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε υπέρμετρη καταπόνηση του
2. φρ. «κάνω θραύση» α) προκαλώ μεγάλη καταστροφή
β) επικρατώ πλήρως, θριαμβεύω
αρχ.
η κατά τόπους πτώση τών τριχών της κεφαλής.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de briser.
Étymologie: θραύω.
Greek (Liddell-Scott)
θραῦσις: -εως, ἡ, (θραύω) τὸ θραύειν, τσάκισμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 9., 12, 8, Πλούτ. 2. 893D.
Russian (Dvoretsky)
θραῦσις: εως ἡ ломание, разбивание Arst., Plut.
Translations
destruction
Arabic: تَدْمِير, هَدْم, تَلَف; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἅλωσις, ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀποτυμπανισμός, ἀποφθορά, ἀποφθορή, ἀπώλεια, ἄρσις, ἀφάνεια, ἀφανία, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφθορή, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, ἔξαρσις, ἐξαφάνισις, ἐξαφανισμός, ἐξολέθρευμα, ἐξολέθρευσις, ἐξώλεια, ἐπαναίρεσις, ἔπαρσις, ἐπιτριβή, ἐρήμωσις, θραῦμα, θραῦσις, καθαίρεσις, κατακονή, κατακονά, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύντριψις, τὸ δαπανητικόν, φθαρσία, φθορά, φθορή, φθόρος; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה, הרס, הַשְׁמָדָה, חֻרְבָּן; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن, وێرانی; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום