κώμος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κῶμος]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[διασκέδαση]] σε [[συμπόσιο]] [[καθώς]] και η [[μετά]] από αυτό [[θορυβώδης]] [[έξοδος]] στον δρόμο εκείνων που διασκέδαζαν, [[ιδίως]] νέων λαμπαδηφορούντων και στεφανωμένων, οι οποίοι φορούσαν προσωπίδες και τραγουδούσαν και χόρευαν με τη [[συνοδεία]] οργάνων, [[κυρίως]] αυλού (α. «πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι εἰς ἀλλήλους», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἔοικε δ' ἐπὶ κῶμον βαδίζειν... στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ' ἔχων πορεύεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> | |mltxt=[[κῶμος]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[διασκέδαση]] σε [[συμπόσιο]] [[καθώς]] και η [[μετά]] από αυτό [[θορυβώδης]] [[έξοδος]] στον δρόμο εκείνων που διασκέδαζαν, [[ιδίως]] νέων λαμπαδηφορούντων και στεφανωμένων, οι οποίοι φορούσαν προσωπίδες και τραγουδούσαν και χόρευαν με τη [[συνοδεία]] οργάνων, [[κυρίως]] αυλού (α. «πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι εἰς ἀλλήλους», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ἔοικε δ' ἐπὶ κῶμον βαδίζειν... στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ' ἔχων πορεύεται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> λαῖκή και αγροτική [[εορτή]], με [[πομπή]] και άλλες εκδηλώσεις, αφιερωμένη στις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης και [[προς]] τιμήν θεού, [[ιδίως]] του Διονύσου και της ακολουθίας του («κώμοις Ὑακίνθου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ομάδα]] ατόμων που συμμετείχαν σε εορταστική [[πομπή]] ή σε [[πομπή]] [[προς]] τιμήν κάποιου νικητή<br /><b>4.</b> συγκεντρωμένο [[πλήθος]] ατόμων («ὁμηλίκων κώμους [[ἐπάξω]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[τραγούδι]] που έλεγαν εκείνοι που συμμετείχαν σε εορταστικές πομπές («κώμῳ ἁδυμελεῖ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[είδος]] βακχικού χορού τών διονυσιακών τελετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα [[κοινός]], [[κεάζω]], [[οπότε]] η αρχική της σημ. θα ήταν «[[αγέλη]]». Συνδέεται [[επίσης]] με τα [[κώμη]], [[κώμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κωμικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμάδιος]], [[κωμάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κωμωδός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωμηγέτης]], [[κώμαρχος]], [[κωμοφύλαξ]]. (Β' συνθετικό) [[αγλαόκωμος]], [[αείκωμος]], <i>εγρεσίκωμος</i>, [[επίκωμος]], [[ηδύκωμος]], [[κραιπαλόκωμος]], [[πολύκωμος]], [[σύγκωμος]], [[φιλόκωμος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
κῶμος, -ου, ὁ (Α)
1. διασκέδαση σε συμπόσιο καθώς και η μετά από αυτό θορυβώδης έξοδος στον δρόμο εκείνων που διασκέδαζαν, ιδίως νέων λαμπαδηφορούντων και στεφανωμένων, οι οποίοι φορούσαν προσωπίδες και τραγουδούσαν και χόρευαν με τη συνοδεία οργάνων, κυρίως αυλού (α. «πίνειν τε πάντας καὶ κώμῳ χρᾶσθαι εἰς ἀλλήλους», Ηρόδ.
β. «ἔοικε δ' ἐπὶ κῶμον βαδίζειν... στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ' ἔχων πορεύεται», Αριστοφ.)
2. λαῖκή και αγροτική εορτή, με πομπή και άλλες εκδηλώσεις, αφιερωμένη στις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης και προς τιμήν θεού, ιδίως του Διονύσου και της ακολουθίας του («κώμοις Ὑακίνθου», Ευρ.)
3. ομάδα ατόμων που συμμετείχαν σε εορταστική πομπή ή σε πομπή προς τιμήν κάποιου νικητή
4. συγκεντρωμένο πλήθος ατόμων («ὁμηλίκων κώμους ἐπάξω», Ευρ.)
5. το τραγούδι που έλεγαν εκείνοι που συμμετείχαν σε εορταστικές πομπές («κώμῳ ἁδυμελεῖ», Πίνδ.)
6. είδος βακχικού χορού τών διονυσιακών τελετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα κοινός, κεάζω, οπότε η αρχική της σημ. θα ήταν «αγέλη». Συνδέεται επίσης με τα κώμη, κώμος.
ΠΑΡ. κωμικός
αρχ.
κωμάδιος, κωμάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωμωδός
αρχ.
κωμηγέτης, κώμαρχος, κωμοφύλαξ. (Β' συνθετικό) αγλαόκωμος, αείκωμος, εγρεσίκωμος, επίκωμος, ηδύκωμος, κραιπαλόκωμος, πολύκωμος, σύγκωμος, φιλόκωμος.