παραπολαύω: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[have]] the [[benefit]] of [[besides]], τινός Luc.
|mdlsjtxt=to [[have]] the [[benefit]] of [[besides]], τινός Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπολαύω Medium diacritics: παραπολαύω Low diacritics: παραπολαύω Capitals: ΠΑΡΑΠΟΛΑΥΩ
Transliteration A: parapolaúō Transliteration B: parapolauō Transliteration C: parapolayo Beta Code: parapolau/w

English (LSJ)

share the fruits of, τῆς τιμωρίας Ph.2.15; τῆς ἐνίων κακοβουλίας J.BJ2.16.4; τῆς τινων μωρίας Luc. Alex.45; παραπολαύειν ἐστὶ τῆς τοῦ εἴδους ὑποστάσεως τὴν ἔκπτωσιν Dam.Pr.7.

German (Pape)

[Seite 495] (s. ἀπολαύω), daneben, beiläufig Nutzen od. Schaden haben von Etwas, τινός; Nic. arith. 1; παραπολαῦσαι τῆς μωρίας, Luc. Alex. 45; auch a. Sp.

French (Bailly abrégé)

retirer, en passant, un profit ou un désavantage de, gén..
Étymologie: παρά, ἀπολαύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-απολαύω delen in het plezier van, met gen.

Russian (Dvoretsky)

παραπολαύω: нести последствия, быть жертвой (τῆς μωρίας τινός Luc.).

Greek Monolingual

ΜΑ
απολαύω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀπολαύω «απολαμβάνω»].

Greek Monotonic

παρᾰπολαύω: απολαμβάνω επιπλέον ή παράπλευρα προνόμια, τινός, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰπολαύω: ἀπολαύω πρὸς τούτοις ἢ μετά τινος, συναπολαύωἁπλῶς ἀπολαύω, τινὸς Λουκ. Ἀλέξ. 45· κακόν τι παρ. τινὸς Ἐκκλ.

Middle Liddell

to have the benefit of besides, τινός Luc.