φλογώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flogodis
|Transliteration C=flogodis
|Beta Code=flogw/dhs
|Beta Code=flogw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like flame]], [[fiery-hot]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>833a17</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mu.</span>392a35</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>16</span>, etc.: Comp., ἥλιος -έστερος ἑαυτοῦ <span class="bibl">Them. <span class="title">Or.</span>10.134a</span>: Sup., -έστατα θέρη <span class="bibl">Ph.2.226</span>: of colour, [[fiery-red]], <span class="bibl">D.S. 2.50</span>, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. [[fiery heat]], <span class="bibl">D.C.48.51</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of the effect of inflammation, [[fiery-red]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>614</span>; <b class="b3">τὸ φ. ἐν προσώπῳ</b> ib.<span class="bibl">7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.41</span>.</span>
|Definition=φλογῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[like flame]], [[fiery-hot]], Arist.''Mir.''833a17, ''Mu.''392a35, Luc.''Anach.''16, etc.: Comp., ἥλιος φλογωδέστερος ἑαυτοῦ Them. ''Or.''10.134a: Sup., φλογωδέστατα θέρη Ph.2.226: of colour, [[fiery-red]], [[Diodorus Siculus|D.S.]] 2.50, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. [[fiery heat]], D.C.48.51.<br><span class="bld">2</span> of the effect of inflammation, [[fiery-red]], Hp.''Coac.''614; <b class="b3">τὸ φ. ἐν προσώπῳ</b> ib.7.<br><span class="bld">3</span> metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ Phld.''Po.''2.41.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] ες, zsgz. = [[φλογοειδής]]; Hippocr.; Luc. Anach. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] ες, zsgz. = [[φλογοειδής]]; Hippocr.; Luc. Anach. 16.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[semblable à la flamme]], [[d'un rouge de feu]].<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''φλογώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[огненный]] или [[раскаленный]] ([[οὐσία]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[палящий]], [[жгучий]] ([[ἥλιος]] Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[сверкающий]], [[блестящий]] ([[χρυσός]] Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φλογώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[φλογοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς φλόγα, [[πυρώδης]], θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] [[φλογός]], Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, [[πυρώδης]] [[θερμότης]], Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, [[ἐρυθρός]], κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ [[αὐτόθι]] 118.
|lstext='''φλογώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[φλογοειδής]], [[ὅμοιος]] πρὸς φλόγα, [[πυρώδης]], θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων [[χρῶμα]] [[φλογός]], Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, [[πυρώδης]] [[θερμότης]], Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, [[ἐρυθρός]], κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ [[αὐτόθι]] 118.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />semblable à la flamme, d’un rouge de feu.<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[φλογώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φλόξ]], [[φλογός]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[φλόγα]], [[καυτερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, [[πυρρός]], [[ξανθοκόκκινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] φλόγες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[ερυθρός]] λόγω φλεγμονής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φλογῶδες</i><br />α) ακτινοβολούμενη [[θερμότητα]], [[πύρα]]<br />β) <b>ιατρ.</b> [[ερύθημα]] λόγω φλεγμονής.
|mltxt=-ες / [[φλογώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[φλόξ]], [[φλογός]]<br /><b>1.</b> όμοιος με [[φλόγα]], [[καυτερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, [[πυρρός]], [[ξανθοκόκκινος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] φλόγες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[ερυθρός]] λόγω φλεγμονής<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φλογῶδες</i><br />α) ακτινοβολούμενη [[θερμότητα]], [[πύρα]]<br />β) <b>ιατρ.</b> [[ερύθημα]] λόγω φλεγμονής.
}}
{{elru
|elrutext='''φλογώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[огненный или раскаленный]] ([[οὐσία]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[палящий]], [[жгучий]] ([[ἥλιος]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> [[сверкающий]], [[блестящий]] ([[χρυσός]] Diod.).
}}
}}

Latest revision as of 07:47, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογώδης Medium diacritics: φλογώδης Low diacritics: φλογώδης Capitals: ΦΛΟΓΩΔΗΣ
Transliteration A: phlogṓdēs Transliteration B: phlogōdēs Transliteration C: flogodis Beta Code: flogw/dhs

English (LSJ)

φλογῶδες,
A like flame, fiery-hot, Arist.Mir.833a17, Mu.392a35, Luc.Anach.16, etc.: Comp., ἥλιος φλογωδέστερος ἑαυτοῦ Them. Or.10.134a: Sup., φλογωδέστατα θέρη Ph.2.226: of colour, fiery-red, D.S. 2.50, Dsc.5.94 (Sup.): τὸ φ. fiery heat, D.C.48.51.
2 of the effect of inflammation, fiery-red, Hp.Coac.614; τὸ φ. ἐν προσώπῳ ib.7.
3 metaph., τὸ φ. ἐν τῇ διαλέκτῳ Phld.Po.2.41.

German (Pape)

[Seite 1292] ες, zsgz. = φλογοειδής; Hippocr.; Luc. Anach. 16.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à la flamme, d'un rouge de feu.
Étymologie: φλόξ, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φλογώδης:
1 огненный или раскаленный (οὐσία Arst.);
2 палящий, жгучий (ἥλιος Luc.);
3 сверкающий, блестящий (χρυσός Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

φλογώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλογοειδής, ὅμοιος πρὸς φλόγα, πυρώδης, θερμότατος, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 38, περὶ Κόσμ. 2. 11, Λουκ. Ἀνάχ. 16, κλπ.· ἐπὶ χρώματος, ὁ ἔχων χρῶμα φλογός, Διόδ. 2. 50· ― τὸ φλογῶδες, πυρώδης θερμότης, Δίων Κάσσ. 48. 51. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῆς φλογώσεως, ἐρυθρός, κατακόκκινος ἐκ τῆς φλεγμονῆς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 220· τὸ φλ. ἐν προσώπῳ αὐτόθι 118.

Greek Monolingual

-ες / φλογώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλόξ, φλογός
1. όμοιος με φλόγα, καυτερός
2. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, πυρρός, ξανθοκόκκινος
νεοελλ.
γεμάτος φλόγες
αρχ.
1. ιατρ. ερυθρός λόγω φλεγμονής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλογῶδες
α) ακτινοβολούμενη θερμότητα, πύρα
β) ιατρ. ερύθημα λόγω φλεγμονής.