φλήναφος: Difference between revisions
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "πρόγλωσσος, ῥεολόγος, ῥειολόγος" to "πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flinafos | |Transliteration C=flinafos | ||
|Beta Code=flh/nafos | |Beta Code=flh/nafos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[idle talk]], [[nonsense]], ἡ πρόνοια δ' ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φ. Men.482.6, cf. ''Kol.''21, Luc.''Dem.Enc.''35, Amelius ap.Porph.''Plot.''17; τοὺς θεοὺς ἡγεῖτο εἶναι φλήναφον Lib.''Ep.''803.4: pl., Phld.''Rh.''2.267S., Luc.''Somn.''7, ''Pisc.''25, etc.<br><span class="bld">II</span> [[babbler]], ὦ φλήναφε Men.109, cf. Poll.6.119. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] ὁ (vgl. [[φλεδών]], [[φλῆνος]], schwerlich zusammengesetzt), 1) unnützes Geschwätz, Schwatzhaftigkeit, Menand., Liban. – 2) als adj. [[φλήναφος]], ον, schwatzhaft, geschwätzig, Men. Deisidaem. frg. 2; vgl. Poll. 6, 119. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] ὁ (vgl. [[φλεδών]], [[φλῆνος]], schwerlich zusammengesetzt), 1) unnützes Geschwätz, Schwatzhaftigkeit, Menand., Liban. – 2) als adj. [[φλήναφος]], ον, schwatzhaft, geschwätzig, Men. Deisidaem. frg. 2; vgl. Poll. 6, 119. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[sot bavardage]], [[sottise]], [[niaiserie]].<br />'''Étymologie:''' DELG langue fam., étym. obscure;<br />cf. [[φλάζω]]² ??? | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλήνᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[пустомеля]] Men. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλήνᾰφος''': ὁ, (ἴδε [[φλέω]] ΙΙΙ)· ― [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], [[ἀνοησία]], [[μωρολογία]], ἡ [[πρόνοια]] δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, [[μωρολόγος]], ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α. | |lstext='''φλήνᾰφος''': ὁ, (ἴδε [[φλέω]] ΙΙΙ)· ― [[ματαιολογία]], [[φλυαρία]], [[ἀνοησία]], [[μωρολογία]], ἡ [[πρόνοια]] δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, [[μωρολόγος]], ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλυαρία]], [[μωρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φληνάφως]] Α<br />με [[φληναφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το όν. [[φλήναφος]] και το ρ. <i>φληναφῶ</i> [[είναι]] λ. του καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. <i>φλην</i>- / <i>φλᾱν</i>- το οποίο [[πρέπει]] να αναχθεί στη [[ρίζα]] <i>bhel</i>- / <i>bhle</i>-<i>u</i>- τών ρ. [[φλέω]], [[φλύω]] και έχει πιθ. προέλθει [[είτε]] από μια [[μορφή]] <i>bhl</i><i>ē</i>- της ρίζας [[είτε]] από μια [[μορφή]] <i>bhl</i> - (με μακρό το φωνηεντικό -<i>l</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας) με έρρινο [[ένθημα]] -<i>n</i>-. Ωστόσο, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] [[ούτε]] ο [[τρόπος]] σχηματισμού [[ούτε]] η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών τ. [[φλήναφος]] και <i>φληναφῶ</i>. Κατά μία [[άποψη]], αρχαιότερο [[είναι]] το ρ. <i>φληναφῶ</i> (από το οποίο προήλθε υποχωρητικά το όν. [[φλήναφος]]), το οποίο αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από τα ρ. [[φληνύω]] και <i>ἁφῶ</i> «[[αγγίζω]], [[ψηλαφώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[ψηλαφώ]], [[μηλαφώ]]). Κατ' [[άλλη]], αντίθετη, [[άποψη]], [[πρέπει]] να ληφθεί ως [[αφετηρία]] ο τ. <i>φλήν</i>-<i>αφος</i>, ο [[οποίος]] έχει σχηματισθεί από το θ. <i>φλην</i> / <i>φλᾱν</i>- με το [[επίθημα]] -<i>αφος</i> του καθημερινού λεξιλογίου ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[φλυαρία]], [[μωρολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φληνάφως]] Α<br />με [[φληναφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το όν. [[φλήναφος]] και το ρ. <i>φληναφῶ</i> [[είναι]] λ. του καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. <i>φλην</i>- / <i>φλᾱν</i>- το οποίο [[πρέπει]] να αναχθεί στη [[ρίζα]] <i>bhel</i>- / <i>bhle</i>-<i>u</i>- τών ρ. [[φλέω]], [[φλύω]] και έχει πιθ. προέλθει [[είτε]] από μια [[μορφή]] <i>bhl</i><i>ē</i>- της ρίζας [[είτε]] από μια [[μορφή]] <i>bhl</i> - (με μακρό το φωνηεντικό -<i>l</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας) με έρρινο [[ένθημα]] -<i>n</i>-. Ωστόσο, δεν [[είναι]] εύκολο να καθοριστεί με [[ακρίβεια]] [[ούτε]] ο [[τρόπος]] σχηματισμού [[ούτε]] η [[σχέση]] [[μεταξύ]] τών τ. [[φλήναφος]] και <i>φληναφῶ</i>. Κατά μία [[άποψη]], αρχαιότερο [[είναι]] το ρ. <i>φληναφῶ</i> (από το οποίο προήλθε υποχωρητικά το όν. [[φλήναφος]]), το οποίο αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από τα ρ. [[φληνύω]] και <i>ἁφῶ</i> «[[αγγίζω]], [[ψηλαφώ]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[ψηλαφώ]], [[μηλαφώ]]). Κατ' [[άλλη]], αντίθετη, [[άποψη]], [[πρέπει]] να ληφθεί ως [[αφετηρία]] ο τ. <i>φλήν</i>-<i>αφος</i>, ο [[οποίος]] έχει σχηματισθεί από το θ. <i>φλην</i> / <i>φλᾱν</i>- με το [[επίθημα]] -<i>αφος</i> του καθημερινού λεξιλογίου ([[πρβλ]]. [[κόλαφος]], [[οὔλαφος]]). Αξίζει, [[τέλος]], να σημειωθεί ότι η λ. [[φλήναφος]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο στον δράστη της ενέργειας όσο και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] (<b>πρβλ.</b> [[φλύαρος]], [[φλύαξ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φλήνᾰφος:''' ὁ ([[φλέω]]), ανόητη [[κουβέντα]], [[μωρολογία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''φλήνᾰφος:''' ὁ ([[φλέω]]), ανόητη [[κουβέντα]], [[μωρολογία]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φλήνᾰφος, ὁ, [[φλέω]]<br />[[idle]] [[talk]], [[nonsense]], Luc. | |mdlsjtxt=φλήνᾰφος, ὁ, [[φλέω]]<br />[[idle]] [[talk]], [[nonsense]], Luc. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[chatterbox]]=== | |||
Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: [[話匣子]], [[话匣子]], [[喋喋不休者]], [[話癆]], [[话痨]]; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: [[kletskous]]; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: [[moulin à paroles]], [[bavard comme une pie]]; Galician: charlatán; German: [[Dampfplauderer]], [[Plaudertasche]], [[Quasselstrippe]], [[Schwätzer]], [[Schwätzerin]]; Alemannic German: Chlepfe; Greek: [[πολυλογάς]], [[φαφλατάς]]; Ancient Greek: [[ἀδέλεσχος]], [[ἀδολέσχης]], [[ἀδόλεσχος]], [[ἀείλαλος]], [[ἀθυρόγλωσσος]], [[ἀθυρόγλωττος]], [[ἀθυρόστομος]], [[ἀπεριλάλητος]], [[βάβαξ]], [[γλώσσαλγος]], [[γλώσσαργος]], [[γλωσσώδης]], [[Δωδωναῖον χαλκεῖον]], [[ἑτοιμολόγος]], [[κωτίλος]], [[λακερός]], [[λάληθρος]], [[λάλημα]], [[λαλητρίς]], [[λάλος]], [[λεσχήν]], [[λεσχηνευτής]], [[λογολέσχης]], [[μακρολόγος]], [[πανθρύλιος]], [[πάνθρυλος]], [[περίλαλος]], [[περισσολόγος]], [[πολύλαλος]], [[πολυλόγος]], [[πολύλογος]], [[πολύφωνος]], [[πρόγλωσσος]], [[ῥαχίας λαλίστερος]], [[ῥεολόγος]], [[ῥειολόγος]], [[ῥωποπερπερήθρας]], [[σπερμολόγος]], [[στωμυλήθρας]], [[στωμύληθρος]], [[στώμυλμα]], [[στωμύλος]], [[φάτης]], [[φιλόλογος]], [[φλέδων]], [[φλήναφος]], [[φλῆφος]], [[φλύαρος]]; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: [[chiacchierone]], [[ciancione]], [[linguacciuto]]; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: [[lingulaca]]; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: [[tagarela]], [[falador]], [[gralha]], [[grafonola]]; Russian: [[болтун]], [[болтунья]], [[болтушка]], [[лопотун]], [[лопотуха]], [[лопотунья]]; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: [[loro]], [[lora]], [[charlatán]], [[cotorra]], [[parlanchín]]; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:49, 11 November 2024
English (LSJ)
ὁ,
A idle talk, nonsense, ἡ πρόνοια δ' ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φ. Men.482.6, cf. Kol.21, Luc.Dem.Enc.35, Amelius ap.Porph.Plot.17; τοὺς θεοὺς ἡγεῖτο εἶναι φλήναφον Lib.Ep.803.4: pl., Phld.Rh.2.267S., Luc.Somn.7, Pisc.25, etc.
II babbler, ὦ φλήναφε Men.109, cf. Poll.6.119.
German (Pape)
[Seite 1291] ὁ (vgl. φλεδών, φλῆνος, schwerlich zusammengesetzt), 1) unnützes Geschwätz, Schwatzhaftigkeit, Menand., Liban. – 2) als adj. φλήναφος, ον, schwatzhaft, geschwätzig, Men. Deisidaem. frg. 2; vgl. Poll. 6, 119.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sot bavardage, sottise, niaiserie.
Étymologie: DELG langue fam., étym. obscure;
cf. φλάζω² ???
Russian (Dvoretsky)
φλήνᾰφος: ὁ
1 тж. pl. пустая болтовня, вздор Men., Luc.;
2 пустомеля Men.
Greek (Liddell-Scott)
φλήνᾰφος: ὁ, (ἴδε φλέω ΙΙΙ)· ― ματαιολογία, φλυαρία, ἀνοησία, μωρολογία, ἡ πρόνοια δ’ ἡ θνητὴ καπνὸς καὶ φλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3α, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 35· πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐνυπν. 7, ἐν Ἁλιεῖ 25, κλπ. ΙΙ. φληναφῶν, μωρολογῶν, μωρολόγος, ὦ φλήναφε Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμονι» 2, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 119. ― Ἐπίρρ. φληνάφως, τὸ αὐτοῖς φληνάφως δοκοῦν Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5. σ. 483Α.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί
αρχ.
φλυαρία, μωρολογία.
επίρρ...
φληνάφως Α
με φληναφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. του καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην- / φλᾱν- το οποίο πρέπει να αναχθεί στη ρίζα bhel- / bhle-u- τών ρ. φλέω, φλύω και έχει πιθ. προέλθει είτε από μια μορφή bhlē- της ρίζας είτε από μια μορφή bhl - (με μακρό το φωνηεντικό -l- της συνεσταλμένης βαθμίδας) με έρρινο ένθημα -n-. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια ούτε ο τρόπος σχηματισμού ούτε η σχέση μεταξύ τών τ. φλήναφος και φληναφῶ. Κατά μία άποψη, αρχαιότερο είναι το ρ. φληναφῶ (από το οποίο προήλθε υποχωρητικά το όν. φλήναφος), το οποίο αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από τα ρ. φληνύω και ἁφῶ «αγγίζω, ψηλαφώ» (βλ. και λ. ψηλαφώ, μηλαφώ). Κατ' άλλη, αντίθετη, άποψη, πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία ο τ. φλήν-αφος, ο οποίος έχει σχηματισθεί από το θ. φλην / φλᾱν- με το επίθημα -αφος του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. κόλαφος, οὔλαφος). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η λ. φλήναφος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο στον δράστη της ενέργειας όσο και την ίδια την ενέργεια (πρβλ. φλύαρος, φλύαξ)].
Greek Monotonic
φλήνᾰφος: ὁ (φλέω), ανόητη κουβέντα, μωρολογία, σε Λουκ.
Middle Liddell
φλήνᾰφος, ὁ, φλέω
idle talk, nonsense, Luc.
Translations
chatterbox
Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥαχίας λαλίστερος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame