στρωμνή: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stromni
|Transliteration C=stromni
|Beta Code=strwmnh/
|Beta Code=strwmnh/
|Definition=Aeol. -α, Dor. , ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bed spread]] or [[prepared]]: generally, [[bed]], [[couch]], <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>23.21</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>1.28</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>671</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>421</span>, <span class="bibl">Th.8.81</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.38</span>, etc.; [[mattress]], [[bedding]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Mem.</span>2.1.30</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span> 321a</span>, <span class="bibl">Sor.1.85</span>, Gal.6.44, 16.568; <b class="b3">σ. ἄφθιτος</b>, of the golden fleece, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.230</span>; <b class="b3">στρωνύτω στρωμνάς</b>, of the [[lectisternium]], <span class="title">SIG</span>589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. <span class="bibl">1106.95</span> (Cos, iv/iii B.C.).</span>
|Definition=Aeol. -α, Dor. [[στρωμνά]], ἡ, [[bed spread]] or [[prepared]]: generally, [[bed]], [[couch]], Sapph.''Supp.''23.21, Pi.''P.''1.28, A.''Ch.''671, E.''Ph.''421, Th.8.81, X.''Smp.''4.38, etc.; [[mattress]], [[bedding]], Id.''Mem.''2.1.30, [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 321a, Sor.1.85, Gal.6.44, 16.568; <b class="b3">σ. ἄφθιτος</b>, of the golden fleece, Pi.''P.''4.230; <b class="b3">στρωνύτω στρωμνάς</b>, of the [[lectisternium]], ''SIG''589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. 1106.95 (Cos, iv/iii B.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ἡ, das gebreitete oder bereitete Lager; ἀπὸ στρωμνᾶς ὀρούει, Pind. N. 1, 50; [[ἄφθιτος]], vom goldenen Vließ, P. 4, 230; Aesch. Ch. 660; Eur. Phoen. 424; Thuc. 8, 81; Plat. Prot. 322 a u. öfter, Xen. Cyr. 8, 3, 36; οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας παρασκευάζεις, Mem. 2, 1, 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ἡ, das gebreitete oder bereitete Lager; ἀπὸ στρωμνᾶς ὀρούει, Pind. N. 1, 50; [[ἄφθιτος]], vom goldenen Vließ, P. 4, 230; Aesch. Ch. 660; Eur. Phoen. 424; Thuc. 8, 81; Plat. Prot. 322 a u. öfter, Xen. Cyr. 8, 3, 36; οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας παρασκευάζεις, Mem. 2, 1, 30.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στρωμνή''': ἡ, ἐστρωμένη [[κλίνη]] ἢ παρεσκευασμένη· [[καθόλου]], [[κλίνη]], ἀνάκλιντρον, Πινδ. Π. 1. 54, κτλ., καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Χο. 671, Εὐρ. Φοίν. 421, Θουκ. 8. 81, Ξεν. Συμπ. 4. 38· [[στρῶμα]], στρώματα καὶ σκεπάσματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 30· στρ. [[ἄφθιτος]], ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ δέρματος, Πινδ. Π. 4. 410.
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[lit étendu]], [[couche]];<br /><b>2</b> [[couverture de lit]].<br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=στρωμνή -ῆς, , Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> lit étendu, couche;<br /><b>2</b> couverture de lit.<br />'''Étymologie:''' [[στρώννυμι]].
|elrutext='''στρωμνή:''' дор. [[στρωμνά]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[постель]], [[ложе]] Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;<br /><b class="num">2</b> [[покрывало]] Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α<br /><b>1.</b> στρωμένη [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> [[κλίνη]], [[ανάκλιντρο]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που στρώνει [[κανείς]] σε [[κρεβάτι]] ή σε [[δάπεδο]] προκειμένου να κοιμηθεί [[πάνω]] σε αυτό, [[στρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />παχύ [[στρώμα]] από φυτικές ουσίες, λ.χ. [[άχυρο]], [[πάνω]] στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, [[στρωματιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) (στην [[ποίηση]]) «στρωμνὴ [[ἄφθιτος]]» — το χρυσόμαλλο [[δέρας]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «στρωνύτω στρωμνάς» — [[στρώση]] [[ιερής]] κλίνης και, ειδικότερα, [[εορτή]] τών Ρωμαίων [[κατά]] την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>μνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λί</i>-<i>μνη</i>, <i>πλή</i>-<i>μνη</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α<br /><b>1.</b> στρωμένη [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> [[κλίνη]], [[ανάκλιντρο]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που στρώνει [[κανείς]] σε [[κρεβάτι]] ή σε [[δάπεδο]] προκειμένου να κοιμηθεί [[πάνω]] σε αυτό, [[στρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />παχύ [[στρώμα]] από φυτικές ουσίες, λ.χ. [[άχυρο]], [[πάνω]] στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, [[στρωματιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) (στην [[ποίηση]]) «στρωμνὴ [[ἄφθιτος]]» — το χρυσόμαλλο [[δέρας]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «στρωνύτω στρωμνάς» — [[στρώση]] [[ιερής]] κλίνης και, ειδικότερα, [[εορτή]] τών Ρωμαίων [[κατά]] την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>μνη</i> (<b>πρβλ.</b> [[λίμνη]], [[πλήμνη]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρωμνή:''' ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο [[κρεβάτι]]· γενικά, [[κρεβάτι]], [[ανάκλιντρο]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[στρώμα]], κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ [[ἄφθιτος]], λέγεται για το χρυσόμαλλο [[δέρας]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''στρωμνή:''' ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο [[κρεβάτι]]· γενικά, [[κρεβάτι]], [[ανάκλιντρο]], σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· [[στρώμα]], κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ [[ἄφθιτος]], λέγεται για το χρυσόμαλλο [[δέρας]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στρωμνή:''' дор. [[στρωμνά]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> постель, ложе Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> покрывало Xen.
|lstext='''στρωμνή''': ἡ, ἐστρωμένη [[κλίνη]] ἢ παρεσκευασμένη· [[καθόλου]], [[κλίνη]], ἀνάκλιντρον, Πινδ. Π. 1. 54, κτλ., καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Χο. 671, Εὐρ. Φοίν. 421, Θουκ. 8. 81, Ξεν. Συμπ. 4. 38· [[στρῶμα]], στρώματα καὶ σκεπάσματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 30· στρ. [[ἄφθιτος]], ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ δέρματος, Πινδ. Π. 4. 410.
}}
{{elnl
|elnltext=στρωμνή -ῆς, , Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στρωμνή]], ἡ,<br />a bed [[spread]] or [[prepared]]; [[generally]], a bed, [[couch]], Pind., Aesch., etc.: a [[mattress]], [[bedding]], Xen.; στρ. [[ἄφθιτος]], of the [[golden]] [[fleece]], Pind. [from [[στρώτης]]
|mdlsjtxt=[[στρωμνή]], ἡ,<br />a bed [[spread]] or [[prepared]]; [[generally]], a bed, [[couch]], Pind., Aesch., etc.: a [[mattress]], [[bedding]], Xen.; στρ. [[ἄφθιτος]], of the [[golden]] [[fleece]], Pind. [from [[στρώτης]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[στρώννυμι]], [[στορέννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[cubile]]'', [[bed]], [[couch]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.81.3/ 8.81.3].
}}
}}

Latest revision as of 13:51, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωμνή Medium diacritics: στρωμνή Low diacritics: στρωμνή Capitals: ΣΤΡΩΜΝΗ
Transliteration A: strōmnḗ Transliteration B: strōmnē Transliteration C: stromni Beta Code: strwmnh/

English (LSJ)

Aeol. -α, Dor. στρωμνά, ἡ, bed spread or prepared: generally, bed, couch, Sapph.Supp.23.21, Pi.P.1.28, A.Ch.671, E.Ph.421, Th.8.81, X.Smp.4.38, etc.; mattress, bedding, Id.Mem.2.1.30, Pl.Prt. 321a, Sor.1.85, Gal.6.44, 16.568; σ. ἄφθιτος, of the golden fleece, Pi.P.4.230; στρωνύτω στρωμνάς, of the lectisternium, SIG589.44 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. 1106.95 (Cos, iv/iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 957] ἡ, das gebreitete oder bereitete Lager; ἀπὸ στρωμνᾶς ὀρούει, Pind. N. 1, 50; ἄφθιτος, vom goldenen Vließ, P. 4, 230; Aesch. Ch. 660; Eur. Phoen. 424; Thuc. 8, 81; Plat. Prot. 322 a u. öfter, Xen. Cyr. 8, 3, 36; οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας παρασκευάζεις, Mem. 2, 1, 30.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 lit étendu, couche;
2 couverture de lit.
Étymologie: στρώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρωμνή -ῆς, ἡ, Aeol. en Dor. στρώμνᾱ [στρώννυμι] bed. matras, beddengoed.

Russian (Dvoretsky)

στρωμνή: дор. στρωμνά (ᾱ) ἡ
1 постель, ложе Pind., Aesch., Thuc., Xen., Eur.;
2 покрывало Xen.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α
1. στρωμένη κλίνη
2. κλίνη, ανάκλιντρο
3. καθετί που στρώνει κανείς σε κρεβάτι ή σε δάπεδο προκειμένου να κοιμηθεί πάνω σε αυτό, στρώμα
νεοελλ.
παχύ στρώμα από φυτικές ουσίες, λ.χ. άχυρο, πάνω στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, στρωματιά
αρχ.
φρ. α) (στην ποίηση) «στρωμνὴ ἄφθιτος» — το χρυσόμαλλο δέρας (Πίνδ.)
β) «στρωνύτω στρωμνάς» — στρώση ιερής κλίνης και, ειδικότερα, εορτή τών Ρωμαίων κατά την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. -στρω-μαι) με επίθημα -μνη (πρβλ. λίμνη, πλήμνη)].

Greek Monotonic

στρωμνή: ἡ, στρωμένο ή προετοιμασμένο κρεβάτι· γενικά, κρεβάτι, ανάκλιντρο, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στρώμα, κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια, σε Ξεν.· στρωμνὴ ἄφθιτος, λέγεται για το χρυσόμαλλο δέρας, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

στρωμνή: ἡ, ἐστρωμένη κλίνη ἢ παρεσκευασμένη· καθόλου, κλίνη, ἀνάκλιντρον, Πινδ. Π. 1. 54, κτλ., καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Χο. 671, Εὐρ. Φοίν. 421, Θουκ. 8. 81, Ξεν. Συμπ. 4. 38· στρῶμα, στρώματα καὶ σκεπάσματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 30· στρ. ἄφθιτος, ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ δέρματος, Πινδ. Π. 4. 410.

Middle Liddell

στρωμνή, ἡ,
a bed spread or prepared; generally, a bed, couch, Pind., Aesch., etc.: a mattress, bedding, Xen.; στρ. ἄφθιτος, of the golden fleece, Pind. [from στρώτης

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό στρώννυμι, στορέννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

cubile, bed, couch, 8.81.3.