ἡλικία: Difference between revisions
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡλῐκία''': Ἰων. - ίη, Δωρ. [[ἁλικία]], ἡ ([[ἧλιξ]]) [[χρόνος]] ζωῆς, [[ἡλικία]], Λατ. aetas, ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται, ἠδ’ ἐλεήσῃ [[γῆρας]] Ἰλ. Χ. 419∙ γηραιὸν [[μέρος]] ἁλικίας Πίνδ. Π. 4. 280∙ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον ὁ αὐτ. Ο. 4 ἐν τέλ.∙ τὴνδ’ ἡλ. ἀστῶν, ὅ ἐ. τὸ [[γῆρας]] αυτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 914∙ - αἰτ. ἐν ἀπολύτῳ χρήσει, κατὰ τὴν ἡλικίαν, [[νέος]] ἡλικίην Ἡρόδ. 3. 134∙ ἐτέων ἐὼν ἡλικίην [[πέντε]] καὶ λ’ ὁ αὐτ. 2. 26, πρβλ. Ξεν. Κυν. 2, 3∙ οὕτω κατὰ δοτ., ἡλικίᾳ ἔτι [[τότε]] ὤν [[νέος]] Θουκ. 5. 43∙ προεληλυθώς τῇ ἡλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4∙ -[[ὡσαύτως]], ὑπὸ τῆς ἡλικίας, ἐκ τῆς ἡλικίας, Πλάτ. Λάχ. 180D∙ αἱ δι’ ἡλικίαν ἄτοκοι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 149C∙ οἱ ἐν τῇ αὐτῇ ἡλ. Θουκ. 1. 80∙ τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡλ. ὁ αὐτ. 2. 44∙ [[ὅταν]]… τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡλ. Πλάτ. Πολ. 461Β∙ [[πόρρω]] τῆς ἡλ. ὤν, προκεχωρηκὼς τὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. Γοργ. 484C∙ προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 514, πρβλ. Πλάτ. Φαίδρ. 279Α∙ ὁ παρ’ ἡλικίαν [[νοῦς]] Μένανδ. Μονοστ. 690∙ - ἐν τῷ πληθ., ἐν ἀπάσαις ταῖς ἡλ. Πλάτ. Πολ. 412Ε, πρβλ. ἐν Νόμ. 625Β κ. ἀλλ. 2) συνήθ. ὡς τὸ ἥβη, ἡ [[ἀκμή]], τὸ [[ἄνθος]] τῆς ἡλικίας, τῆς ζωῆς, ἀπὸ τοῦ 17 [[περίπου]] ἔτους [[μέχρι]] τοῦ 45, ἀνδρική [[ἡλικία]], [[ἀνδρότης]], ἐν ἀλικίᾳ πρώτᾳ Πίνδ. Ν. 9. 99· ἐν ἀλικίᾳ [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 461Β κ. ἀλλ.· μετ᾿ ἀπαρεμφ., π.χ., στρατεύεσθαι, ἡ [[στρατεύσιμος]] [[ἡλικία]], Ἡροδ. 1. 209, πρβλ. Δημ. 42. 9, Ἀντιφῶν 128. 16· [[οὕτως]], ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡλικίαν ἐλθεῖν Πλάτ. Εὐθυδ. 306D, Θεαιτ. 142Ε· ἡλικίαν ἔχω, μετ᾿ ἀπαρεμφ., εὑρίσκομαι ἐν τῇ καταλλήλῳ ἡλικίᾳ, [[ὅπως]] πράξω τι, Ἡρόδ. 1. 209, Πλάτ. Θεαιτ. 146Β· ἡλικίας μετέχειν Θουκ. 7. 60· οἱ ἐν ἡλικίᾳ, ἄνδρες στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ αὐτ. 8. 75, Δημ. 42. 9· ἐστρατευμένος ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ στρατείας Δημ. 545, 15· ἐντὸς ἡλικίας Λυσ. 195. 22· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], ἡ [[μέση]], ἡ [[ὥριμος]], Θουκ. 2. 36· ― ἐπὶ γυναικῶν, ἡ διὰ γάμον [[ἡλικία]], Ἱππ. Κωακ. 110, Δημ. 1352. 12, Αἰσχίν. 26. 8., 27. 28· τὴν ἡλικίαν καταμεμψάμενος Ἰσαῖ. 64. 40. 3) νεανικὴ [[ὁρμή]], νεανικὸν [[πάθος]], ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν Ἡρόδ. 3. 36, πρβλ. 7. 18. 4) [[ἁγνότης]], [[παρθενία]], Αἰσχίν. 26. 7. ΙΙ. = οἱ ἥλικες, οἱ ἔχοντες τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, ὁμήλικες, Λατ. juventa, ὃς ἡλικίην [[ἐκέκαστο]] ἐγχεῖ Ἰλ. Π. 808, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 145· ― ἰδίως οἱ στρατευσίμου ἠλικίας, τῆς ἡλ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Λυσ. 195. 17, πρβλ. Θουκ. 3. 67., 8. 1, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἄνθρωποι πάσης ἡλικίας, παίδων τε... καὶ πάσης ἡλ. Πλάτ. Νόμ. 959Ε. ΙΙΙ. [[χρόνος]], [[ἐποχή]], [[ταῦτα]] ἡλικίην ἄν εἴη κατὰ Λάϊον, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Λ., Ἡρόδ. 5. 59, πρβλ. 60, 71· ἡλικίην τετρακοσίοις ἔτεσι.. πρεσβυτέρους ὁ αὐτ. 2. 53. IV. [[γενεά]], χρονικὴ [[περίοδος]], Λατ. saeculum, ἐπὶ τῆς νῦν ἡλ. Ἰσοκρ. 75Ε· πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡλ. Δείναρχ. 95. 10· εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡλ. Δημ. 1392. 12· πολλαῖς [[ἔμπροσθεν]] ἡλικίαις Πλούτ. Περικλ. 27. V. ἐπὶ τοῦ σώματος, [[ἀνάστημα]], [[μέγεθος]], [[διότι]] τοῦτο ἦτο [[σημεῖον]] [[πολλάκις]] τῆς ἡλικίας, Ἡροδ. 3. 16, Πλάτ. Εὐθυδ. 271Β, Δημ. 1024. 26· ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡλ. Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 10· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ ὕψους κίονος, ὁ αὐτ. Συρ. Θ. 28. | |lstext='''ἡλῐκία''': Ἰων. - ίη, Δωρ. [[ἁλικία]], ἡ ([[ἧλιξ]]) [[χρόνος]] ζωῆς, [[ἡλικία]], Λατ. aetas, ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται, ἠδ’ ἐλεήσῃ [[γῆρας]] Ἰλ. Χ. 419∙ γηραιὸν [[μέρος]] ἁλικίας Πίνδ. Π. 4. 280∙ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον ὁ αὐτ. Ο. 4 ἐν τέλ.∙ τὴνδ’ ἡλ. ἀστῶν, ὅ ἐ. τὸ [[γῆρας]] αυτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 914∙ - αἰτ. ἐν ἀπολύτῳ χρήσει, κατὰ τὴν ἡλικίαν, [[νέος]] ἡλικίην Ἡρόδ. 3. 134∙ ἐτέων ἐὼν ἡλικίην [[πέντε]] καὶ λ’ ὁ αὐτ. 2. 26, πρβλ. Ξεν. Κυν. 2, 3∙ οὕτω κατὰ δοτ., ἡλικίᾳ ἔτι [[τότε]] ὤν [[νέος]] Θουκ. 5. 43∙ προεληλυθώς τῇ ἡλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4∙ -[[ὡσαύτως]], ὑπὸ τῆς ἡλικίας, ἐκ τῆς ἡλικίας, Πλάτ. Λάχ. 180D∙ αἱ δι’ ἡλικίαν ἄτοκοι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 149C∙ οἱ ἐν τῇ αὐτῇ ἡλ. Θουκ. 1. 80∙ τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡλ. ὁ αὐτ. 2. 44∙ [[ὅταν]]… τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡλ. Πλάτ. Πολ. 461Β∙ [[πόρρω]] τῆς ἡλ. ὤν, προκεχωρηκὼς τὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. Γοργ. 484C∙ προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 514, πρβλ. Πλάτ. Φαίδρ. 279Α∙ ὁ παρ’ ἡλικίαν [[νοῦς]] Μένανδ. Μονοστ. 690∙ - ἐν τῷ πληθ., ἐν ἀπάσαις ταῖς ἡλ. Πλάτ. Πολ. 412Ε, πρβλ. ἐν Νόμ. 625Β κ. ἀλλ. 2) συνήθ. ὡς τὸ ἥβη, ἡ [[ἀκμή]], τὸ [[ἄνθος]] τῆς ἡλικίας, τῆς ζωῆς, ἀπὸ τοῦ 17 [[περίπου]] ἔτους [[μέχρι]] τοῦ 45, ἀνδρική [[ἡλικία]], [[ἀνδρότης]], ἐν ἀλικίᾳ πρώτᾳ Πίνδ. Ν. 9. 99· ἐν ἀλικίᾳ [[εἶναι]] Πλάτ. Πολ. 461Β κ. ἀλλ.· μετ᾿ ἀπαρεμφ., π.χ., στρατεύεσθαι, ἡ [[στρατεύσιμος]] [[ἡλικία]], Ἡροδ. 1. 209, πρβλ. Δημ. 42. 9, Ἀντιφῶν 128. 16· [[οὕτως]], ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡλικίαν ἐλθεῖν Πλάτ. Εὐθυδ. 306D, Θεαιτ. 142Ε· ἡλικίαν ἔχω, μετ᾿ ἀπαρεμφ., εὑρίσκομαι ἐν τῇ καταλλήλῳ ἡλικίᾳ, [[ὅπως]] πράξω τι, Ἡρόδ. 1. 209, Πλάτ. Θεαιτ. 146Β· ἡλικίας μετέχειν Θουκ. 7. 60· οἱ ἐν ἡλικίᾳ, ἄνδρες στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ αὐτ. 8. 75, Δημ. 42. 9· ἐστρατευμένος ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ στρατείας Δημ. 545, 15· ἐντὸς ἡλικίας Λυσ. 195. 22· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], ἡ [[μέση]], ἡ [[ὥριμος]], Θουκ. 2. 36· ― ἐπὶ γυναικῶν, ἡ διὰ γάμον [[ἡλικία]], Ἱππ. Κωακ. 110, Δημ. 1352. 12, Αἰσχίν. 26. 8., 27. 28· τὴν ἡλικίαν καταμεμψάμενος Ἰσαῖ. 64. 40. 3) νεανικὴ [[ὁρμή]], νεανικὸν [[πάθος]], ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν Ἡρόδ. 3. 36, πρβλ. 7. 18. 4) [[ἁγνότης]], [[παρθενία]], Αἰσχίν. 26. 7. ΙΙ. = οἱ ἥλικες, οἱ ἔχοντες τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, ὁμήλικες, Λατ. juventa, ὃς ἡλικίην [[ἐκέκαστο]] ἐγχεῖ Ἰλ. Π. 808, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 145· ― ἰδίως οἱ στρατευσίμου ἠλικίας, τῆς ἡλ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Λυσ. 195. 17, πρβλ. Θουκ. 3. 67., 8. 1, κτλ.· [[ὡσαύτως]], ἄνθρωποι πάσης ἡλικίας, παίδων τε... καὶ πάσης ἡλ. Πλάτ. Νόμ. 959Ε. ΙΙΙ. [[χρόνος]], [[ἐποχή]], [[ταῦτα]] ἡλικίην ἄν εἴη κατὰ Λάϊον, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Λ., Ἡρόδ. 5. 59, πρβλ. 60, 71· ἡλικίην τετρακοσίοις ἔτεσι.. πρεσβυτέρους ὁ αὐτ. 2. 53. IV. [[γενεά]], χρονικὴ [[περίοδος]], Λατ. saeculum, ἐπὶ τῆς νῦν ἡλ. Ἰσοκρ. 75Ε· πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡλ. Δείναρχ. 95. 10· εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡλ. Δημ. 1392. 12· πολλαῖς [[ἔμπροσθεν]] ἡλικίαις Πλούτ. Περικλ. 27. V. ἐπὶ τοῦ σώματος, [[ἀνάστημα]], [[μέγεθος]], [[διότι]] τοῦτο ἦτο [[σημεῖον]] [[πολλάκις]] τῆς ἡλικίας, Ἡροδ. 3. 16, Πλάτ. Εὐθυδ. 271Β, Δημ. 1024. 26· ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡλ. Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 10· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ ὕψους κίονος, ὁ αὐτ. Συρ. Θ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>propr.</i> âge, temps de la vie, <i>d’où</i><br /><b>1</b> la force de l’âge, la jeunesse : [[νέος]] ἡλικίην HDT jeune ; ἡλικίᾳ [[ἔτι]] [[τότε]] ὢν [[νέος]] THC étant alors encore jeune ; [[ἐν]] [[τῇ]] [[ἡλικία]] THC (les hommes) dans la force de l’âge ; [[εἰς]] τὴν ἡλικίαν [[ἀφικέσθαι]] PLAT être arrivé à l’adolescence ; [[ἐν]] ἡλικίᾳ γενόμενος XÉN parvenu à l’adolescence ; <i>au sens mor.</i> âge des passions, fougue de la jeunesse;<br /><b>2</b> <i>rar.</i> la vieillesse : προεληλυθὼς [[τῇ]] ἡλικίᾳ XÉN étant avancé en âge ; ληρεῖς ὑφ’ ἡλικίας LUC l’âge (<i>càd</i> la vieillesse) te fait radoter;<br /><b>3</b> âge ; <i>au sens collect. c.</i> [[ἥλικες]], ceux du même âge, <i>particul.</i> les jeunes gens <i>ou</i> les hommes qui ont l’âge du service militaire;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> période de temps, <i>d’où</i><br /><b>1</b> âge, temps, époque : ἡλικίην κατὰ Λάϊον HDT, [[ἡλικία]] κατὰ Οἰδίπουν HDT au temps de Laïos, d’Œdipe;<br /><b>2</b> siècle, génération : ἡ [[νῦν]] ζῶσα [[ἡλικία]] DÉM la génération présente ; πολλαῖς [[ἔμπροσθεν]] ἡλικίαις PLUT beaucoup de générations <i>ou</i> de siècles auparavant;<br /><b>III.</b> croissance, développement, <i>comme signe de l’âge</i> ; grandeur, haute stature.<br />'''Étymologie:''' [[ἡλίκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἡλικίη, Dor. ἁλικία, ἡ, (ἧλιξ)
A time of life, age, ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ' ἐλεήσῃ γῆρας Il.22.419; γηραιὸν μέρος ἁλικίας Pi.P.4.157; παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Id.O.4.29; τήνδ' ἡ. ἀστῶν, i.e. their old age, A.Pers.914: acc. used adverbially, in age, νέος ἡλικίην Hdt.3.134; ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ τριήκοντα Id.1.26, cf. X.Cyn.2.3: so in dat., ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος Th.5.43; προεληλυθότες ταῖς ἡ. X.HG6.1.4; also ὑπὸ τῆς ἡ. from our age, Pl.La.180d; αἱ δι' ἡλικίαν ἄτοκοι Id.Tht.149c; οἱ ἐν τῇ αὐτῆ ἡ. Th.1.80; τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡ. Id.2.44; ὅταν . . τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡ. Pl.R.461b; πόρρω τῆς ἡ. to an advanced age, Id.Grg.484c; προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡ. Ar. Nu.514; προϊούσης τῆς ἡ, Pl.Phdr.279a; ὁ παρ' ἡλικίαν νοῦς beyond one's age, Men.Mon.690: in pl., ἐν ἁπάσαις ταῖς ἡ. Pl.R.412e, cf. Lg. 625b, al. 2 prime of life, manhood, ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ Pi.N.9.42; αὐτὴ ἡ ἡ. τῶν νέων κατέκρινε Antipho 4.4.2; ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡ. ἐλθεῖν, ἀφικέσθαι, Pl.Euthd.306d, Tht.142d, Men.89b; ἡλικίην ἔχειν c. inf., to be of fit age for doing, Hdt.1.209, cf. Pl.Tht.146b; ἡλικίας μετέχειν Th.7.60; οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ men of military age, Id.8.75; ἐν ἡλικίᾳ στρατεύεσθαι D.4.7; ἐστρατευμένος ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ στρατείας Id.21.95; οἱ τῆς ἡ. ἐντὸς γεγονότες Lys.2.50; ἡ καθεστηκυῖα ἡ. maturity, Th.2.36, cf. IG12(7).239.21 (Amorgos); of women, womanhood, marriageable age, Hp.Prorrh.2.30, D.59.22; αἱ ἐν ἡ. γυναῖκες Pl.R.461b; τὴν ἡλικίαν τὴν ἑαντοῦ καταμεμψάμενος Is.7.14: in pl., οἱ ταῖς ἡ. οὐ καλῶς κεχρημένοι Aeschin.1.194. 3 youthful passion, ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν Hdt.3.36; εἴκειν Id.7.18. 4 maidenhood, τὴν ἡ. οὐ καλῶς διαφυλάξασαν Aeschin.1.182. II as collective Noun,= οἱ ἥλικες, those of the same age, comrades, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἔγχεϊ Il.16.808, cf. Pi.P.1.74; esp. those of military age, τῆς ἡ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Lys.2.49, cf. Th.3.67, 8.1, etc.; also, men of any age, παίδων τε καὶ ἀνδρῶν καὶ πάσης ἡ. Pl.Lg.959e. III time, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον about the time of Laius, Hdt.5.59, cf. 60, 71; ἡ. τετρακοσίοισι ἔτεσι . . πρεσβυτέρους Id.2.53. IV age, generation, ἐπὶ τῆς νῦν ἡ. Isoc.4.167; πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡ. Din. 1.38; εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡ. D.60.11; πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡ. Plu.Per. 27, cf. D.L.5.37. V of the body, stature, as a sign of age, Hdt. 3.16, Pl.Euthd.271b, D.40.56; τῇ ἡ. μικρός Ev.Luc.19.3 (but προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡ. πῆχυν ἕνα add a cubit to one's age (cf. πήχυιος), Ev.Matt.6.27); ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡ. Luc.VH1.40; height of a pillar, Id.Syr.D.28.
German (Pape)
[Seite 1161] ἡ, das Lebensalter; ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ' ἐλεήσῃ γῆρας Il. 22, 419, wo also das Greisenalter gemeint ist, wie ὑπὸ τῆς ἡλικίας Plat. Lach. 180 d; ληρεῖν ὑφ' ἡλικίας Luc. de laps. in salt. 1 (s. auch unten); ἁλικίας γηραιὸν μέρος Pind. P. 4, 157; aber auch ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ, N. 9, 42; πολιαὶ θαμὰ καὶ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον Ol. 4, 29; ἐπεὶ δὲ ἔχοιεν τὴν ἡλικίαν, ἥνπερ σὺ νῦν ἔχεις ἤδη Xen. Cyr. 1, 6, 34; vgl. Her. ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ τριήκοντα, fünfunddreißig Jahre alt, 1, 26; allgemein, ταῦτα ἡλικίην ἂν εἴη κατὰ Λάϊον 5, 59, dies dürfte dem Alter nach zur Zeit des Laios geschehen sein; 5, 60; οἱ ἐν τῇ αὐτῇ ἡλικίᾳ, die in demselben Alter stehenden, Thuc. 1, 80; Folgde. Besondere Bestimmungen sind: ἡλικίαν ἔχων τὴν ἄρτι ἐκ παίδων, Xen. Hell. 5, 4, 25; τοὺς μὲν προεληλυθότας ἤδη ταῖς ἡλικίαις, τοὺς δ' οὔπω ἀκμάζοντας, 6, 1, 4; ἡλικίᾳ ἔτι παῖς ὤν, Thuc. 5, 43. Gew. das Alter männlicher Reise, das kräftigste Alter, wie ἥβη, vom 18. bis 50. Jahre, Her. 3, 36. 7, 18, οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ, Thuc. 8, 75; vgl. Dem. 1, 28; Plut. Them. 10; Plat. Phaedr. 255 a; ἐντὸς τῆς πρεπούσης ἡλικίας Tim. 18 d; πόῤῥω τῆς ἡλικίας, über das Jugendalter hinaus, Gorg. 484 c; οὔπω ἐν ἡλικίᾳ ἦν Charm. 154 a; εἴπερ εἰς ἡλικίαν ἔλθοι Theaet. 142 d; ἐν ἡλικίᾳ ὄντες μέσῃ τε καὶ καθεστηκυίᾳ, im gesetzten Alter, Ep. III, 316 c; vgl. Thuc. 2, 36. Von höherem Alter, προϊούσης τῆς ἡλικίας Plat. Phaedr. 279 a; προήκων εἰς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar. Nubb. 513; – οἱ τῆς ἡλικίας ἐντὸς γεγονότες Lys. 2, 50; öfter bei den Rednern; allgemein, τὰ μικρὸν πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡλικίας γεγενημένα Din. 1, 38; ἐπὶ τῆς νῦν ἡλικίας Isocr. 4, 167; ἕως εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡλικίαν ὁ χρόνος προήγαγεν ἡμᾶς Dem. 60, 11, bis zu dem heutigen Menschengeschlecht, collectivisch wie die unten folgenden Beispiele; daher Menschenalter, πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡλικίαις τοῦ πολέμου Plut. Pericl. 27; mit Bestimmungen, wie ἡλικίαν εἶχεν ἀνδρὶ συνοικεῖν Is. 2, 4, heirathsfähiges Alter, wofür Plut. Rom. 21 αἱ ἐν ἡλικίᾳ γυναῖκες sagt; Dem. 59, 22 νεωτέρα οὖσα διὰ τὸ μήπω τὴν ἡλικίαν αὐτῇ παρεῖναι; Aesch. 1, 182 τὴν θυγατέρα διεφθαρμένην καὶ τὴν ἡλικίαν οὐ καλῶς διαφυλάξασαν μέχρι γάμου, worauf §. 194 folgt ταῖς ἡλικίαις καὶ τοῖς ἑαυτῶν σώμασιν οὐ καλῶς κεχρημένοι. – Als Collectivum, die Menschen eines gewissen Alters, bes. die waffenfähige Mannschaft, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο Il. 16, 808; ἀστῶν Aesch. Pers. 878; Thuc. 3, 67; ἡλικίας οἵαν οὐχ ἑτέραν ἑώρων ὑπάρχουσαν 8, 1; πᾶσα ἡλικία Plat. Legg. XII, 959 e; Lys. 2, 49 u. Folgde, wie Plut. Fab. 14; dah. Zeitgenosse u. Zeitalter, s. oben. – Auch körperlich wird es von Größe, Wuchs gebraucht, wie man Dem. 40, 56 erkl.: ἧς τῇ μὲν φύσει πατήρ εἰμι, τὴν δ' ἡλικίαν αὐτῆς εἰ ἴδοιτε, οὐκ ἂν θυγατέρα μου, ἀλλ' ἀδελφὴν εἶναι αὐτὴν νομίσαιτε; eigtl. aber nur das Alter, so weit man es im Aeußern erkennen kann u. es nach dem Aeußern beurtheilt, vgl. Her. 3, 16. Aber Luc. V. Hist. 1, 40 sagt ἄνδρας μεγάλους ὅσον ἡμισταδιαίους τὰς ἡλικίας; vgl. Plut. Philop. 11; u. so im N. T. προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν πῆχυν ἕνα, Hatth. 6, 27; Hesych. erkl. μέγεθος σώμα τος, μέτρον τι. Sogar von Säulen, Luc. D. Syr. 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλῐκία: Ἰων. - ίη, Δωρ. ἁλικία, ἡ (ἧλιξ) χρόνος ζωῆς, ἡλικία, Λατ. aetas, ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται, ἠδ’ ἐλεήσῃ γῆρας Ἰλ. Χ. 419∙ γηραιὸν μέρος ἁλικίας Πίνδ. Π. 4. 280∙ παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνον ὁ αὐτ. Ο. 4 ἐν τέλ.∙ τὴνδ’ ἡλ. ἀστῶν, ὅ ἐ. τὸ γῆρας αυτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 914∙ - αἰτ. ἐν ἀπολύτῳ χρήσει, κατὰ τὴν ἡλικίαν, νέος ἡλικίην Ἡρόδ. 3. 134∙ ἐτέων ἐὼν ἡλικίην πέντε καὶ λ’ ὁ αὐτ. 2. 26, πρβλ. Ξεν. Κυν. 2, 3∙ οὕτω κατὰ δοτ., ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὤν νέος Θουκ. 5. 43∙ προεληλυθώς τῇ ἡλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4∙ -ὡσαύτως, ὑπὸ τῆς ἡλικίας, ἐκ τῆς ἡλικίας, Πλάτ. Λάχ. 180D∙ αἱ δι’ ἡλικίαν ἄτοκοι ὁ αὐτ. Θεαιτ. 149C∙ οἱ ἐν τῇ αὐτῇ ἡλ. Θουκ. 1. 80∙ τὸ ἀχρεῖον τῆς ἡλ. ὁ αὐτ. 2. 44∙ ὅταν… τοῦ γεννᾶν ἐκβῶσι τὴν ἡλ. Πλάτ. Πολ. 461Β∙ πόρρω τῆς ἡλ. ὤν, προκεχωρηκὼς τὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. Γοργ. 484C∙ προήκων ἐς βαθὺ τῆς ἡλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 514, πρβλ. Πλάτ. Φαίδρ. 279Α∙ ὁ παρ’ ἡλικίαν νοῦς Μένανδ. Μονοστ. 690∙ - ἐν τῷ πληθ., ἐν ἀπάσαις ταῖς ἡλ. Πλάτ. Πολ. 412Ε, πρβλ. ἐν Νόμ. 625Β κ. ἀλλ. 2) συνήθ. ὡς τὸ ἥβη, ἡ ἀκμή, τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας, τῆς ζωῆς, ἀπὸ τοῦ 17 περίπου ἔτους μέχρι τοῦ 45, ἀνδρική ἡλικία, ἀνδρότης, ἐν ἀλικίᾳ πρώτᾳ Πίνδ. Ν. 9. 99· ἐν ἀλικίᾳ εἶναι Πλάτ. Πολ. 461Β κ. ἀλλ.· μετ᾿ ἀπαρεμφ., π.χ., στρατεύεσθαι, ἡ στρατεύσιμος ἡλικία, Ἡροδ. 1. 209, πρβλ. Δημ. 42. 9, Ἀντιφῶν 128. 16· οὕτως, ἡλικίαν ἔχειν, εἰς ἡλικίαν ἐλθεῖν Πλάτ. Εὐθυδ. 306D, Θεαιτ. 142Ε· ἡλικίαν ἔχω, μετ᾿ ἀπαρεμφ., εὑρίσκομαι ἐν τῇ καταλλήλῳ ἡλικίᾳ, ὅπως πράξω τι, Ἡρόδ. 1. 209, Πλάτ. Θεαιτ. 146Β· ἡλικίας μετέχειν Θουκ. 7. 60· οἱ ἐν ἡλικίᾳ, ἄνδρες στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ αὐτ. 8. 75, Δημ. 42. 9· ἐστρατευμένος ἁπάσας τὰς ἐν ἡλικίᾳ στρατείας Δημ. 545, 15· ἐντὸς ἡλικίας Λυσ. 195. 22· ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία, ἡ μέση, ἡ ὥριμος, Θουκ. 2. 36· ― ἐπὶ γυναικῶν, ἡ διὰ γάμον ἡλικία, Ἱππ. Κωακ. 110, Δημ. 1352. 12, Αἰσχίν. 26. 8., 27. 28· τὴν ἡλικίαν καταμεμψάμενος Ἰσαῖ. 64. 40. 3) νεανικὴ ὁρμή, νεανικὸν πάθος, ἡλικίῃ καὶ θυμῷ ἐπιτρέπειν Ἡρόδ. 3. 36, πρβλ. 7. 18. 4) ἁγνότης, παρθενία, Αἰσχίν. 26. 7. ΙΙ. = οἱ ἥλικες, οἱ ἔχοντες τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, ὁμήλικες, Λατ. juventa, ὃς ἡλικίην ἐκέκαστο ἐγχεῖ Ἰλ. Π. 808, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 145· ― ἰδίως οἱ στρατευσίμου ἠλικίας, τῆς ἡλ. ἀπούσης ἐν ταῖς ναυσί Λυσ. 195. 17, πρβλ. Θουκ. 3. 67., 8. 1, κτλ.· ὡσαύτως, ἄνθρωποι πάσης ἡλικίας, παίδων τε... καὶ πάσης ἡλ. Πλάτ. Νόμ. 959Ε. ΙΙΙ. χρόνος, ἐποχή, ταῦτα ἡλικίην ἄν εἴη κατὰ Λάϊον, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Λ., Ἡρόδ. 5. 59, πρβλ. 60, 71· ἡλικίην τετρακοσίοις ἔτεσι.. πρεσβυτέρους ὁ αὐτ. 2. 53. IV. γενεά, χρονικὴ περίοδος, Λατ. saeculum, ἐπὶ τῆς νῦν ἡλ. Ἰσοκρ. 75Ε· πρὸ τῆς ἡμετέρας ἡλ. Δείναρχ. 95. 10· εἰς τὴν νῦν ζῶσαν ἡλ. Δημ. 1392. 12· πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡλικίαις Πλούτ. Περικλ. 27. V. ἐπὶ τοῦ σώματος, ἀνάστημα, μέγεθος, διότι τοῦτο ἦτο σημεῖον πολλάκις τῆς ἡλικίας, Ἡροδ. 3. 16, Πλάτ. Εὐθυδ. 271Β, Δημ. 1024. 26· ἄνδρας ἡμισταδιαίους τὰς ἡλ. Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 10· ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ ὕψους κίονος, ὁ αὐτ. Συρ. Θ. 28.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. propr. âge, temps de la vie, d’où
1 la force de l’âge, la jeunesse : νέος ἡλικίην HDT jeune ; ἡλικίᾳ ἔτι τότε ὢν νέος THC étant alors encore jeune ; ἐν τῇ ἡλικία THC (les hommes) dans la force de l’âge ; εἰς τὴν ἡλικίαν ἀφικέσθαι PLAT être arrivé à l’adolescence ; ἐν ἡλικίᾳ γενόμενος XÉN parvenu à l’adolescence ; au sens mor. âge des passions, fougue de la jeunesse;
2 rar. la vieillesse : προεληλυθὼς τῇ ἡλικίᾳ XÉN étant avancé en âge ; ληρεῖς ὑφ’ ἡλικίας LUC l’âge (càd la vieillesse) te fait radoter;
3 âge ; au sens collect. c. ἥλικες, ceux du même âge, particul. les jeunes gens ou les hommes qui ont l’âge du service militaire;
II. p. ext. période de temps, d’où
1 âge, temps, époque : ἡλικίην κατὰ Λάϊον HDT, ἡλικία κατὰ Οἰδίπουν HDT au temps de Laïos, d’Œdipe;
2 siècle, génération : ἡ νῦν ζῶσα ἡλικία DÉM la génération présente ; πολλαῖς ἔμπροσθεν ἡλικίαις PLUT beaucoup de générations ou de siècles auparavant;
III. croissance, développement, comme signe de l’âge ; grandeur, haute stature.
Étymologie: ἡλίκος.