πρόσωπον: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> face, figure ; βλέπειν τινὰ [[εἰς]] [[πρόσωπον]] EUR regarder qqn en face ; κατὰ [[πρόσωπον]] [[ἔντευξις]] PLUT rencontre <i>ou</i> entretien face à face, un tête-à-tête ; <i>p. ext.</i> aspect, air ; <i>p. anal.</i> face <i>ou</i> front d’une armée;<br /><b>2</b> figure artificielle, <i>particul.</i> masque de théâtre ; rôle, personnage de théâtre ; personne <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὤψ]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> face, figure ; βλέπειν τινὰ [[εἰς]] [[πρόσωπον]] EUR regarder qqn en face ; κατὰ [[πρόσωπον]] [[ἔντευξις]] PLUT rencontre <i>ou</i> entretien face à face, un tête-à-tête ; <i>p. ext.</i> aspect, air ; <i>p. anal.</i> face <i>ou</i> front d’une armée;<br /><b>2</b> figure artificielle, <i>particul.</i> masque de théâtre ; rôle, personnage de théâtre ; personne <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὤψ]].
}}
{{Slater
|sltr=[[πρόσωπον]] (-ον, -ου, -ον; -α acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[face]] οὔ [[τοι]] ἅπασα [[κερδίων]] φαίνοισα [[πρόσωπον]] ἀλάθεἰ [[ἀτρεκής]] (v. l. ἀτρεκές ap. Stobaeum) (N. 5.17) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου [[ποτὶ]] Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> facade met., of the [[prelude]] to an [[ode]] ἀρχομένου δ' ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές (O. 6.3) φάει δὲ [[πρόσωπον]] ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ (P. 6.14)
}}
}}

Revision as of 14:42, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσωπον Medium diacritics: πρόσωπον Low diacritics: πρόσωπον Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΝ
Transliteration A: prósōpon Transliteration B: prosōpon Transliteration C: prosopon Beta Code: pro/swpon

English (LSJ)

τό: pl. πρόσωπα, Ep. (Aeol.acc. to Sch.Il.7.212)

   A προσώπατα Od.18.192, AP5.230 (Maced.), Opp.C.1.419, etc.; dat. προσώπασι Il.7.212: a masc. nom. πρόσωπος is cited from Pl.Com.250:— face, countenance (cf. μέτωπον), Hom., always in pl., even of a single person, Il.7.212, 18.414, Od.19.361, al. (exc. Il.18.24), and so in Hes. Op.594 (v.l. -πον), S.Fr.871.6(v.infr.), El.1277(lyr.), OC314, X.An. 2.6.11(dub.), AP9.322 (Leon.): sg. in h.Hom.10.2,31.12, and usu. in later writers; π. κλιθὲν προσώπῳ Simon.37.12; εἰς π. βλέπειν E. Hipp.280; ἐς π. τινὸς ἀφικέσθαι come before him, ib.720; π. πρός τινα στρέφειν Id.Ph.457; οὐκ ὄψεσθε τὸ π. μου LXXGe.43.3, cf. UPZ 70.5 (ii B.C.); κατὰ πρόσωπον in front, facing, Th.1.106, X.Cyr.1.6.43, etc.; τὴν κατὰ π. τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν ib.6.3.35; κατὰ π. Αἰγύπτου facing, fronting Egypt, LXX Ge.25.18; opp. κατὰ νώτου, Plb. 1.28.9; κατὰ π. ἄγειν, opp. κατὰ κέρας ὑπεραίρειν, Id.11.14.6, etc.; κατὰ π. in person, ἡ κατὰ π. ἔντευξις Plu.Caes.17; κατὰ π. παραμυθήσασθαι, opp. διὰ τοῦ ψαφίσματος, IG42(1).86.22 (Epid.); so κατὰ πρόσωπα Eudox.Ars11.21; also πρὸς τὸ π. X.Cyn.10.9; ἐπὶ προσώπου Ἰεριχώ in front of Jericho, LXX De.34.1; ἔρρ' ἐκ προσώπου Herod. 8.59; ἀπὸ π. τῆς γῆς LXXAm.9.8; βλέπειν εἰς π. τινός regard his countenance, Ev.Matt.22.16: usu. of the face of man or God, as λειτουργῶν τῷ π. Κυρίου LXX 1 Ki.2.11; οἱ ἄρτοι τοῦ π., of shewbread, ib.21.6: of the ibis, Hdt.2.76; of dogs, ἀπὸ τῶν π. φαιδραί X.Cyn.4.2; of horses, Arist.HA631a5; of deer, ib.579a2; of fish, Anaxandr. 30,33.16; face of the moon, S.Fr.871.6 (pl.), Plu.2.920b: metaph., ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα . . ἀοιδαί Pi.I.2.8.    2 front, façade, Id.P.6.14, cf. E.Ion 189 (lyr., pl.); κατὰ π. τοῦ ἱεροῦ, τῆς νεώς, PPetr.3p.2 (iii B.C.), Ach.Tat.3.1,2; τιθέναι τὰς φιάλας ἐπὶ πρόσωπον Asclep.Myrl. ap.Ath.11.501d.    II one's look, countenance, A.Ag.639,794 (anap., pl.), Eu.990 (anap., pl.), etc.; οὐ τὸ σὸν δείσας π. S.OT448: metaph., φαίνοισα π. Ἀλάθεια Pi.N.5.17.    2 Astrol., decan considered as the domain of a planet, ἐν ἰδίοις π. Vett.Val.62.21, Paul. Al.C.2.    III = προσωπεῖον, mask, D.19.287 (-εῖον is v.l.), Arist. Po.1449a36, b4, Pr.958a17, Dsc.3.144 (v.l.), Poll.2.47; π. ὑπάργυρον κατάχρυσον IG12.276.6, cf. 42(1).102.58,68 (Epid., iv B.C.), Clara Rhodos 6/7.428; ὀθόνινον π. prob. in Pl.Com.142; π. περίθετον Aristomen.5; of the Roman imagines, Plb.6.53.5; bust or portrait, Sammelb.5221, OGI432.1 (Naksh-i-Rustam, iii A.D.).    2 dramatic part, character, Phld.Rh.1.199S., Arr.Epict.1.29.45 and 57; κωφὸν π. Cic.Att.13.19.3; character in a book, τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ π. Plb.8.11.5; τὸ τοῦ Ὀδυσσέως π. Id.12.27.10, cf. Phld.Po.5.32; also ἀστοχεῖν τοῦ π., of an author, Callisth.44J.; ἐπὶ προσχήματι καὶ π. δικαστῶν Ael.Fr.168.    IV person, Phld.Rh.1.52S. (pl.); ἀδίκως μὴ κρῖνε πρόσωπον Ps.-Phoc.10; προσώπῳ, οὐ καρδίᾳ in person, in bodily presence, 1 Ep.Thess.2.17, cf. 2 Ep.Cor.5.12; ποιεῖν or πληροῦν τὸ π. τινός to represent a person, PRein.56.30 (iv A.D.), Sammelb. 6000ii 12 (vi A.D.); λαμβάνειν π. τινός admit a person to one's presence, εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου LXXMa.1.8; hence, = προσωποληπτεῖν, Ev.Luc.20.21, Ep.Gal.2.6; μὴ ἀποστρέψῃς τὸ π. μου, i.e. do not reject my prayer, LXX 3 Ki.2.20; θαυμάσαι π. ἀσεβοῦς ib.Pr.18.5; ὁ θεὸς ὁ μέγας... ὅστις οὐ θαυμάζει π. οὐδὲ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον ib.De.10.17.    2 legal personality, Bion Borysth. ap. D.L.4.46.    3 Gramm., person, D.T.638.4,A.D.Pron.3.12, etc.; γυναικεῖα π. Alex.Trall.2.    4 π. πόλεως a feature of the city, of a person, Cic.Fam.15.17.2.    5 f.l.in Zeno Stoic.1.23 (cf.Nicol.Prog.p.4 F.).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσωπον: τό· πληθ. πρόσωπα, Ἐπικ. προσώπατα Ὀδ. Σ. 192, Ὀππ., κλπ.· δοτικ. προσώπασι Ἰλ. Η. 212, πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 176· ὀνομαστική τις ἀρσεν. πρόσωπος μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. τοῦ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 39, ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1, σ. 173: (ὤψ). Ὡς καὶ νῦν, πρόσωπον, ὄψις (πρβλ. μέτωπον), παρ’ Ὁμ. ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., ἔτι καὶ ἐπὶ ἑνὸς ἀνθρώπου πλὴν ἐν Ἰλ. Σ. 24· ἀλλ’ ἐν τοῖς ὕμνοις καὶ παρ’ Ἡσιόδῳ ὁ ἑνικὸς ἐπικρατεῖ, ὡς καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα· ἡ Ὁμηρικὴ χρῆσις ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 713, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 11, Ἀνθ. Π. 9. 322, ἴδε Κόντου Γραμματ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σελ. 35 κἑξ.· - φαίνειν πρόσωπον, δεικνύειν τὸ πρόσωπον, Πινδ. Ν. 5. 31· βλέπειν τινὰ εἰς πρ. Εὐρ. Ἱππ. 280· ἐς πρ. τινος ἀφικέσθαι, ἐνώπιον αὐτοῦ, αὐτόθι 720· πρ. στρέφειν πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 457· -κατὰ πρ., μὲ τὸ πρόσωπον ἐστραμμένον κατέναντι, Θουκ. 1. 106, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43, κτλ.· τὴν κατὰ πρ. τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν αὐτόθι 6. 3, 35· κατὰ πρ. Αἰγύπτου, ἔναντι Αἰγύπτου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 18)· ἀντίθετον τῷ κατὰ νώτου, Πολύβ. 1. 28, 9· κατὰ πρ. ἄγειν, ἀντίθετ. τῷ ἐπὶ ἢ κατὰ κέρας ὁ αὐτ. 11. 14, 6, κτλ.· ἡ κατὰ πρ. ἔντευξις, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, tête-à-tête, Πλουτ. Καῖσ. 17· ὡσαύτως, πρὸς τὸ πρ. Ξεν. Κυν. 10, 9· βλέπειν εἰς πρ. τινος Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 16· οὕτω, λαμβάνειν πρ. τινος, = προσωποληπτεῖν τινα, Λουκ. κ΄, 21, Ἐπιστ. πρ. Γαλ. β΄, 6. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀνθ’ οὗ ἐπὶ ζῴων ἦν ἐν χρήσει ἡ λέξις προτομή· ἀλλ’ ὁ Ἡρόδ., 2. 76, ἔχει τὴν λέξιν πρόσωπον ἐπὶ τῆς ἴβιος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 6., 9. 47, 2· ὡσαύτως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 2· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 2· ἐπὶ ἐλάφων, αὐτόθι 6. 29, 6: - ἡ ὄψις τῆς σελήνης, Σοφ. Ἀποσπ. 713· - μεταφορ., ἀρχομένου δ’ ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, ἤτοι τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ ἐπίσημον» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 4, πρβλ. Ι. 2. 13. 2) τὸ πρόσθεν μέρος παντὸς πράγματος, κατὰ πρ. τῆς νηὸς Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 1, 2· ἐπὶ πρόσωπον τιθέναι τὰς φιάλας Ἀσκληπιάδης ὁ Μυρλεανὸς παρ’ Ἀθην. 501D. ΙΙ. ἡ ὄψις, ἡ μορφή, ἡ φυσιογνωμία τινός, Λατ. vultus, Αἰσχύλ. Ἀγ. 639, 794, κτλ.· οὐ τὸ σὸν δείσας πρ., πρβλ. τὸ τοῦ Ὀρατίου vultus instantis tyranni, Σοφ. Ο. Τ. 448· καθόλου πρόσωπον, μορφή, Σιμωνίδ. 44 (50). 12, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ν. 5. 16. ΙΙΙ. = προσωπεῖον, προσωπίς, Δημ. 433· 22 (ἔν τισιν Ἀντιγράφοις φέρεται προσωπεῖον), Ἀριστ. Ποιητ. 5, 2 καὶ 4, Προβλ. 31. 7, 5, Πολυβ. Β΄, 47, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 990· πρβλ. πρ. ὑπάργυρον κατὰ χρυσὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7· ὀθόνινον πρ. (οὕτως ὁ Hoeschel ἀντὶ ὀθόνιον) Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 9· πρ. περίθετον Ἀριστομ. ἐν «Γόησιν» 1. 2) πρόσωπον δράματος, χαρακτήρ, Λατιν. persona, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 45 καὶ 57, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. εὐθυδικία. - Περὶ τῶν προσωπείων τῶν ἀρχαίων ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξει πρόσωπονπροσωπεῖον. 3) ὡς τὸ πρόσχημα ΙΙ. Λατ. forma, Πινδ. Π. 6. 14, πρβλ. Ι. 2. 13. IV. ἄνθρωπος, Πολύβ. 8. 13, 5., 12. 27, 10, Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀδίκως μὴ κρῖνε πρόσωπον Ψευδο-Φωκυλ. 8· προσώπῳ, οὐ καρδίᾳ, ἐν προσωπικῇ παρουσίᾳ, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 17, πρβλ. Β΄πρ. Κορ. ε΄, 12· - περὶ τῆς ἐκκλησιαστ. σημασίας ἴδε Ἰακωψ. Patr. Ap. σ. 6, Suicer ἐν λέξ. 2) ὡσαύτως παρὰ τοῖς γραμματ., πρόσωπον ὡς παρεπόμενον ῥημάτων καὶ ἀντωνυμιῶν. V. οἱ ἄρτοι τοῦ προσώπου = οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως Ἑβδομ. (Α΄Βασιλ. ΚΑ΄, 6)· - ἐκ προσώπου τῆς Ρωμαίων Ἐκκλησίας παρὰ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρωμαίων, ὡς ἀντιπρόσωπος αὐτῆς, Εὐσ. ΙΙ. 293C. = τῷ Λατ. persona = ὑπόστασις, Ἱππόλ. 821Α, Ἀθαν. ΙΙ. 729Β, Βασίλ. ΙΙΙ, 601Α,C, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 face, figure ; βλέπειν τινὰ εἰς πρόσωπον EUR regarder qqn en face ; κατὰ πρόσωπον ἔντευξις PLUT rencontre ou entretien face à face, un tête-à-tête ; p. ext. aspect, air ; p. anal. face ou front d’une armée;
2 figure artificielle, particul. masque de théâtre ; rôle, personnage de théâtre ; personne en gén.
Étymologie: πρός, ὤψ.

English (Slater)

πρόσωπον (-ον, -ου, -ον; -α acc.)
   a face οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές ap. Stobaeum) (N. 5.17) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8)
   b facade met., of the prelude to an ode ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές (O. 6.3) φάει δὲ πρόσωπον ἐν καθαρῷ νίκαν Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς ἀπαγγελεῖ (P. 6.14)