παιδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(strοng)
(T21)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[παῖς]]; to [[train]] up a [[child]], i.e. [[educate]], or (by [[implication]]), [[discipline]] (by [[punishment]]): [[chasten]](-ise), [[instruct]], [[learn]], [[teach]].
|strgr=from [[παῖς]]; to [[train]] up a [[child]], i.e. [[educate]], or (by [[implication]]), [[discipline]] (by [[punishment]]): [[chasten]](-ise), [[instruct]], [[learn]], [[teach]].
}}
{{Thayer
|txtha=[[imperfect]] ἐπαίδευον; 1st aorist participle παιδεύσας; [[passive]], [[present]] παιδεύομαι; I aorist ἐπαιδεύθην; [[perfect]] participle πεπαιδευμένος; ([[παῖς]]); Sept for יָסַר;<br /><b class="num">1.</b> as in classical Greek, [[properly]], to [[train]] children: τινα [[with]] a dative of the [[thing]] in [[which]] [[one]] is instructed, in [[passive]], [[σοφία]] (Winer's Grammar, 221 (213) n.), R G L WH (cf. Buttmann, § 134,6) (γράμμασιν, Josephus, contra Apion 1,4at the [[end]]); ἐν [[σοφία]], ibid. T Tr; τινα [[κατά]] ἀκρίβειαν, in [[passive]], to be instructed or taught, to [[learn]]: followed by an infinitive, to [[cause]] [[one]] to [[learn]]: followed by [[ἵνα]], to [[chastise]];<br /><b class="num">a.</b> to [[chastise]] or [[castigate]] [[with]] words, to [[correct]]: of those [[who]] are moulding the [[character]] of others by [[reproof]] and [[admonition]], τινα παιδεύειν καί ῥυθμίζειν λόγῳ, Aelian v. h. 1,34).<br /><b class="num">b.</b> in Biblical and ecclesiastical [[use]] employed of God, to [[chasten]] by the [[infliction]] of evils and calamities (cf. Winer's Grammar, § 2,1b.): to [[chastise]] [[with]] blows, to [[scourge]]: of a [[father]] punishing a Song of Solomon , Deuteronomy 22:18)).
}}
}}

Revision as of 18:03, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδεύω Medium diacritics: παιδεύω Low diacritics: παιδεύω Capitals: ΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: paideúō Transliteration B: paideuō Transliteration C: paideyo Beta Code: paideu/w

English (LSJ)

fut. -σω: aor. ἐπαίδευσα: pf. πεπαίδευκα:—Med., fut.

   A παιδεύσομαι E.Fr.1068: aor. ἐπαιδευσάμην Pl.R.546b:—Pass., fut. παιδευθήσομαι ib.376c; παιδεύσομαι (in pass. sense) Id.Cri.54a: aor. ἐπαιδεύθην S.OC562, Pl. Mx.236a, etc.: pf. πεπαίδευμαι X.Cyr.5.2.17, Pl.Lg.920a, etc.: (παῖς):—bring up or rear a child, λευκὸν αὐτὴν . . ἐπαίδευσεν γάλα S.Fr. 648:—Pass., ἐπαιδεύθην ξένος Id.OC562; Ἅιδου δ' ἐν δόμοις παιδεύεται E.Ion953: but mostly,    II opp.τρέφω or ἐκτρέφω (Pl.Cri.54a, al.), train and teach, educate, παῖδας, etc., S.Tr.451, E.Supp.917; τοὺς νέους Pl.Ap.24e, etc.; κάκιστον ἡ εὐπετείη παιδεῦσαι τὴν νεότητα Democr. 178; οἱ πεπαιδευμένοι educated, cultured persons, opp. ἀυαθεῖς, Id.185; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν . . ὁ ποιητής Pl.R.606e; also, of animals, train, X.Eq.10.6 (Pass.), v. infr.:—Constr.: π. τινά τινι educate in or by... παιδείᾳ πεπαιδευμένους Pl.Lg.741a; μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινάς Id.R.430a; ἔθεσι τοὺς φύλακας ib.522a; π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Lys.2.3, etc.; ἐν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ, Isoc.4.82, 12.138; ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ Pl.Cri.50e; π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινά, Id.Grg.519e, X.Mem. 2.1.17 (Pass.); πεπαιδευμένον πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι, Pl. R.492e, X.Mem.1.2.1 (Pass.); πρὸς τὴν πολιτείαν βλέποντας Arist. Pol.1260b15; ἐπ' ἀρετήν X.Cyn.13.3 (Pass.); περὶ βύρσας Id.Ap.29, etc.: c. dupl. acc., π. τινά τι teach one a thing, Antipho 3.2.3, Pl.R. 414d; ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε Aeschin.3.148: c. acc. rei only, teach a thing, Arist.Pol.1337b23: c. acc. et inf., π. τινὰ κιθαρίζειν Hdt.1.155: with predicative Adj. or Subst., π. τινὰ κακόν S.OC919; γυναῖκας σώφρονας π. E.Andr.601:—in Pass., c. acc. rei, to be taught a thing, παιδεύεσθαι τέχνην Pl.Lg.695a, al.; ἀκούσματα Men.Kith.Fr.5: c. acc. cogn. (attracted), ἀπὸ παιδεύσιος τῆς ἐπεπαίδευτο Hdt.4.78: c. inf., π. ἄρχειν X.Mem.2.1.3; ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι . . ὥστε ὑπηρετεῖν Id.Cyr.1.6.39 (in later Gr., of things, ἡ ὕλη παιδεύεται φέρεσθαι . . Pall.in Hp.2.106 D.); ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π. to be educated only in what is indispensable, Th.1.84: esp. in pf. part. Pass. πεπαιδευμένος, educated, trained, expert, X.Cyr.5.2.17; opp. ἀπαίδευτος, Pl.Lg.654d; ἱκανῶς π. ib.b; φαυλοτέρως π. δικασταί ib.876d; opp. δημιουργός, Id.Amat.135d; ἰατρὸς ὅ τε δημιουργὸς καὶ ὁ ἀρχιτεκτονικός, καὶ τρίτος ὁ π. περὶ τὴν τέχνην Arist.Pol.1282a4; π. also, well-bred, Id.EN1128a21:—Med., to have any one taught, cause him to be educated, E.Fr.1068; οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε educated as leaders, Pl.R.546b: c. acc. cogn., πολλὰ ἃ ἐκεῖνος αὐτὸν ἐπαιδεύσατο Id.Men.93d:—also in Act. in this sense, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε had him educated in the house of Ariphron, Id.Prt.320a, cf. Cri.50e: c. acc. cogn., Id.Men.93e; of animals, cause to be trained, Nausicr.2.8 (whereas Med. is sts. used like Act., τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι educating nurture, i.e. education, E.IA561(lyr.)).    2 abs., give instruction, teach, Isoc.15.226.    III correct, discipline, τοὐμὸν ἦθος π. νοεῖς S. Aj.595; διαίτῃ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα X.Mem.1.3.5; ὕβρις πεπαιδευμένη chastened (i.e. well-bred) insolence, Aristotle's definition of εὐτραπελία, Rh.1389b11.    2 chastise, punish, LXX Ho.7.12, Ev.Luc.23.16, al.

German (Pape)

[Seite 440] ein Kind erziehen und unterrichten; παῖδας εὖ παιδεύετε, Eur. Suppl. 917; κώμοις παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον, Cycl. 490; ἵνα αὐτοὺς ἐκθρέψῃς καὶ παιδεύσῃς, Plat. Crit. 54 a, öfter; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτοςποιητής, Rep. X, 606 e; auch mit doppeltem acc. ἃ ἡμεῖς αὐτοὺς ἐτρέφομέν τε καὶ ἐπαιδεύομεν, III, 414 d; pass., μουσικὴν ὑπὸ Λάμπρου παιδευθείς, wie διδάσκω, Menex. 236 a; auch καίτοι σε Θῆβαί γ' οὐκ ἐπαίδευσαν κακόν, Soph. O. C. 919; εἰ μὴ γυναῖκας σώφρονας παιδεύετε, zu besonnenen, mäßigen, so daß sie mäßig sind, Eur. Andr. 601; u. mit dem inf., παιδεύω σε στρατηγεῖν, ich erziehe oder unterrichte dich dazu, Feldherr, Heerführer zu sein, Xen. Cyr. 1, 6, 12; πεπαίδευται καρτερεῖν πρὸς τὸ ῥῖγος, Mem. 2, 3, 13; – παιδεύειν ἐς τέχνην, zu einer Kunst anleiten, erziehen, ib. 2, 1, 17; Plat. Gorg. 519 e; ἦθος πρὸς ἀρετὴν πεπαιδευμένον, Rep. VI, 492 e, vgl. Prot. 342 d (πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι Xen. Mem. 1, 2, 1); gew. μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ, Rep. IV, 430 a; ἐν ἤθεσι, Isocr. 4, 82; ἐπαιδεύθη ἐν Περσῶν νόμοις, Xen. Cyr. 1, 2, 2; ἐν ᾑ παιδείᾳ καὶ σὺ ἐπαιδεύθης, Plat. Crit. 50 d; ἐπ' ἀρετήν, Xen. Cyn. 13, 3; – ὁ πεπαιδευμένος, der Gelehrte, Gebildete, Xen. oft, übh. der mit einer Sache Vertraute, Kundige, im Ggstz des ἀπαίδευτος und ἰδιώτης. – Das med., für sich erziehen, Plat. Rep. VIII, 546 b Menex. 238 b, unterrichten lassen.

Greek (Liddell-Scott)

παιδεύω: μέλλ. -σω: ἀόρ. ἐπαίδευσα: πρκμ. πεπαίδευκα. - Μέσ., μέλλ. παιδεύσομαι Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 38: ἀόρ. ἐπαιδευσάμην Πλάτ. Πολ. 546Β˙ - Παθ., μέλλ. παιδευθήσομαι αὐτόθι 376C, ὡσαύτως παιδεύσομαι (ἐπὶ παθητ. σημασίας) ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 54Α: ἀόρ. ἐπαιδεύθην Σοφ. Ο. Κ. 562, Πλάτ. κτλ.: πρκμ. πεπαίδευμαι Ξενοφ., κτλ.˙ (παῖς). Ἀνατρέφω, λευκὸν αὐτὴν .. ἐπαίδευσεν γάλα Σοφ. Ἀποσπ. 433, πρβλ. παιδεία ἐν ἀρχ.˙ - ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. ἀντίθετον τοῦ τρέφωἐκτρέφω (Πλάτ. Κρίτων 54Α, κ. ἀλλ.), ἀνατρέφω καὶ διδάσκω, παῖδας, κτλ., Σοφ. Τρ. 451, Εὐρ., Πλάτ., κτλ., τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ... ὁ ποιητὴς Πλάτ. Πολ. 606Ε˙ ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ἀνατρέφω, ἀσκῶ, ὡς τὸ διδάσκω, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 3, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 6, κτλ. - Σύνταξις: π. τινά τινι, παιδείᾳ παιδεύειν τινὰ Πλάτ. Νόμ. 741˙ μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430Α˙ ἔθεσι αὐτόθι 522Α˙ - π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Λυσίας 190. 33, κλ.˙ ἔν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ Ἰσοκρ. 57Α, 261C ἐν μουσικῇ Πλάτ. Κρίτων 50D - ὡσαύτως, π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 519Ε, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 17˙ πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 492Ε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1˙ ἐπ’ ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 13. 3˙ περὶ τέχνην τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 29, κτλ.˙ - μετὰ διπλῆς αἰτ., π. τινά τι, διδάσκω τινά τι, Ἀντιφῶν 121. 23, Πλάτ. Πολ. 414D, Αἰσχίν. 74. 37· καὶ οὕτω μόνον μετ’ αἰτ. πράγμ., διδάσκω τι, Ἀριστ. Πολιτικλ 8. 3, 1. - μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., π. τινὰ καθαρίζειν Ἡρόδ. 1. 155· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., π. τινὰ κακὸν [[[εἶναι]]] Σοφοκλ. Ο. Κ. 919· π. γυναῖκας σώφρονας [[[εἶναι]]] Εὐρ. Ἀνδρ. 601· οὕτως ἐν τῷ παθ. μετ’ αἰτ. πράγμ., διδάσκομαι τι πρᾶγμα, παιδεύεσθαι τέχνην Πλάτ. Νόμ. 695Α, κ. ἀλλ.· ἀκούσματα Μένανδρος ἐν «Κιθαριστῇ» 6· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., παίδευσιν π. Ἡρόδ. 4. 78· μετ’ ἀπαρ., π. ἄρχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 3· ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι.. ὥστε ὑπηρετεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 39· ὡσαύτως, οἶδα.. ὡς ἐπαιδεύθην κακὸς (ἐξυπ. εἶναι) Σοφ. Ο. Κ. 562· - ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π., διδάσκομαι μόνον τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα, Θουκ. 1. 84· - ἀπολ., ὁ πεπαιδευμένος, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπαίδευτος, Πλάτ. Νόμ. 654Β, D, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ ἀνθρώπου ἐντριβοῦς εἰς τὰς ἐπιστήμας ἢ τέχνας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπαίδευτοςἰδιώτης, αὐτόθι 876D, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· ὡσαύτως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δημιουργός, Πλάτ. Ἀντεραστ. 135D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11. 11· - Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ διδαχθῇ τις ἢ ἐκπαιδευθῇ (πρβλ. διδάσκω Ι), Εὐρ. Ἀποσπ. 1053, Πλάτ. Μένων 93D· οὓς ἡγεμόνας πόλεως [[[εἶναι]]] ἐπαιδεύσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Β· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε, τὸν εἶχε καὶ ἐξεπαιδεύετο ἐν τῇ οἰκίᾳ, Πλάτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Κρίτωνα 50D, Μένωνα 93Ε (ἂν καὶ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει τὸ μέσ.)· καὶ τὸ μέσ. ἐνίοτε κεῖται παραπλησίως ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ. ἐν Εὐρ. Ι. Α. 562, τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι, ἐκπαιδεύουσα ἀνατροφή, δηλ. ἐκπαίδευσις· καὶ τὸ ἐνεργ. ὡς τὸ ἐνεργ. ὡς τὸ μέσ., Πλάτ. Πρωτ. 319Ε, 320Α, πρβλ. Μένωνα 93D καὶ Ε, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2. 3. 2) ἀπολ., διδάσκω, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 226. ΙΙΙ. διορθώνω, σωφρονίζω, τοὐμὸν ἦθος π. δοκεῖς Σοφ. Αἴ. 595· τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα π. διαίτῃ τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5· - ὕβρις πεπαιδευμένη, αὐθάδεια κολαζομένη ὡς ὁ Ἀριστ. ὁρίζει τὴν εὐτραπελίαν, ἡ γὰρ εὐτραπελία πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστὶ Ρητ. 2. 12, 16. 2) τιμωρῶ, κολάζω, Ἑβδ. (Ωσηὲ ζ΄, 12, κ. ἀλλ.), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 16, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.

French (Bailly abrégé)

élever, instruire, former : τινά qqn (un enfant, etc.) ; π. τινὰ κακόν SOPH faire de qqn un méchant homme par l’éducation ; ἐν παιδείᾳ π. τινά PLAT donner à qqn une éducation en qch ; παιδεύειν τινὰ ἤθεσι ou ἔθεσι PLAT donner à qqn par l’éducation certaines mœurs, certaines habitudes, former le caractère de qqn ; π. τινὰ περὶ τέχνην XÉN, εἰς τέχνην XÉN élever qqn dans un art, le former à un art ; πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι XÉN habituer qqn à une vie modeste ; π. τινά τι apprendre qch à qqn ; παιδεύειν τινά avec l’inf. : enseigner à qqn à ; en gén. παιδεύειν τινά instruire qqn, faire l’instruction de qqn ; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα π. διαίτῃ τινί XÉN former l’âme et le corps à une certain genre de vie ; en parl. des animaux élever, former, dresser;
Moy. παιδεύομαι élever pour soi : τινα qqn.
Étymologie: παῖς.

English (Slater)

παιδεύω
   1 teach οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.

English (Strong)

from παῖς; to train up a child, i.e. educate, or (by implication), discipline (by punishment): chasten(-ise), instruct, learn, teach.

English (Thayer)

imperfect ἐπαίδευον; 1st aorist participle παιδεύσας; passive, present παιδεύομαι; I aorist ἐπαιδεύθην; perfect participle πεπαιδευμένος; (παῖς); Sept for יָסַר;
1. as in classical Greek, properly, to train children: τινα with a dative of the thing in which one is instructed, in passive, σοφία (Winer's Grammar, 221 (213) n.), R G L WH (cf. Buttmann, § 134,6) (γράμμασιν, Josephus, contra Apion 1,4at the end); ἐν σοφία, ibid. T Tr; τινα κατά ἀκρίβειαν, in passive, to be instructed or taught, to learn: followed by an infinitive, to cause one to learn: followed by ἵνα, to chastise;
a. to chastise or castigate with words, to correct: of those who are moulding the character of others by reproof and admonition, τινα παιδεύειν καί ῥυθμίζειν λόγῳ, Aelian v. h. 1,34).
b. in Biblical and ecclesiastical use employed of God, to chasten by the infliction of evils and calamities (cf. Winer's Grammar, § 2,1b.): to chastise with blows, to scourge: of a father punishing a Song of Solomon , Deuteronomy 22:18)).