μαραίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(strοng)
(T22)
Line 18: Line 18:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=of [[uncertain]] [[affinity]]; to [[extinguish]] (as [[fire]]), i.e. ([[figuratively]] and [[passively]]) to [[pass]] [[away]]: [[fade]] [[away]].
|strgr=of [[uncertain]] [[affinity]]; to [[extinguish]] (as [[fire]]), i.e. ([[figuratively]] and [[passively]]) to [[pass]] [[away]]: [[fade]] [[away]].
}}
{{Thayer
|txtha=1future [[passive]] μαρανθήσομαι; from [[Homer]], Iliad 9,212; 23,228 on; to [[extinguish]] (a [[flame]], [[fire]], [[light]], etc.); to [[render]] [[arid]], [[make]] to [[waste]] [[away]], [[cause]] to [[wither]]; [[passive]] to [[wither]], wilt, [[dry]] up (to [[waste]] [[away]], [[consume]] [[away]], [[perish]] (νόσῳ, [[Euripides]], Alc. 203; τῷ λιμῷ, Josephus, b. j. 6,5, 1); equivalent to to [[have]] a [[miserable]] [[end]]: Buttmann, 52 (46)).
}}
}}

Revision as of 18:10, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰραίνω Medium diacritics: μαραίνω Low diacritics: μαραίνω Capitals: ΜΑΡΑΙΝΩ
Transliteration A: maraínō Transliteration B: marainō Transliteration C: maraino Beta Code: marai/nw

English (LSJ)

fut.

   A μᾰρᾰνῶ Orph.Fr.262, Epigr.Gr.854 (Delos): aor.1 ἐμάρᾱνα h.Merc.140, S.OT1328, etc.:—Med., aor. ἐμᾰρηνάμην (v. infr.):—Pass., fut. μᾰρανθήσομαι Ep.Jac.1.11, Gal.7.691: aor. ἐμᾰράνθην Il.9.212, Lyc.1231, etc.: pf. μεμάρασμαι Dsc.1.99, Luc.Anach. 25, μεμάραμαι (leg. -αμμ-) v.l. in Dsc. l.c., Plu.Pomp.31: 3sg. plpf. μεμάραντο Q.S.9.371:—quench fire, ἀνθρακιήν h.Merc.l.c.:—Pass., die away, go slowly out, of fire, φλὸξ ἐμαράνθη Il.l.c.; πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο 23.228, cf. AP5.4 (Stat. Flacc.): distd. from σβέννυσθαι as that which goes out of itself, Arist.Cael.305a11; of rays of light, Arat.862.    II later, in various senses, ὄψεις μ. quench the orbs of sight, S.l.c.; esp. waste, wither, [νόσος] μαραίνει με A.Pr.597 (lyr.); γῆρας ἁμὲ μαραῖνον ταριχεύει Sophr.54; κάλλος ἢ χρόνος ἀνάλωσεν ἢ νόσος ἐμάρανε Isoc.1.6; μάραινε [αὐτὸν] διώγμασι A.Eu.139; πίνος πλευρὰν μ. S.OC1260; πάνθ' ὁ μέγας χρόνος μ. Id.Aj.714 (lyr.), Philem.240; ἀδικία φθείρει [τὴν ψυχὴν] καὶ μ. Pl.R.609d:—Med., νέους ἐμαρήνατο δαίμων IG5(1).1355 (Abia):—Pass., waste away, καμάτοισι (v.l. ὑπὸ νούσοις) Emp.[156.3]; νόσῳ E.Alc.203; τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο Th.2.49, cf. Pl.Plt.270e; but also of a tumour, disappear, Hp.Epid.7.84; αἷμα . . μαραίνεται χερός blood dies away from my hand, A.Eu.280; of a river, dry up, Hdt.2.24; μ. ἡ κίνησις Arist. Pr.901a26; of a musical sound, die away, ib.921b15; τὸ νοεῖν μ. Id.de An.408b24; of winds and waves, abate, Plu.Pyrrh.15, Mar.37; of wine, lose its strength, Id.2.692d; κῦδος μαρανθέν Lyc.1231, cf. 1127; μ. ἀκμή, δύναμις, Plu.Fab.2, Caes.3; τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ὀργῶν μεμαρασμένων Porph.Abst.3.26. (Perh. cf. Lat. morbus; signf. 11 may be the earlier in origin.)

Greek (Liddell-Scott)

μᾰραίνω: μέλλ. μᾰρᾰνῶ Ἀνθ. Π. παράρτημα 149: ἀόρ. α΄ ἐμάρᾱνα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 140, Σοφ., κτλ.· - Μέσ., ἀόρ. ἐμαρηνάμην, ἴδε κατωτ. - Παθ., μέλλ. μαρανθήσομαι Γαλην., Καιν. Διαθ.: ἀόρ. ἐμᾰράνθην Ἰλ., καὶ παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις: πρκμ. μεμάρασμαι Λουκ. Ἀνάχ. 25· ἀλλὰ μεμάραμμαι παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 43, Πλουτ. Πομπ. 31· γ΄ ἑνικ. ὑπερσ. μεμάραντο Κόϊντ. Σμ. 9. 371. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. μόρτος). Κυρίως, σβεννύω, σβύννω πῦρ, ἀνθρακιήν Ὁμ. Ὕμν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐκλείπω, σβύννομαι κατὰ μικρόν, ἐπὶ τοῦ πυρός, φλὸξ ἐμαράνθη Ἰλ. Ι. 212· πυρκαϊὴ ἐμαραίνετο Ψ. 228, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 5, κ. ἀλλ.· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ σβέννυμαι, ἐν Ἀριστ. π. Οὐραν. 3. 6, 4. II. ἀκολούθως, ἐπὶ διαφόρων σχέσεων, πῶς ἔτλης τοιαῦτα σὰς ὄψεις μαρᾶναι; πῶς εἰμπόρεσες κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον νὰ σβύσῃς τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν σου; Σοφ. Ο. Τ. 1328· νόσος μαραίνει με, μὲ κάμνει νὰ ἐκλείπω, μὲ ἀφανίζει, μὲ «μαραίνει», Αἰσχύλ. Πρ. 597· κάλλοςχρόνος ἀνήλωσεν ἢ νόσος ἐμάρανε Ἰσοκρ. 2Β· μάραινε [αὐτὸν] διώγμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 139· οὕτως, ἐπὶ ἀμελίας, πίνος πλευρὰν μ. Σοφ. Ο. Κ. 1260· ἐπὶ χρόνου, πάνθ’ ὁ μέγας χρόνος μ. ὁ οὐτ. ἐν Αἴ. 714· ἀδικία φθείρει [τὴν ψυχὴν] καὶ μ. Πλάτ. Πολ. 609D· - Μέσ., νέους ἐμαρήνατο δαίμων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 478. 3. - Παθ., ἐκλείπω, φθείρομαι, ξηραίνομαι, ἀποθνήσκω, Λατ. marcescere, καμάτοισι Ἐμπεδ. 475· νόσῳ Εὐρ. Ἀλκ. 203· τὸ σῶμα οὐκ ἐμαραίνετο Θουκ. 2. 49· αἷμα... μαραίνεται χερός, τὸ αἷμα ἐκλείπει ἐκ τῆς..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 280· ἐπὶ ποταμοῦ, ξηραίνομαι, «στεγνώνω», Ἡρόδ. 2. 24· μ. ἡ κίνησις Ἀριστ. Προβλ. 11. 20· ἐπὶ ἤχου μουσικοῦ, αὐτόθι 19. 42, 1· τὸ νοεῖν μ. ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 1. 4, 14· ἐπὶ ἀνέμων καὶ κυμάτων, κοπάζω, ἡσυχάζω, Πλουτ. Πύρρος 15, Μάρ. 37· ἐπὶ οἴνου, χάνω τὴν δύναμίν μου, ὁ αὐτ. 2. 692C· οὕτω, μ. ἀκμή, ῥώμη, δύναμις, λύπη ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 2. κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. μαρανῶ, ao. ἐμάρανα, pf. inus. ; Pass. ao. ἐμαράνθην, pf. μεμάραμμαι ou μεμάρασμαι;
consumer, détruire ; Pass. se consumer ; se flétrir.
Étymologie: R. Mαρ, se consumer, se flétrir ; cf. lat. morior, marceo.

English (Strong)

of uncertain affinity; to extinguish (as fire), i.e. (figuratively and passively) to pass away: fade away.

English (Thayer)

1future passive μαρανθήσομαι; from Homer, Iliad 9,212; 23,228 on; to extinguish (a flame, fire, light, etc.); to render arid, make to waste away, cause to wither; passive to wither, wilt, dry up (to waste away, consume away, perish (νόσῳ, Euripides, Alc. 203; τῷ λιμῷ, Josephus, b. j. 6,5, 1); equivalent to to have a miserable end: Buttmann, 52 (46)).