κοπάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(21)
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kopazo
|Transliteration C=kopazo
|Beta Code=kopa/zw
|Beta Code=kopa/zw
|Definition=aor. <b class="b3">ἐκόπασα</b> (v. infr.): pf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κεκόπακα Hsch.:—<b class="b2">grow weary</b>, τοῦ πολέμου <span class="bibl">LXX <span class="title">Jo.</span>14.15</span>; <b class="b3">τοῦ θυμοῦ</b> ib.<span class="bibl"><span class="title">Es.</span>2.1</span>; of an abnormal pulsation, <b class="b2">abate</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.2</span>; esp. of natural phenomena, <b class="b3">ἐκόπασε</b> (sc. <b class="b3">ὁ ἄνεμος</b>) <span class="bibl">Hdt.7.191</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>14.32</span>; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>935a18</span>; ἐκόπασε τὸ πῦρ <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>11.2</span>; of heat, <span class="bibl">Longus 1.8</span>.</span>
|Definition=aor. ἐκόπασα (v. infr.): pf. κεκόπακα [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—[[grow weary]], τοῦ πολέμου [[LXX]] ''Jo.''14.15; <b class="b3">τοῦ θυμοῦ</b> ib.''Es.''2.1; of an abnormal pulsation, [[abate]], Hp.''Epid.''7.2; especially of natural phenomena, [[ἐκόπασε]] (''[[sc.]]'' <b class="b3">ὁ ἄνεμος</b>) [[Herodotus|Hdt.]]7.191, cf. ''Ev.Matt.''14.32; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.''Pr.''935a18; ἐκόπασε τὸ πῦρ [[LXX]] ''Nu.''11.2; of heat, Longus 1.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1482.png Seite 1482]] müde werden u. <b class="b2">dah. nachlassen</b>, sich legen; [[ἄνεμος]] ἐκόπασε Her. 7, 191; vom Wasser eines Sees, <b class="b2">fallen</b>, Arist. probl. 23, 34; κοπάσαντος τοῦ καύματος, als sich die Sonnenhitze gelegt hatte, Long. 1, 8; öfter bei Sp., wie N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1482.png Seite 1482]] müde werden u. <b class="b2">dah. nachlassen</b>, sich legen; [[ἄνεμος]] ἐκόπασε Her. 7, 191; vom Wasser eines Sees, [[fallen]], Arist. probl. 23, 34; κοπάσαντος τοῦ καύματος, als sich die Sonnenhitze gelegt hatte, Long. 1, 8; öfter bei Sp., wie [[NT|N.T.]]
}}
{{ls
|lstext='''κοπάζω''': μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, [[ἀποκάμνω]]· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ [[ἄνεμος]]) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· [[οὕτως]] ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]].
|btext=être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.<br />'''Étymologie:''' [[κόπος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοπάζω [κόπος] moe worden, verminderen:; αὐτος ἐθέλων ἐκόπασε hij (de storm) is vanzelf gaan liggen Hdt. 7.191.2; geneesk. van de polsslag.
}}
{{elru
|elrutext='''κοπάζω:'''<br /><b class="num">1</b> досл. уставать, перен. утихать, униматься (ἐκόπασε ὁ [[ἄνεμος]] Her., NT);<br /><b class="num">2</b> [[опускаться]], [[убывать]], [[падать]] ([[ὅταν]] ἡ [[λίμνη]] ἢ κοπάσῃ ἢ ξερὰ γένηται Arst.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist ἐκόπασα; ([[κόπος]]); [[properly]], to [[grow]] [[weary]] or [[tired]]; [[hence]] to [[cease]] from [[violence]], [[cease]] [[raging]]: ὁ [[ἄνεμος]] ([[Herodotus]] 7,191), [[Philo]], somn. 2:35).)  
|txtha=1st aorist ἐκόπασα; ([[κόπος]]); [[properly]], to [[grow]] [[weary]] or [[tired]]; [[hence]] to [[cease]] from [[violence]], [[cease]] [[raging]]: ὁ [[ἄνεμος]] ([[Herodotus]] 7,191), [[Philo]], somn. 2:35).)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[κοπάζω]]) [[κόπος]]<br />[[καταπαύω]], [[λιγοστεύω]], [[ησυχάζω]], [[εξασθενώ]], [[ξεθυμαίνω]] (α. «κόπασε λίγο ο [[αέρας]] και [[έτσι]] μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο [[θυμός]] του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η [[πυρκαγιά]]» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῡ πολέμου», ΠΔ<br />ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ<br />στ. «κοπάσαντος τοῡ καύματος», Λογγ.).
|mltxt=(ΑM [[κοπάζω]]) [[κόπος]]<br />[[καταπαύω]], [[λιγοστεύω]], [[ησυχάζω]], [[εξασθενώ]], [[ξεθυμαίνω]] (α. «κόπασε λίγο ο [[αέρας]] και [[έτσι]] μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο [[θυμός]] του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η [[πυρκαγιά]]» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῦ πολέμου», ΠΔ<br />ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ<br />στ. «κοπάσαντος τοῦ καύματος», Λογγ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοπάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αποδυναμώνομαι, [[εξασθενώ]], εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, [[κοπάζω]], [[καταλαγιάζω]], σε Ηρόδ., Κ.Δ.
}}
{{ls
|lstext='''κοπάζω''': μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, [[ἀποκάμνω]]· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, [[καταπίπτω]], ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ [[ἄνεμος]]) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· [[οὕτως]] ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ [[θυμός]] του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κοπάζω]], fut. -άσω<br />to [[grow]] [[weary]]: of the [[wind]], to [[abate]], Hdt., NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':kop£zw 可爬索<br />'''詞類次數''':動詞(3)<br />'''原文字根''':打擊 相當於: ([[חָדַל]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':困倦,憂慮,放鬆,停止,住,止住;源自([[κόπος]])=勞累);而 ([[κόπος]])出自([[κόπτω]])*=砍)。參讀 ([[ἀναλύω]])  ([[ἀναπαύω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(3);太(1);可(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 住了(1) 可6:51;<br />2) 就止住(1) 可4:39;<br />3) 就住了(1) 太14:32
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀποκάμνω]], [[ἡσυχάζω]]). Ἀπό τό [[κόπος]] τοῦ [[κόπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπάζω Medium diacritics: κοπάζω Low diacritics: κοπάζω Capitals: ΚΟΠΑΖΩ
Transliteration A: kopázō Transliteration B: kopazō Transliteration C: kopazo Beta Code: kopa/zw

English (LSJ)

aor. ἐκόπασα (v. infr.): pf. κεκόπακα Hsch.:—grow weary, τοῦ πολέμου LXX Jo.14.15; τοῦ θυμοῦ ib.Es.2.1; of an abnormal pulsation, abate, Hp.Epid.7.2; especially of natural phenomena, ἐκόπασε (sc. ὁ ἄνεμος) Hdt.7.191, cf. Ev.Matt.14.32; ὅταν ἡ λίμνη κοπάσῃ Arist.Pr.935a18; ἐκόπασε τὸ πῦρ LXX Nu.11.2; of heat, Longus 1.8.

German (Pape)

[Seite 1482] müde werden u. dah. nachlassen, sich legen; ἄνεμος ἐκόπασε Her. 7, 191; vom Wasser eines Sees, fallen, Arist. probl. 23, 34; κοπάσαντος τοῦ καύματος, als sich die Sonnenhitze gelegt hatte, Long. 1, 8; öfter bei Sp., wie N.T.

French (Bailly abrégé)

être fatigué ; se relâcher, se reposer, se calmer, cesser.
Étymologie: κόπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπάζω [κόπος] moe worden, verminderen:; αὐτος ἐθέλων ἐκόπασε hij (de storm) is vanzelf gaan liggen Hdt. 7.191.2; geneesk. van de polsslag.

Russian (Dvoretsky)

κοπάζω:
1 досл. уставать, перен. утихать, униматься (ἐκόπασε ὁ ἄνεμος Her., NT);
2 опускаться, убывать, падать (ὅτανλίμνη ἢ κοπάσῃ ἢ ξερὰ γένηται Arst.).

English (Strong)

from κόπος; to tire, i.e. (figuratively) to relax: cease.

English (Thayer)

1st aorist ἐκόπασα; (κόπος); properly, to grow weary or tired; hence to cease from violence, cease raging: ὁ ἄνεμος (Herodotus 7,191), Philo, somn. 2:35).)

Greek Monolingual

(ΑM κοπάζω) κόπος
καταπαύω, λιγοστεύω, ησυχάζω, εξασθενώ, ξεθυμαίνω (α. «κόπασε λίγο ο αέρας και έτσι μπορούμε να κολυμπήσουμε» β. «κόπασε ο θυμός του και μπορούμε πια να συζητήσουμε» γ. «κόπασε η πυρκαγιά» δ. «καὶ ἡ γῆ ἐκόπασε τοῦ πολέμου», ΠΔ
ε. «καὶ ηὔξατο Μωϋσῆς πρὸς Κύριον καὶ ἐκόπασε τὸ πῡρ», ΠΔ
στ. «κοπάσαντος τοῦ καύματος», Λογγ.).

Greek Monotonic

κοπάζω: μέλ. -άσω, αποδυναμώνομαι, εξασθενώ, εξαντλούμαι· λέγεται για τον άνεμο, ελαττώνομαι, κοπάζω, καταλαγιάζω, σε Ηρόδ., Κ.Δ.

Greek (Liddell-Scott)

κοπάζω: μέλλ. -άσω: πρκμ. κεκόπακα Ἡσύχ.· ― κοπιῶ, ἀποκάμνω· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, καταπίπτω, ἐλαττοῦμαι, ἐκόπασε (δηλ. ὁ ἄνεμος) Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 32· οὕτως ἐπὶ πλημμύρας, Ἀριστ. Προβλ. 23. 34· ἐπὶ θερμότητος, Λόγγος 1. 8· ἐκόπασε τὸ πῦρ Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 2)· ὡσαύτως, ἐπὶ ἀσθενοῦς, ἀναπαύομαι, Ἱππ. 1207D· καὶ ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ, ἐπέρασεν ὁ θυμός του, Ἑβδ. (Ἐσθὴρ Β΄, 1).

Middle Liddell

κοπάζω, fut. -άσω
to grow weary: of the wind, to abate, Hdt., NTest.

Chinese

原文音譯:kop£zw 可爬索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:打擊 相當於: (חָדַל‎)
字義溯源:困倦,憂慮,放鬆,停止,住,止住;源自(κόπος)=勞累);而 (κόπος)出自(κόπτω)*=砍)。參讀 (ἀναλύω) (ἀναπαύω)同義字
出現次數:總共(3);太(1);可(2)
譯字彙編
1) 住了(1) 可6:51;
2) 就止住(1) 可4:39;
3) 就住了(1) 太14:32

Mantoulidis Etymological

(=ἀποκάμνω, ἡσυχάζω). Ἀπό τό κόπος τοῦ κόπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.