ὑπέρφατος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(6)
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperfatos
|Transliteration C=yperfatos
|Beta Code=u(pe/rfatos
|Beta Code=u(pe/rfatos
|Definition=ον, (φατός, φημί) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">above speech, ineffable</b>, νιφετοῦ σθένος <span class="bibl">Pi.<span class="title">Pae.</span>9.15</span>; ὑ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι <span class="bibl">Id.<span class="title">O.</span>9.65</span>.</span>
|Definition=ὑπέρφατον, ([[φατός]], [[φημί]]) [[above speech]], [[ineffable]], νιφετοῦ σθένος Pi.''Pae.''9.15; ὑ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Id.''O.''9.65.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] über allen Ausdruck, unaussprechlich, [[σθένος]] Pind. frg. 74; ὑπέρφατον μορφᾷ καὶ ἔργοισι Ol. 9, 65, außerordentlich, oder überaus zu preisen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1203.png Seite 1203]] über allen Ausdruck, unaussprechlich, [[σθένος]] Pind. frg. 74; ὑπέρφατον μορφᾷ καὶ ἔργοισι Ol. 9, 65, außerordentlich, oder überaus zu preisen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui est au-dessus de toute expression]], [[inexprimable]], [[admirable]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φημί]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρφᾰτος:''' [[невыразимый]], [[необычайный]] ([[σθένος]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέρφᾰτος''': -ον, ([[φατός]], [[φημί]]), ὁ [[ἀνώτερος]] παντὸς λόγου, [[ἄφατος]], [[ἀνεκλάλητος]], νιφετοῦ [[σθένος]] Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ὑπ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 98.
|lstext='''ὑπέρφᾰτος''': -ον, ([[φατός]], [[φημί]]), ὁ [[ἀνώτερος]] παντὸς λόγου, [[ἄφατος]], [[ἀνεκλάλητος]], νιφετοῦ [[σθένος]] Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ὑπ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 98.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est au-dessus de toute expression, inexprimable, admirable.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φημί]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὑπέρφᾰτος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[beyond]] [[telling]], [[incredible]] ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ [[σθένος]] ὑπέρφατον (Pae. 9.15)
|sltr=<b>ὑπέρφᾰτος</b> [[beyond]] [[telling]], [[incredible]] ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ [[σθένος]] ὑπέρφατον (Pae. 9.15)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α<br />[[άφατος]], [[ανέκφραστος]] («νιφετοῦ [[σθένος]] ὑπέρφατον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φατός]] <span style="color: red;"><</span> [[φημί]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔκ</i>-<i>φατος</i>].
|mltxt=-η, -ον, Α<br />[[άφατος]], [[ανέκφραστος]] («νιφετοῦ [[σθένος]] ὑπέρφατον», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φατός]] <span style="color: red;"><</span> [[φημί]]), [[πρβλ]]. [[ἔκφατος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρφᾰτος:''' -ον ([[φατός]], [[φημί]]), ο [[ανώτερος]] λόγων, [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὑπέρφᾰτος:''' -ον ([[φατός]], [[φημί]]), ο [[ανώτερος]] λόγων, [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέρ]]-φᾰτος, ον, [[φατός]], [[φημί]]<br />[[above]] [[speech]], [[unspeakable]], Pind.
}}
{{trml
|trtx====[[ineffable]]===
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: [[onuitsprekelijk]], [[onzeggelijk]], [[onnoembaar]]; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[ineffable]], [[innommable]]; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: [[unaussprechlich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], [[άρρητος]], [[άφατος]], [[που δεν λέγεται]], [[που δεν τον πιάνω στο στόμα μου]]; Ancient Greek: [[ἄφατος]], [[ἄφραστος]], [[οὐ φατός]], [[ἀνωνόμαστος]], [[ἀμύθητος]], [[ἄρρητος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἄγρυκτος]], [[ἀναύδητος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[δύσφατος]], [[ἄσπετος]], [[ἀφώνητος]], [[ἀναυδής]], [[ἄεπτος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀθέσφατος]], [[ἀπειρέσιος]], [[ἄλαλος]], [[ἀνεκφώνητος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἀπόφημος]], [[ἄναυδος]], [[ἀλάλητος]]; Latin: [[ineffabilis]]; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: [[inefável]], [[indescritível]]; Romanian: inefabil; Russian: [[невыразимый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Spanish: [[inefable]]; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol
===[[unspeakable]]===
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[indicible]]; German: [[unsäglich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[ακατανόμαστος]], [[απερίγραπτος]], [[άφατος]]; Ancient Greek: [[ἀάσπετος]], [[ἀλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[ἀμύθευτος]], [[ἀμύθητος]], [[ἀναύδητος]], [[ἄναυδος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀπόφθεγκτος]], [[ἀπρεπής]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄρρητος]], [[ἄσπετος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἄφραστος]], [[ἀφώνητος]], [[ἄφωνος]], [[θεσπέσιος]], [[οὔ τι φατειός]], [[οὐ φατός]], [[ὑπέρφατος]], [[ὑπερφυής]]; Italian: [[indicibile]]; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: [[непередаваемый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Telugu: చెప్పరాని
}}
}}

Latest revision as of 12:51, 29 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρφᾰτος Medium diacritics: ὑπέρφατος Low diacritics: υπέρφατος Capitals: ΥΠΕΡΦΑΤΟΣ
Transliteration A: hypérphatos Transliteration B: hyperphatos Transliteration C: yperfatos Beta Code: u(pe/rfatos

English (LSJ)

ὑπέρφατον, (φατός, φημί) above speech, ineffable, νιφετοῦ σθένος Pi.Pae.9.15; ὑ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Id.O.9.65.

German (Pape)

[Seite 1203] über allen Ausdruck, unaussprechlich, σθένος Pind. frg. 74; ὑπέρφατον μορφᾷ καὶ ἔργοισι Ol. 9, 65, außerordentlich, oder überaus zu preisen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au-dessus de toute expression, inexprimable, admirable.
Étymologie: ὑπέρ, φημί.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφᾰτος: невыразимый, необычайный (σθένος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφᾰτος: -ον, (φατός, φημί), ὁ ἀνώτερος παντὸς λόγου, ἄφατος, ἀνεκλάλητος, νιφετοῦ σθένος Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ὑπ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 98.

English (Slater)

ὑπέρφᾰτος beyond telling, incredible ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (Pae. 9.15)

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
άφατος, ανέκφραστος («νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φατος (< φατός < φημί), πρβλ. ἔκφατος].

Greek Monotonic

ὑπέρφᾰτος: -ον (φατός, φημί), ο ανώτερος λόγων, ανέκφραστος, ανείπωτος, απερίγραπτος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑπέρ-φᾰτος, ον, φατός, φημί
above speech, unspeakable, Pind.

Translations

ineffable

Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol

unspeakable

Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని