εὐσταθής: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efstathis | |Transliteration C=efstathis | ||
|Beta Code=eu)staqh/s | |Beta Code=eu)staqh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐσταθές, Ep. [[ἐϋστ]]-, as always in Hom., ([[ἵσταμαι]])<br><span class="bld">A</span> [[well-based]], [[well-built]], περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο Il.18.374, al.; <b class="b3">ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, ἐκτὸς ἐϋ. θαλάμου</b>, Od. 20.258, 23.178.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[steadfast]], [[tranquil]], ψυχαί Democr. 191; ἀνήρ Plu.2.44a; οἱ εὐσταθέστεροι Hdn.2.6.5; γνώμη Aret.''SA''1.10; <b class="b3">εὐσταθέστεροι γνώμῃ</b> ib.2.3; <b class="b3">περὶ τῆς εὐσταθοῦς τῶν θεῶν διαγωγῆς</b> dub. in Phld.''D.''3tit.<br><span class="bld">2</span> of the body, [[sound]], [[healthy]], σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Epicur.''Fr.''68, Metrod.''Fr.''5; of persons, [[healthy]], [[sound]], Ath. Med. ap. Orib.inc.7.1.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">εὐ. νοῦσοι</b> [[easily cured]], [[not serious]], Hp.''Aph.'' 3.8; καῦσοι Id.''Epid.''1.1.<br><span class="bld">4</span> of weather, [[steady]], [[settled]], [[calm]], [[θέρος]] ib. 3.15; Ζέφυρος A.R.4.821.<br><span class="bld">5</span> generally, [[steady]], [[quiet]], βίος Hierocl. p.53A.; ἁρμονία D.H.''Dem.''36; in political sense, [[firmly established]], μοναρχία Phld.''Hom.''p.31 O.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[εὐσταθῶς]], ἔχειν Sor.1.40, cf. D.L.7.182, Asp.''in EN''115.3; στρατοπεδεῦσαι App.''Hisp.''25, al.: Sup. εὐσταθέστατα Id.''BC''2.115; Aeol. εὐσταθέως ''IG''12(2).243 (Mytilene). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋσταθής]];<br />ής, ές :<br /><b>I.</b> [[bien établi]], [[ferme]], [[fixe]], [[solide]];<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> [[stable]];<br /><b>2</b> <i>chez les Épicuriens en parl. du corps</i> consistant;<br /><b>3</b> [[équilibré]], [[sain de corps et d'âme]], [[d'un caractère calme]] <i>ou</i> rassis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, ep. [[ἐϋσταθής]], <i>[[festgestellt]], [[festgegründet]]</i>; [[μέγαρον]] <i>Od</i>. 18.374; [[θάλαμος]] 23.178; [[einzeln]] bei sp.D., wie στάλικες Man. 4.338; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταθεῖς, von den Fixsternen, Luc. Dah. <i>[[beständig]]</i>, [[ζέφυρος]] Ap.Rh. 4.820. – Bei den Epikuräern, <i>[[wohlbehalten]], [[gesund]] am [[Leibe]] und [[heiter]], [[ruhig]] im Gemüte</i>, τὸ εὐσταθὲς σαρκὸς [[κατάστημα]] Plut. <i>Non [[Posse]]</i> 4; ὀξὺς ἅμα καὶ παρ' ἡλικίαν [[εὐσταθής]] Pompei. 4; τὸν βίον εὐσταθεῖς Ath. I.4d; Dion.Hal. <i>Dem</i>. 36 vrbdt εὐστ. καὶ βαρεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ [[φιλάρχαιος]] [[ἁρμονία]]. Vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 282.<br><b class="num">• Adv.</b>, Sp., wie DL. 7.182, διαλέγεσθαι εὐσταθῶς, sich <i>[[ruhig]]</i> unterreden, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἄρχεσθαι φιλονεικεῖν. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐστᾰθής:''' эп. [[ἐϋσταθής]] 2<br /><b class="num">1</b> [[хорошо построенный]], [[устойчивый]], [[крепкий]], [[прочный]] ([[μέγαρον]], [[θάλαμος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[уравновешенный]] ([[φρόνημα]] μετ᾽ ἐλπίδος Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[крепкий]], [[здоровый]] (σαρκὸς [[κατάστημα]] Epicur. ap. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐστᾰθής''': -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): [[καλῶς]] τεθεμελιωμένος, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., [[σταθερός]], [[σοβαρός]], Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς [[κατάστημα]] Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ [[εὐσταθέω]], [[εὐστάθεια]]. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., [[σταθερός]], [[ἀμετάβλητος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ [[Ζέφυρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) [[καθόλου]], [[σταθερός]], [[ἥσυχος]], [[βίος]] Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ [[ἁρμονία]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189. | |lstext='''εὐστᾰθής''': -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): [[καλῶς]] τεθεμελιωμένος, [[καλῶς]] ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., [[σταθερός]], [[σοβαρός]], Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς [[κατάστημα]] Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ [[εὐσταθέω]], [[εὐστάθεια]]. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., [[σταθερός]], [[ἀμετάβλητος]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ [[Ζέφυρος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) [[καθόλου]], [[σταθερός]], [[ἥσυχος]], [[βίος]] Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ [[ἁρμονία]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 20: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταθής]], -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)<br />[[σταθερός]], αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές [[οικοδόμημα]]» β. «[[ευσταθής]] [[μοναρχία]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταθής]], -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)<br />[[σταθερός]], αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές [[οικοδόμημα]]» β. «[[ευσταθής]] [[μοναρχία]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σταθερὸς, σοβαρὸς<br /><b>3.</b> αυτὸς που επιμένει σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ήρεμος]], [[πράος]] («εὐσταθεῖς ψυχαί», Δημόκρ.)<br /><b>5.</b> [[υγιής]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «εὐσταθεῖς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσταθώς</i> (ΑΜ εὐσταθῶς<br />Α και εὐσταθέως)<br />[[σταθερά]], με [[ασφάλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάθην</i> παθ. αόρ. του ρ. [[ίσταμαι]]). Κατά το [[σχήμα]] [[ακρατής]] / [[κρατερός]], [[αφανής]] / [[φανερός]] («[[νόμος]] του Caland») σχηματίστηκαν και [[ασταθής]] / [[ευσταθής]]: [[σταθερός]]. Από το [[ευσταθής]] προήλθε και κύρ. όν. <i>Ευστάθιος</i>, απ' όπου το σημερ. <i>Στάθης</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐστᾰθής:''' -ές, Επικ. ἐϋ-στ- ([[ἵσταμαι]]), [[καλώς]] θεμελιωμένος, [[καλά]] οικοδομημένος, σε Όμηρ. | |lsmtext='''εὐστᾰθής:''' -ές, Επικ. ἐϋ-στ- ([[ἵσταμαι]]), [[καλώς]] θεμελιωμένος, [[καλά]] οικοδομημένος, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=εὐ-στᾰθής, ές [[ἵσταμαι]]<br />well-based, well-built, Hom. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[σταθερός]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[ἵσταμαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[εὐσταθής]]: [[εὐστάθεια]], εὐσταθῶ, εὐσταθῶς. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
English (LSJ)
εὐσταθές, Ep. ἐϋστ-, as always in Hom., (ἵσταμαι)
A well-based, well-built, περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο Il.18.374, al.; ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, ἐκτὸς ἐϋ. θαλάμου, Od. 20.258, 23.178.
II metaph., steadfast, tranquil, ψυχαί Democr. 191; ἀνήρ Plu.2.44a; οἱ εὐσταθέστεροι Hdn.2.6.5; γνώμη Aret.SA1.10; εὐσταθέστεροι γνώμῃ ib.2.3; περὶ τῆς εὐσταθοῦς τῶν θεῶν διαγωγῆς dub. in Phld.D.3tit.
2 of the body, sound, healthy, σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Epicur.Fr.68, Metrod.Fr.5; of persons, healthy, sound, Ath. Med. ap. Orib.inc.7.1.
3 εὐ. νοῦσοι easily cured, not serious, Hp.Aph. 3.8; καῦσοι Id.Epid.1.1.
4 of weather, steady, settled, calm, θέρος ib. 3.15; Ζέφυρος A.R.4.821.
5 generally, steady, quiet, βίος Hierocl. p.53A.; ἁρμονία D.H.Dem.36; in political sense, firmly established, μοναρχία Phld.Hom.p.31 O.
III Adv. εὐσταθῶς, ἔχειν Sor.1.40, cf. D.L.7.182, Asp.in EN115.3; στρατοπεδεῦσαι App.Hisp.25, al.: Sup. εὐσταθέστατα Id.BC2.115; Aeol. εὐσταθέως IG12(2).243 (Mytilene).
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋσταθής;
ής, ές :
I. bien établi, ferme, fixe, solide;
II. p. suite
1 stable;
2 chez les Épicuriens en parl. du corps consistant;
3 équilibré, sain de corps et d'âme, d'un caractère calme ou rassis.
Étymologie: εὖ, ἵστημι.
German (Pape)
ές, ep. ἐϋσταθής, festgestellt, festgegründet; μέγαρον Od. 18.374; θάλαμος 23.178; einzeln bei sp.D., wie στάλικες Man. 4.338; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταθεῖς, von den Fixsternen, Luc. Dah. beständig, ζέφυρος Ap.Rh. 4.820. – Bei den Epikuräern, wohlbehalten, gesund am Leibe und heiter, ruhig im Gemüte, τὸ εὐσταθὲς σαρκὸς κατάστημα Plut. Non Posse 4; ὀξὺς ἅμα καὶ παρ' ἡλικίαν εὐσταθής Pompei. 4; τὸν βίον εὐσταθεῖς Ath. I.4d; Dion.Hal. Dem. 36 vrbdt εὐστ. καὶ βαρεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ φιλάρχαιος ἁρμονία. Vgl. Lobeck Phryn. 282.
• Adv., Sp., wie DL. 7.182, διαλέγεσθαι εὐσταθῶς, sich ruhig unterreden, im Gegensatz von ἄρχεσθαι φιλονεικεῖν.
Russian (Dvoretsky)
εὐστᾰθής: эп. ἐϋσταθής 2
1 хорошо построенный, устойчивый, крепкий, прочный (μέγαρον, θάλαμος Hom.);
2 уравновешенный (φρόνημα μετ᾽ ἐλπίδος Plut.);
3 крепкий, здоровый (σαρκὸς κατάστημα Epicur. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστᾰθής: -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): καλῶς τεθεμελιωμένος, καλῶς ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., σταθερός, σοβαρός, Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ εὐσταθέω, εὐστάθεια. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., σταθερός, ἀμετάβλητος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ Ζέφυρος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) καθόλου, σταθερός, ἥσυχος, βίος Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ ἁρμονία Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): well-based, firmstanding; μέγαρον, θάλαμος, Σ 3, Od. 23.178.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐσταθής, -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)
σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.)
αρχ.
1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. σταθερὸς, σοβαρὸς
3. αυτὸς που επιμένει σε κάτι
4. ήρεμος, πράος («εὐσταθεῖς ψυχαί», Δημόκρ.)
5. υγιής
6. φρ. «εὐσταθεῖς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ευσταθώς (ΑΜ εὐσταθῶς
Α και εὐσταθέως)
σταθερά, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταθής (< εστάθην παθ. αόρ. του ρ. ίσταμαι). Κατά το σχήμα ακρατής / κρατερός, αφανής / φανερός («νόμος του Caland») σχηματίστηκαν και ασταθής / ευσταθής: σταθερός. Από το ευσταθής προήλθε και κύρ. όν. Ευστάθιος, απ' όπου το σημερ. Στάθης].
Greek Monotonic
εὐστᾰθής: -ές, Επικ. ἐϋ-στ- (ἵσταμαι), καλώς θεμελιωμένος, καλά οικοδομημένος, σε Όμηρ.
Middle Liddell
εὐ-στᾰθής, ές ἵσταμαι
well-based, well-built, Hom.
Mantoulidis Etymological
(=σταθερός). Ἀπό τό εὖ + ἵσταμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐσταθής: εὐστάθεια, εὐσταθῶ, εὐσταθῶς.