οἴγω: Difference between revisions
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
(1ba) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oigo | |Transliteration C=oigo | ||
|Beta Code=oi)/gw | |Beta Code=oi)/gw | ||
|Definition= | |Definition=Hes.''Op.''819, etc.; later οἴγνυμι, ''AP''9.356 (Leon.): fut. οἴξω E.''Cyc.''502: aor. ᾦξα Il.24.457; but augm. forms usually have <b class="b3">ὠϊ-</b> in Ep. (v. infr.); part. οἴξας Il. (v. infr.): Ion. pf. Pass. ὤϊκται Herod.4.55: the compd. [[ἀνοίγνυμι]] or [[ἀνοίγω]] ([[quod vide|q.v.]]) is much commoner, cf. also [[διοίγνυμι]]:—[[open]], οἴξασα κληῖδι θύρας Il.6.89; <b class="b3">τῇσι θύρας ὤϊξε</b> ib.298; οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω E.''HF''332; ξενῶνας οἴξας Id.''Alc.''547, cf. ''Com.Adesp.''1211: abs., <b class="b3">ᾦξε γέροντι</b> he [[opened the door]] for the old man, Il.24.457; also [οἶνον]… ὤϊξεν ταμίη she [[opened]] the wine, Od.3.392; <b class="b3">οἶγε πίθον</b> [[open]] the wine-jar, Hes. l. c.; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''611:—Pass., <b class="b3">πᾶσαι δ' ὠΐγνυντο</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[ὠΐγοντο]], i.e. <b class="b3">ὠείγ-</b>, in ''PHib.''21) πύλαι Il.2.809, 8.58; οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου Pi.''Fr.''75.14; ἡ θύρη… ὤϊκται Herod. l. c. (Aeol. inf. ὀείγην ''IG''12(2).6.43 (Mytil.); part. ὀείγων Alc.225 Lobel: prob. <b class="b3">ὀ-ϝ ειγ-</b> and <b class="b3">ὀ-ϝῐγ-</b>, cf. Skt. véga- 'quick movement'; cf. [[ἐπῴχατο]], [[προσοίγνυμι]].) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[οἴξω]], <i>ao.</i> [[ᾦξα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> [[ᾤχθην]], <i>pf.</i> ἔῳγμαι;<br />ouvrir : τι, qch (une porte, la bouche, <i>etc.</i>) ; <i>abs.</i> οἴγειν τινί IL ouvrir la porte à qqn.<br />'''Étymologie:''' DELG faits obscurs. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[οἴγνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἴγω:''' эп. тж. [[οἴγνυμι|οἴγνῡμι]] (impf. ἔῳγον и ἐῴγνῡν, fut. [[οἴξω]]; pass.: aor. [[ᾤχθην]], pf. [[ἔῳγμαι]]; эп. impf. pass. ὠϊγνύμην)<br /><b class="num">1</b> [[открывать]], [[отворять]] (θύρας κληῗδι Hom.; [[στόμα]] πρὸς φίλους Aesch.): [[ὠΐγνυντο]] πύλαι Hom. ворота растворились;<br /><b class="num">2</b> [[открывать дверь]] (τινί Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[вскрывать]], [[откупоривать]] ([[οἶνον]] Hom.; πίθον Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἴγω''': Ἡσ., κλ.· μεταγεν. οἴγνυμι Ἀνθ. Π. 9. 356 (πρβλ. [[ἀνοίγνυμι]])· μέλλ. οἴξω Εὐρ. Κύκλ. 502· ἀόρ. ᾦξα Ἰλ. Ω 457· ἀλ’ οἱ Ἐπικ. συνήθως διαιροῦσι τὴν δίφθογγον εἰς τοὺς μετ’ αὐξήσεως τύπους, ὤϊξεν, ὤϊξαν· μετοχ. οἴξας Ἰλ. - Παθ., ἴδε κατωτ.· - τὸ σύνθετον [[ἀνοίγνυμι]] ἢ ἀνοίγω [[εἶναι]] πολλῷ συνηθέστερον, ἴδε ἐν λέξ.· καὶ [[διοίγνυμι]]. [[Ἀνοίγω]], [[οἴξασα]] κληῖδα θύρας Ἰλ. Ζ. 89· τῇσι θύρας [[ὤιξε]] [[αὐτόθι]] 298· οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις [[λέγω]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 332· ξενῶνας οἴξας ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 547· ἀπολ., ᾦξε γέροντι, ἀνέῳξε τὴν θύραν εἰς τὸν γέροντα, Ἰλ. Ω. 457· [[ὡσαύτως]], | |lstext='''οἴγω''': Ἡσ., κλ.· μεταγεν. οἴγνυμι Ἀνθ. Π. 9. 356 (πρβλ. [[ἀνοίγνυμι]])· μέλλ. οἴξω Εὐρ. Κύκλ. 502· ἀόρ. ᾦξα Ἰλ. Ω 457· ἀλ’ οἱ Ἐπικ. συνήθως διαιροῦσι τὴν δίφθογγον εἰς τοὺς μετ’ αὐξήσεως τύπους, ὤϊξεν, ὤϊξαν· μετοχ. οἴξας Ἰλ. - Παθ., ἴδε κατωτ.· - τὸ σύνθετον [[ἀνοίγνυμι]] ἢ ἀνοίγω [[εἶναι]] πολλῷ συνηθέστερον, ἴδε ἐν λέξ.· καὶ [[διοίγνυμι]]. [[Ἀνοίγω]], [[οἴξασα]] κληῖδα θύρας Ἰλ. Ζ. 89· τῇσι θύρας [[ὤιξε]] [[αὐτόθι]] 298· οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις [[λέγω]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 332· ξενῶνας οἴξας ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 547· ἀπολ., ᾦξε γέροντι, ἀνέῳξε τὴν θύραν εἰς τὸν γέροντα, Ἰλ. Ω. 457· [[ὡσαύτως]], ([[οἶνον]]) ... ὤιξεν [[ταμίη]], ἤνοιξε τὸν [[οἶνον]], Ὀδ. Γ. 392· οἶγε πίθον, ἄνοιξον τὸν πίθον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 817· πρὸς φίλους οἴγειν [[στόμα]] Αἰσχύλ. Πρ. 611· ξενῶνας οἶγε Κωμ. Ἀνών. 17. - Παθ., πᾶσαι δ’ ὠΐγνυντο πύλαι Ἰλ. Β. 809., Θ. 58· οἰχθέντος θαλάμου Πινδ. Ἀποσπ. 45. 13· [[ὅταν]] [[ἅπαξ]] οἰχθῇ [ἡ [[ὑστέρα]]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 5. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[οἴγω]] | |sltr=[[οἴγω]] [[open]] οἰχθεισᾶν πυλᾶν (“durchs Tor, das sich öffnete” Radt, Mnem., 1966, 150̆{1}) (N. 1.41) ]ντας οἴγειν[ (Snell, sed alia possis) Πα. 12. a. 13. φοινικεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἴγω:''' [[οἴγνυμι]], σε Ανθ.· μέλ. [[οἴξω]], αόρ. | |lsmtext='''οἴγω:''' [[οἴγνυμι]], σε Ανθ.· μέλ. [[οἴξω]], αόρ. αʹ [[ᾦξα]], επίσης Επικ. [[ὤϊξα]] — Παθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. <i>ὠΐγνυντο</i>, αόρ. αʹ <i>ὠΐχθην</i>· [[ανοίγω]], [[ὤϊξα]] θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., <i>ᾦξε γέροντι</i>, άνοιξε την πόρτα στον ηλικιωμένο άντρα, στο ίδ.· ([[οἶνον]]) [[ὤϊξεν]] [[ταμίη]], άνοιξε το [[κρασί]] διαπερνώντας το [[πώμα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς φίλους οἴγειν [[στόμα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[open]], ὤιξα θύρας Il.: absol., ὦιξε γέροντι he opened the [[door]] to the old man, Il.; [[οἶνον]] ὤιξεν [[ταμίη]] she broached the [[wine]], Od.; πρὸς φίλους οἴγειν [[στόμα]] Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 3 March 2024
English (LSJ)
Hes.Op.819, etc.; later οἴγνυμι, AP9.356 (Leon.): fut. οἴξω E.Cyc.502: aor. ᾦξα Il.24.457; but augm. forms usually have ὠϊ- in Ep. (v. infr.); part. οἴξας Il. (v. infr.): Ion. pf. Pass. ὤϊκται Herod.4.55: the compd. ἀνοίγνυμι or ἀνοίγω (q.v.) is much commoner, cf. also διοίγνυμι:—open, οἴξασα κληῖδι θύρας Il.6.89; τῇσι θύρας ὤϊξε ib.298; οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω E.HF332; ξενῶνας οἴξας Id.Alc.547, cf. Com.Adesp.1211: abs., ᾦξε γέροντι he opened the door for the old man, Il.24.457; also [οἶνον]… ὤϊξεν ταμίη she opened the wine, Od.3.392; οἶγε πίθον open the wine-jar, Hes. l. c.; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα A.Pr.611:—Pass., πᾶσαι δ' ὠΐγνυντο (v.l. ὠΐγοντο, i.e. ὠείγ-, in PHib.21) πύλαι Il.2.809, 8.58; οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου Pi.Fr.75.14; ἡ θύρη… ὤϊκται Herod. l. c. (Aeol. inf. ὀείγην IG12(2).6.43 (Mytil.); part. ὀείγων Alc.225 Lobel: prob. ὀ-ϝ ειγ- and ὀ-ϝῐγ-, cf. Skt. véga- 'quick movement'; cf. ἐπῴχατο, προσοίγνυμι.)
French (Bailly abrégé)
f. οἴξω, ao. ᾦξα, pf. inus.
Pass. ao. ᾤχθην, pf. ἔῳγμαι;
ouvrir : τι, qch (une porte, la bouche, etc.) ; abs. οἴγειν τινί IL ouvrir la porte à qqn.
Étymologie: DELG faits obscurs.
German (Pape)
= οἴγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
οἴγω: эп. тж. οἴγνῡμι (impf. ἔῳγον и ἐῴγνῡν, fut. οἴξω; pass.: aor. ᾤχθην, pf. ἔῳγμαι; эп. impf. pass. ὠϊγνύμην)
1 открывать, отворять (θύρας κληῗδι Hom.; στόμα πρὸς φίλους Aesch.): ὠΐγνυντο πύλαι Hom. ворота растворились;
2 открывать дверь (τινί Hom.);
3 вскрывать, откупоривать (οἶνον Hom.; πίθον Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
οἴγω: Ἡσ., κλ.· μεταγεν. οἴγνυμι Ἀνθ. Π. 9. 356 (πρβλ. ἀνοίγνυμι)· μέλλ. οἴξω Εὐρ. Κύκλ. 502· ἀόρ. ᾦξα Ἰλ. Ω 457· ἀλ’ οἱ Ἐπικ. συνήθως διαιροῦσι τὴν δίφθογγον εἰς τοὺς μετ’ αὐξήσεως τύπους, ὤϊξεν, ὤϊξαν· μετοχ. οἴξας Ἰλ. - Παθ., ἴδε κατωτ.· - τὸ σύνθετον ἀνοίγνυμι ἢ ἀνοίγω εἶναι πολλῷ συνηθέστερον, ἴδε ἐν λέξ.· καὶ διοίγνυμι. Ἀνοίγω, οἴξασα κληῖδα θύρας Ἰλ. Ζ. 89· τῇσι θύρας ὤιξε αὐτόθι 298· οἴγειν κλῇθρα προσπόλοις λέγω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 332· ξενῶνας οἴξας ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 547· ἀπολ., ᾦξε γέροντι, ἀνέῳξε τὴν θύραν εἰς τὸν γέροντα, Ἰλ. Ω. 457· ὡσαύτως, (οἶνον) ... ὤιξεν ταμίη, ἤνοιξε τὸν οἶνον, Ὀδ. Γ. 392· οἶγε πίθον, ἄνοιξον τὸν πίθον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 817· πρὸς φίλους οἴγειν στόμα Αἰσχύλ. Πρ. 611· ξενῶνας οἶγε Κωμ. Ἀνών. 17. - Παθ., πᾶσαι δ’ ὠΐγνυντο πύλαι Ἰλ. Β. 809., Θ. 58· οἰχθέντος θαλάμου Πινδ. Ἀποσπ. 45. 13· ὅταν ἅπαξ οἰχθῇ [ἡ ὑστέρα] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 7, 5.
English (Slater)
οἴγω open οἰχθεισᾶν πυλᾶν (“durchs Tor, das sich öffnete” Radt, Mnem., 1966, 150̆{1}) (N. 1.41) ]ντας οἴγειν[ (Snell, sed alia possis) Πα. 12. a. 13. φοινικεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.
Greek Monolingual
οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἴγω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. ὀείγω (< ὀFείγω), στη μηδενισμένη βαθμίδα του οποίου ανάγεται το ομηρικό ὠίγννυτο (< ὀFιγνυται, ὠFίγνυτο). Κατά την ίδια άποψη, οι τ. ἀναοίγεσκον, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε πρέπει να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. ἀν-ο-Fείγεσκον, ἀν-όFειγε, ἀν-ό-Fειξε (πρβλ. και επείγω), όπου το -ο- είναι πρόθεση ή πρόθημα (πρβλ. ὀ-[ΙΙ]). Οι αττ. τ., πάντως, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε προϋποθέτουν θ. -Fοιγ- και αύξηση ἠ- ( ἀν-η-Fοιγ-) και ο τελικός σχηματισμός τους σε αν-έ-ῳγ- οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τύπων όπως ἐᾱγην (< ηFᾰγ-), ἑᾱλων (< ηFᾰλ-), ἐώρων (< ηFορ-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε ρίζα Fειγ-, Fιγ- εκτός από τα ελλ. οἴγω, ὀείγω θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. vijate, vejate «απωθώ, απομακρύνω» και vega «βίαιη κίνηση». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών οἴγω / οἴγνυμι ήταν «ωθώ, σπρώχνω», από όπου «ανοίγω την πόρτα». Από τους τ. οἴγω και οἴγνυμι ο θεματικός ενεστ. οἴγω είναι αρχαιότερος. Το ρ. οἴγω, τέλος, εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την πρόθεση ἀν(ά). Βλ. και λ. ανοίγω].
Greek Monotonic
οἴγω: οἴγνυμι, σε Ανθ.· μέλ. οἴξω, αόρ. αʹ ᾦξα, επίσης Επικ. ὤϊξα — Παθ., Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ὠΐγνυντο, αόρ. αʹ ὠΐχθην· ανοίγω, ὤϊξα θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., ᾦξε γέροντι, άνοιξε την πόρτα στον ηλικιωμένο άντρα, στο ίδ.· (οἶνον) ὤϊξεν ταμίη, άνοιξε το κρασί διαπερνώντας το πώμα του, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸς φίλους οἴγειν στόμα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
to open, ὤιξα θύρας Il.: absol., ὦιξε γέροντι he opened the door to the old man, Il.; οἶνον ὤιξεν ταμίη she broached the wine, Od.; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα Aesch.