Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολοσσός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolossos
|Transliteration C=kolossos
|Beta Code=kolosso/s
|Beta Code=kolosso/s
|Definition=ὁ (also ἡ, v. infr.), κολοττ- <span class="bibl">D.S.1.67</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[colossus]], [[gigantic statue]], in Hdt. always of Egyptian works, <span class="bibl">2.130</span>, al.; of other <b class="b2">colossal statues</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>128</span>, <span class="bibl">Sopat.1</span>, <span class="bibl">Plb.18.16.2</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>34.45</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span>23</span>, <span class="bibl">D.C.66.15</span>; ὁ κ. ὁ ἡμαρτημένος Longin.36.3; dub. in <span class="title">IG</span>12.577, 12(3).1015. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, [[statue]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>416</span> (lyr.), <span class="title">Schwyzer</span> 89.17 (Argos, iii B.C.), <span class="bibl">Theoc.22.47</span>; of small [[images]], <b class="b3">κολοσὸς</b> (acc. pl.),… ἔρσενα καὶ θήλειαν ἢ καλίνος ἢ γαίνος <span class="title">Berl.Sitzb.</span>1927.167 (Cyrene): also fem., <b class="b3">τὰς κ</b>. ibid.</span>
|Definition=ὁ (also ἡ, v. infr.), [[κολοττός]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.67:—<br><span class="bld">A</span> [[colossus]], [[gigantic statue]], in [[Herodotus|Hdt.]] always of [[Egyptian]] works, 2.130, al.; of other [[colossal]] [[statue]]s, Thphr.Fr.128, Sopat.1, Plb.18.16.2, Plin.HN34.45, Luc.Hist.Conscr.23, D.C.66.15; ὁ κολοσσὸς [[ἡμαρτημένος]] Longin.36.3; dub. in IG12.577, 12(3).1015.<br><span class="bld">2</span> generally, [[statue]], A.Ag.416 (lyr.), Schwyzer 89.17 (Argos, iii B.C.), Theoc.22.47; of [[small]] [[image]]s, κολοσὸς (acc. pl.),… ἔρσενα καὶ θήλειαν ἢ [[καλίνος]] [[γαίνος]] Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene): also fem., τὰς κ. ibid.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1475.png Seite 1475]] ὁ, der [[Koloß]], die Riesenbildsäule, über Lebensgröße; Her. 2, 149. 175; ξύλινοι, χάλκεοι, 3, 130. 152; εὔμορφοι Aesch. Ag. 405; übh. Bildsäule, Theocr. 22, 47; τοῦ Ἡρακλέους Plut. Fab. 22 u. A. Bes. der 70 Ellen hohe, dem Sonnengotte zu Ehren errichtete eherne Koloß auf Rhodus, Luc. histor. conscr. 23; vgl. Plut. ad princ. inerud. 2. – Nach E. M. von κολούειν – [[ὄσσε]], ὡς μὴ ἐφικνουμένων τῶν ὀφθαλμῶν ὁρᾶν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1475.png Seite 1475]] ὁ, der [[Koloß]], die Riesenbildsäule, über Lebensgröße; Her. 2, 149. 175; ξύλινοι, χάλκεοι, 3, 130. 152; εὔμορφοι Aesch. Ag. 405; übh. Bildsäule, Theocr. 22, 47; τοῦ Ἡρακλέους Plut. Fab. 22 u. A. Bes. der 70 Ellen hohe, dem Sonnengotte zu Ehren errichtete eherne Koloß auf Rhodus, Luc. histor. conscr. 23; vgl. Plut. ad princ. inerud. 2. – Nach E. M. von κολούειν – [[ὄσσε]], ὡς μὴ ἐφικνουμένων τῶν ὀφθαλμῶν ὁρᾶν.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[colosse]], [[statue de dimensions énormes]].<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt médit. certain.
}}
{{elnl
|elnltext=κολοσσός zie κολοττός.
}}
{{elru
|elrutext='''κολοσσός:''' ὁ колосс, т. е. статуя размерами больше натуральной величины ([[ξύλινος]] Her.; [[εὔμορφος]] Aesch.; τοῦ Ἡρακλέους Plut.); преимущ. колосс Родосский (33 метровая статуя бога солнца у входа в Родосский порт; погибла во время землетрясения в 224 г. до н. э.) Luc., Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κολοσσός''': ὁ, γιγαντιαῖον [[ἄγαλμα]], παρ’ Ἡροδ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν κολοσσιαίων, ἀγαλμάτων τῶν ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Αἰγυπτίων, 2. 130, 131, 143, 149, καὶ ἀλλ.· τινὰ αὐτῶν μνημονεύονται ὡς ἔχοντα [[ὕψος]] [[εἴκοσι]] ποδῶν, 2. 176· ἕτερα 75 ποδῶν, [[αὐτόθι]]· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὡς φαίνεται, καὶ [[ἁπλῶς]] [[ἄγαλμα]] [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς εἰς τὸ [[μέγεθος]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 416 (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.), Θεόκρ. 22. 47· κολοττὸς ἐν Διοδ. 1. 67. ― Ὁ περιφημότατος κολοσσὸς ἦτο ὁ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ρόδῳ ἔχων [[ὕψος]] [[ἑβδομήκοντα]] πήχεων, κατασκευασθεὶς κατὰ τοὺς χρόνους Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23, κτλ.· πρβλ. λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων.
|lstext='''κολοσσός''': ὁ, γιγαντιαῖον [[ἄγαλμα]], παρ’ Ἡροδ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν κολοσσιαίων, ἀγαλμάτων τῶν ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Αἰγυπτίων, 2. 130, 131, 143, 149, καὶ ἀλλ.· τινὰ αὐτῶν μνημονεύονται ὡς ἔχοντα [[ὕψος]] [[εἴκοσι]] ποδῶν, 2. 176· ἕτερα 75 ποδῶν, [[αὐτόθι]]· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὡς φαίνεται, καὶ [[ἁπλῶς]] [[ἄγαλμα]] [[ἄνευ]] ἀναφορᾶς εἰς τὸ [[μέγεθος]] [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 416 (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.), Θεόκρ. 22. 47· κολοττὸς ἐν Διοδ. 1. 67. ― Ὁ περιφημότατος κολοσσὸς ἦτο ὁ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ρόδῳ ἔχων [[ὕψος]] [[ἑβδομήκοντα]] πήχεων, κατασκευασθεὶς κατὰ τοὺς χρόνους Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23, κτλ.· πρβλ. λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />colosse, statue de dimensions énormes.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt médit. certain.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κολοσσός]], Α και κολοττός, ό, και [[κολοσσός]], ή)<br />[[ανδριάντας]] υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο [[άγαλμα]] (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῦ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[κολοσσός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μία [[ιδιότητα]] σε υπέρτατο βαθμό («[[είναι]] [[κολοσσός]] εντιμότητας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι [[μάλλον]] μεσογειακό [[δάνειο]]<br />στη [[διατύπωση]] της υπόθεσης αυτής συντελεί η [[εμφάνιση]] του επιθήματος -<i>σσός</i>. Συνδέεται με τα τοπωνύμια <i>Κολοσσαί</i>, <i>Κολοφών</i>].
|mltxt=ο (AM [[κολοσσός]], Α και [[κολοττός]], ό, και [[κολοσσός]], ή)<br />[[ανδριάντας]] υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο [[άγαλμα]] (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῦ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («αυτός ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] [[κολοσσός]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μία [[ιδιότητα]] σε υπέρτατο βαθμό («[[είναι]] [[κολοσσός]] εντιμότητας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Είναι [[μάλλον]] μεσογειακό [[δάνειο]]<br />στη [[διατύπωση]] της υπόθεσης αυτής συντελεί η [[εμφάνιση]] του επιθήματος -<i>σσός</i>. Συνδέεται με τα τοπωνύμια [[Κολοσσαί]], [[Κολοφών]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολοσσός:''' ὁ, Κολοσσός, λέγεται για τα τεράστια αγάλματα στους ναούς της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.· γενικά, [[άγαλμα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.· ο πιο [[διάσημος]] Κολοσσός ήταν αυτός του Απόλλωνα στη Ρόδο, [[εβδομήντα]] πήχεις ψηλός, φτιαγμένος στον καιρό του Δημητρίου του Πολιορκητή, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''κολοσσός:''' ὁ, Κολοσσός, λέγεται για τα τεράστια αγάλματα στους ναούς της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.· γενικά, [[άγαλμα]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.· ο πιο [[διάσημος]] Κολοσσός ήταν αυτός του Απόλλωνα στη Ρόδο, [[εβδομήντα]] πήχεις ψηλός, φτιαγμένος στον καιρό του Δημητρίου του Πολιορκητή, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=κολοσσός zie κολοττός.
}}
{{elru
|elrutext='''κολοσσός:''' ὁ колосс, т. е. статуя размерами больше натуральной величины ([[ξύλινος]] Her.; [[εὔμορφος]] Aesch.; τοῦ Ἡρακλέους Plut.); преимущ. колосс Родосский (33 метровая статуя бога солнца у входа в Родосский порт; погибла во время землетрясения в 224 г. до н. э.) Luc., Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m. (Cyrene also f.)<br />Meaning: <b class="b2">gigantic statue,</b> coloss (Hdt. [only about Egypt], hell.), also [[statue]] in gen. (A., hell.), [[figure]], [[puppet]] (Cyrene; cf. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927 : 19, 155ff.);<br />Other forms: <b class="b3">-ττ-</b> D. S., <b class="b3">-σ-</b> Cyrene.<br />Compounds: as 1. member e. g. in <b class="b3">κολοσσο-ποιός</b> (Hero).<br />Derivatives: <b class="b3">κολοσσιαῖος</b> (D. S. [<b class="b3">-ττ-</b>], Ph., Pap.), <b class="b3">-ικός</b> (D. S. [<b class="b3">-ττ-</b>], Str., Plu.) <b class="b2">with the measures of a c., colossal</b>.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The (suffixal) element <b class="b3">-σσ-</b> points to foreign Mediterranean origin; s. Chantraine Formation 34, Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181; hesitating agreement of Kretschmer Glotta 21, 159. Bq compares the also dark <b class="b3">κολεκάνος</b> (<b class="b3">-οκ-</b>) [[long]], [[meager man]] (Stratt., H.). No IE. etymology (no to <b class="b3">κολωνός</b> etc.; s. Bq). A typical Pre-Greek word. Ample about <b class="b3">κολοσσός</b> Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.
|etymtx=Grammatical information: m. (Cyrene also f.)<br />Meaning: <b class="b2">gigantic statue,</b> coloss (Hdt. [only about Egypt], hell.), also [[statue]] in gen. (A., hell.), [[figure]], [[puppet]] (Cyrene; cf. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927: 19, 155ff.);<br />Other forms: <b class="b3">-ττ-</b> D. S., <b class="b3">-σ-</b> [[Cyrene]].<br />Compounds: as 1. member e. g. in <b class="b3">κολοσσο-ποιός</b> (Hero).<br />Derivatives: [[κολοσσιαῖος]] (D. S. [<b class="b3">-ττ-</b>], Ph., Pap.), <b class="b3">-ικός</b> (D. S. [<b class="b3">-ττ-</b>], Str., Plu.) [[with the measures of a c.]], [[colossal]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The (suffixal) element <b class="b3">-σσ-</b> [[points to foreign Mediterranean origin]]; s. Chantraine Formation 34, Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181; hesitating agreement of Kretschmer Glotta 21, 159. Bq compares the also dark [[κολεκάνος]] (<b class="b3">-οκ-</b>) [[long]], [[meager man]] (Stratt., H.). No IE. etymology (no to [[κολωνός]] etc.; s. Bq). A typical Pre-Greek word. Ample about [[κολοσσός]] Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κολοσσός''': {kolossós}<br />'''Forms''': (-ττ- D. S., -σ- Kyrene)<br />'''Grammar''': m. (Kyrene auch f.)<br />'''Meaning''': [[Riesenstatue]], [[Koloß]] (Hdt. [nur von Ägypten], hell.), auch [[Statue]] im allg. (A., hell.), [[Figur]], [[Puppe]] (Kyrene; vgl. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927 : 19, 155ff.);<br />'''Composita''' : als Vorderglied u. a. in [[κολοσσοποιός]] (Hero).<br />'''Derivative''': Davon [[κολοσσιαῖος]] (D. S. [-ττ-], Ph., Pap. u. a.), -ικός (D. S. [-ττ-], Str., Plu. u. a.) ‘die Maße eines K. habend, riesengroß, kolossal’.<br />'''Etymology''' : Schon das (suffixale) Element -σσ- läßt fremde mediterrane Herkunft vermuten; s. Chantraine Formation 34 m. Lit., Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181 u. A.; zögernde Zustimmung bei Kretschmer Glotta 21, 159. Bq vergleicht das ebenfalls dunkle [[κολεκάνος]] (-οκ-) [[langer]], [[magerer Mensch]] (Stratt., H.). — Die idg. Etymologien (zu [[κολωνός]] usw.; s. Bq) sind hinfällig. Ausführlich über [[κολοσσός]] Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.<br />'''Page''' 1,903-904
|ftr='''κολοσσός''': {kolossós}<br />'''Forms''': (-ττ- D. S., -σ- Kyrene)<br />'''Grammar''': m. (Kyrene auch f.)<br />'''Meaning''': [[Riesenstatue]], [[Koloß]] (Hdt. [nur von Ägypten], hell.), auch [[Statue]] im allg. (A., hell.), [[Figur]], [[Puppe]] (Kyrene; vgl. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927: 19, 155ff.);<br />'''Composita''': als Vorderglied u. a. in [[κολοσσοποιός]] (Hero).<br />'''Derivative''': Davon [[κολοσσιαῖος]] (D. S. [-ττ-], Ph., Pap. u. a.), -ικός (D. S. [-ττ-], Str., Plu. u. a.) ‘die Maße eines K. habend, riesengroß, kolossal'.<br />'''Etymology''': Schon das (suffixale) Element -σσ- läßt fremde mediterrane Herkunft vermuten; s. Chantraine Formation 34 m. Lit., Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181 u. A.; zögernde Zustimmung bei Kretschmer Glotta 21, 159. Bq vergleicht das ebenfalls dunkle [[κολεκάνος]] (-οκ-) [[langer]], [[magerer Mensch]] (Stratt., H.). — Die idg. Etymologien (zu [[κολωνός]] usw.; s. Bq) sind hinfällig. Ausführlich über [[κολοσσός]] Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.<br />'''Page''' 1,903-904
}}
{{trml
|trtx====[[gigantic statue]]===
Bulgarian: колос; Catalan: colós; Czech: kolos; French: [[colosse]]; German: [[Koloss]]; Greek: [[κολοσσός]], [[κολοττός]]; Hawaiian: koloso; Hungarian: kolosszus; Italian: [[colosso]]; Polish: kolos; Portuguese: colosso; Russian: [[колосс]]; Spanish: [[coloso]]; Swedish: koloss
===[[statue]]===
Afrikaans: standbeeld; Albanian: statujë, shtatore; Arabic: تِمْثال‎, دُمْيَة‎; Egyptian Arabic: تمثال‎; Armenian: արձան, անդրի; Asturian: estatua; Azerbaijani: heykəl; Balinese: arca, togog; Basque: estatua; Belarusian: статуя; Bengali: মূর্তি; Bikol Central: pararangpan; Braj: मूरत; Breton: delwenn; Bulgarian: статуя; Burmese: ရုပ်ထု, ရုပ်တု; Catalan: estàtua; Cebuano: estatuwa; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⴻⴱⴷⴰⴷ; Chinese Cantonese: 雕像, 塑像; Hakka: 雕像, 塑像; Mandarin: 雕像, 塑像; Min Nan: 雕像, 塑像; Chuukese: nios; Coptic: ⲙⲏⲓⲛⲓ; Corsican: statua; Cree: ᐊᔨᓯᓂᐦᑳᐣ; Czech: socha; Danish: statue; Dutch: [[standbeeld]]; Elfdalian: staty; Esperanto: statuo; Estonian: kuju; Faroese: standmynd; Fijian: vakatākarakara; Finnish: kuvapatsas, patsas; French: statue; Galician: estatua; Georgian: ქანდაკება, სტატუა; German: [[Statue]], [[Standbild]]; Greek: [[άγαλμα]]; Ancient Greek: [[ἄγαλμα]], [[ἄζαλμα]], [[ἀνδρείκελον]], [[ἀνδριάς]], [[ἀπεικόνισμα]], [[ἀπεικονισμός]], [[ἀφίδρυμα]], [[βρέτας]], [[δείκελον]], [[δείκηλον]], [[εἶδος]], [[εἴδωλον]], [[εἰκόνη]], [[εἰκόνιον]], [[εἰκόνισμα]], [[εἰκονογραφία]], [[εἰκών]], [[ἐκτύπωμα]], [[ἵδρυμα]], [[κολοσσός]], [[κολοττός]], [[ξόανον]], [[σίγνον]], [[τύπος]]; Greenlandic: inuusaliaq; Gujarati: પ્રતિમા; Haitian Creole: estati; Hawaiian: kiʻi, kiʻi kālai ʻia; Hebrew: פֶּסֶל‎; Hindi: प्रतिमा, मुर्ती, मूरत; Hungarian: szobor; Icelandic: stytta; Ido: statuo; Ilocano: estátua; Indonesian: patung; Irish: dealbh, íomhá; Italian: statua; Japanese: 像, 彫像, 塑像; Javanese Carakan: ꦉꦕ; Roman: reca; K'iche': atz; Kabardian: сын; Kannada: ಪ್ರತಿಮೆ; Kazakh: мүсін; Khmer: រូបចំលាក់, រូប; Korean: 조상(彫像), 조각상, 상; Kurdish Northern Kurdish: peykel, heykel, senem, pût, kelwaş; Kyrgyz: статуя, айкел; Lao: ຮູບປັ້ນ; Latin: [[statua]]; Latvian: statuja; Limburgish: standjsbeildj; Lingala: ekeko; Lithuanian: statula; Luxembourgish: Statu; Macedonian: статуа, кип; Malagasy: sary vongana; Malay: patung; Maltese: istatwa; Maori: pakoko; Marathi: पुतळा; Mirandese: státua; Mongolian: хөшөө; Montagnais: innitsheuan; Neapolitan: statola; Northern Sami: bázzi; Norwegian Bokmål: statue; Nynorsk: statue; Occitan: estatua; Ojibwe: mazinichigan; Old English: anlīcnes; Old South Arabian: 𐩮𐩡𐩣𐩬‎; Oriya: ମୂର୍ତି; Papiamentu: estatua; Parthian: 𐭐𐭕𐭊𐭓‎; Persian: تندیس‎, هیکل‎; Polish: posąg, statua; Portuguese: estátua; Punjabi: मूति; Rapa Nui: mo'ai; Romagnol: stêtuva; Romanian: statuie, statuă; Romansch: statua; Russian: статуя; Samogitian: statola; Sanskrit: प्रतिमा; Scottish Gaelic: buinne, ìomhaigh; Serbo-Croatian Cyrillic: статуа, кип; Roman: statua, kip; Shan: ႁုၼ်ႇႁၢင်ႈ; Sicilian: stàtua; Sinhalese: පිළිමය; Slovak: socha; Slovene: kip; Sorbian Upper Sorbian: statua, postawa; Spanish: [[estatua]]; Sundanese: patung; Swahili: sanamu; Swedish: staty, stod; Tagoi: istatuwa; Tajik: ҳайкал, муҷассама; Tamil: சிலை, உருவம்; Telugu: ప్రతిమ, విగ్రహం; Thai: รูปปั้น; Tibetan: འདྲ་སྐུ, འདྲ་གཞུགས, སྐུ་འདྲ, སྐུ་བརྙན; Tigrinya: ሓወልቲ; Turkish: heykel, yontu, kurçak; Turkmen: heýkel; Ugaritic: 𐎕𐎍𐎎; Ukrainian: статуя; Urdu: مجسمہ‎; Uyghur: ھەيكەل‎; Uzbek: haykal; Vietnamese: tượng; Volapük: magot; Welsh: statud, cerflun; West Frisian: stânbyld; Yiddish: סטאַטוע‎; Zazaki: heykel
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοσσός Medium diacritics: κολοσσός Low diacritics: κολοσσός Capitals: ΚΟΛΟΣΣΟΣ
Transliteration A: kolossós Transliteration B: kolossos Transliteration C: kolossos Beta Code: kolosso/s

English (LSJ)

ὁ (also ἡ, v. infr.), κολοττός D.S.1.67:—
A colossus, gigantic statue, in Hdt. always of Egyptian works, 2.130, al.; of other colossal statues, Thphr.Fr.128, Sopat.1, Plb.18.16.2, Plin.HN34.45, Luc.Hist.Conscr.23, D.C.66.15; ὁ κολοσσὸς ὁ ἡμαρτημένος Longin.36.3; dub. in IG12.577, 12(3).1015.
2 generally, statue, A.Ag.416 (lyr.), Schwyzer 89.17 (Argos, iii B.C.), Theoc.22.47; of small images, κολοσὸς (acc. pl.),… ἔρσενα καὶ θήλειαν ἢ καλίνοςγαίνος Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene): also fem., τὰς κ. ibid.

German (Pape)

[Seite 1475] ὁ, der Koloß, die Riesenbildsäule, über Lebensgröße; Her. 2, 149. 175; ξύλινοι, χάλκεοι, 3, 130. 152; εὔμορφοι Aesch. Ag. 405; übh. Bildsäule, Theocr. 22, 47; τοῦ Ἡρακλέους Plut. Fab. 22 u. A. Bes. der 70 Ellen hohe, dem Sonnengotte zu Ehren errichtete eherne Koloß auf Rhodus, Luc. histor. conscr. 23; vgl. Plut. ad princ. inerud. 2. – Nach E. M. von κολούειν – ὄσσε, ὡς μὴ ἐφικνουμένων τῶν ὀφθαλμῶν ὁρᾶν.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
colosse, statue de dimensions énormes.
Étymologie: DELG emprunt médit. certain.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολοσσός zie κολοττός.

Russian (Dvoretsky)

κολοσσός: ὁ колосс, т. е. статуя размерами больше натуральной величины (ξύλινος Her.; εὔμορφος Aesch.; τοῦ Ἡρακλέους Plut.); преимущ. колосс Родосский (33 метровая статуя бога солнца у входа в Родосский порт; погибла во время землетрясения в 224 г. до н. э.) Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κολοσσός: ὁ, γιγαντιαῖον ἄγαλμα, παρ’ Ἡροδ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν κολοσσιαίων, ἀγαλμάτων τῶν ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Αἰγυπτίων, 2. 130, 131, 143, 149, καὶ ἀλλ.· τινὰ αὐτῶν μνημονεύονται ὡς ἔχοντα ὕψος εἴκοσι ποδῶν, 2. 176· ἕτερα 75 ποδῶν, αὐτόθι· ― ἀλλ’ ὡσαύτως, ὡς φαίνεται, καὶ ἁπλῶς ἄγαλμα ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τὸ μέγεθος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 416 (τὸ μόνον χωρίον ἔνθα εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ.), Θεόκρ. 22. 47· κολοττὸς ἐν Διοδ. 1. 67. ― Ὁ περιφημότατος κολοσσὸς ἦτο ὁ τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Ρόδῳ ἔχων ὕψος ἑβδομήκοντα πήχεων, κατασκευασθεὶς κατὰ τοὺς χρόνους Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 23, κτλ.· πρβλ. λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων.

Greek Monolingual

ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή)
ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῦ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. υπερμεγέθης, πελώριος («αυτός ο άνθρωπος είναι κολοσσός»)
2. αυτός που έχει μία ιδιότητα σε υπέρτατο βαθμό («είναι κολοσσός εντιμότητας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι μάλλον μεσογειακό δάνειο
στη διατύπωση της υπόθεσης αυτής συντελεί η εμφάνιση του επιθήματος -σσός. Συνδέεται με τα τοπωνύμια Κολοσσαί, Κολοφών].

Greek Monotonic

κολοσσός: ὁ, Κολοσσός, λέγεται για τα τεράστια αγάλματα στους ναούς της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.· γενικά, άγαλμα, σε Αισχύλ., Θεόκρ.· ο πιο διάσημος Κολοσσός ήταν αυτός του Απόλλωνα στη Ρόδο, εβδομήντα πήχεις ψηλός, φτιαγμένος στον καιρό του Δημητρίου του Πολιορκητή, σε Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. (Cyrene also f.)
Meaning: gigantic statue, coloss (Hdt. [only about Egypt], hell.), also statue in gen. (A., hell.), figure, puppet (Cyrene; cf. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927: 19, 155ff.);
Other forms: -ττ- D. S., -σ- Cyrene.
Compounds: as 1. member e. g. in κολοσσο-ποιός (Hero).
Derivatives: κολοσσιαῖος (D. S. [-ττ-], Ph., Pap.), -ικός (D. S. [-ττ-], Str., Plu.) with the measures of a c., colossal.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The (suffixal) element -σσ- points to foreign Mediterranean origin; s. Chantraine Formation 34, Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181; hesitating agreement of Kretschmer Glotta 21, 159. Bq compares the also dark κολεκάνος (-οκ-) long, meager man (Stratt., H.). No IE. etymology (no to κολωνός etc.; s. Bq). A typical Pre-Greek word. Ample about κολοσσός Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.

Middle Liddell

κολοσσός, οῦ,
a colossus, of the huge statues in the Egypt. temples, Hdt.: generally a statue, Aesch., Theocr. The most famous Colossus was that of Apollo at Rhodes, 70 cubits high, made in the time of Demetrius Poliorcetes, Luc. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

κολοσσός: {kolossós}
Forms: (-ττ- D. S., -σ- Kyrene)
Grammar: m. (Kyrene auch f.)
Meaning: Riesenstatue, Koloß (Hdt. [nur von Ägypten], hell.), auch Statue im allg. (A., hell.), Figur, Puppe (Kyrene; vgl. v. Wilamowitz BerlAkSb. 1927: 19, 155ff.);
Composita: als Vorderglied u. a. in κολοσσοποιός (Hero).
Derivative: Davon κολοσσιαῖος (D. S. [-ττ-], Ph., Pap. u. a.), -ικός (D. S. [-ττ-], Str., Plu. u. a.) ‘die Maße eines K. habend, riesengroß, kolossal'.
Etymology: Schon das (suffixale) Element -σσ- läßt fremde mediterrane Herkunft vermuten; s. Chantraine Formation 34 m. Lit., Lamer IF 48, 233, Krahe Die Antike 15, 181 u. A.; zögernde Zustimmung bei Kretschmer Glotta 21, 159. Bq vergleicht das ebenfalls dunkle κολεκάνος (-οκ-) langer, magerer Mensch (Stratt., H.). — Die idg. Etymologien (zu κολωνός usw.; s. Bq) sind hinfällig. Ausführlich über κολοσσός Benveniste Rev. de phil. 58, 118ff.
Page 1,903-904

Translations

gigantic statue

Bulgarian: колос; Catalan: colós; Czech: kolos; French: colosse; German: Koloss; Greek: κολοσσός, κολοττός; Hawaiian: koloso; Hungarian: kolosszus; Italian: colosso; Polish: kolos; Portuguese: colosso; Russian: колосс; Spanish: coloso; Swedish: koloss

statue

Afrikaans: standbeeld; Albanian: statujë, shtatore; Arabic: تِمْثال‎, دُمْيَة‎; Egyptian Arabic: تمثال‎; Armenian: արձան, անդրի; Asturian: estatua; Azerbaijani: heykəl; Balinese: arca, togog; Basque: estatua; Belarusian: статуя; Bengali: মূর্তি; Bikol Central: pararangpan; Braj: मूरत; Breton: delwenn; Bulgarian: статуя; Burmese: ရုပ်ထု, ရုပ်တု; Catalan: estàtua; Cebuano: estatuwa; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⴻⴱⴷⴰⴷ; Chinese Cantonese: 雕像, 塑像; Hakka: 雕像, 塑像; Mandarin: 雕像, 塑像; Min Nan: 雕像, 塑像; Chuukese: nios; Coptic: ⲙⲏⲓⲛⲓ; Corsican: statua; Cree: ᐊᔨᓯᓂᐦᑳᐣ; Czech: socha; Danish: statue; Dutch: standbeeld; Elfdalian: staty; Esperanto: statuo; Estonian: kuju; Faroese: standmynd; Fijian: vakatākarakara; Finnish: kuvapatsas, patsas; French: statue; Galician: estatua; Georgian: ქანდაკება, სტატუა; German: Statue, Standbild; Greek: άγαλμα; Ancient Greek: ἄγαλμα, ἄζαλμα, ἀνδρείκελον, ἀνδριάς, ἀπεικόνισμα, ἀπεικονισμός, ἀφίδρυμα, βρέτας, δείκελον, δείκηλον, εἶδος, εἴδωλον, εἰκόνη, εἰκόνιον, εἰκόνισμα, εἰκονογραφία, εἰκών, ἐκτύπωμα, ἵδρυμα, κολοσσός, κολοττός, ξόανον, σίγνον, τύπος; Greenlandic: inuusaliaq; Gujarati: પ્રતિમા; Haitian Creole: estati; Hawaiian: kiʻi, kiʻi kālai ʻia; Hebrew: פֶּסֶל‎; Hindi: प्रतिमा, मुर्ती, मूरत; Hungarian: szobor; Icelandic: stytta; Ido: statuo; Ilocano: estátua; Indonesian: patung; Irish: dealbh, íomhá; Italian: statua; Japanese: 像, 彫像, 塑像; Javanese Carakan: ꦉꦕ; Roman: reca; K'iche': atz; Kabardian: сын; Kannada: ಪ್ರತಿಮೆ; Kazakh: мүсін; Khmer: រូបចំលាក់, រូប; Korean: 조상(彫像), 조각상, 상; Kurdish Northern Kurdish: peykel, heykel, senem, pût, kelwaş; Kyrgyz: статуя, айкел; Lao: ຮູບປັ້ນ; Latin: statua; Latvian: statuja; Limburgish: standjsbeildj; Lingala: ekeko; Lithuanian: statula; Luxembourgish: Statu; Macedonian: статуа, кип; Malagasy: sary vongana; Malay: patung; Maltese: istatwa; Maori: pakoko; Marathi: पुतळा; Mirandese: státua; Mongolian: хөшөө; Montagnais: innitsheuan; Neapolitan: statola; Northern Sami: bázzi; Norwegian Bokmål: statue; Nynorsk: statue; Occitan: estatua; Ojibwe: mazinichigan; Old English: anlīcnes; Old South Arabian: 𐩮𐩡𐩣𐩬‎; Oriya: ମୂର୍ତି; Papiamentu: estatua; Parthian: 𐭐𐭕𐭊𐭓‎; Persian: تندیس‎, هیکل‎; Polish: posąg, statua; Portuguese: estátua; Punjabi: मूति; Rapa Nui: mo'ai; Romagnol: stêtuva; Romanian: statuie, statuă; Romansch: statua; Russian: статуя; Samogitian: statola; Sanskrit: प्रतिमा; Scottish Gaelic: buinne, ìomhaigh; Serbo-Croatian Cyrillic: статуа, кип; Roman: statua, kip; Shan: ႁုၼ်ႇႁၢင်ႈ; Sicilian: stàtua; Sinhalese: පිළිමය; Slovak: socha; Slovene: kip; Sorbian Upper Sorbian: statua, postawa; Spanish: estatua; Sundanese: patung; Swahili: sanamu; Swedish: staty, stod; Tagoi: istatuwa; Tajik: ҳайкал, муҷассама; Tamil: சிலை, உருவம்; Telugu: ప్రతిమ, విగ్రహం; Thai: รูปปั้น; Tibetan: འདྲ་སྐུ, འདྲ་གཞུགས, སྐུ་འདྲ, སྐུ་བརྙན; Tigrinya: ሓወልቲ; Turkish: heykel, yontu, kurçak; Turkmen: heýkel; Ugaritic: 𐎕𐎍𐎎; Ukrainian: статуя; Urdu: مجسمہ‎; Uyghur: ھەيكەل‎; Uzbek: haykal; Vietnamese: tượng; Volapük: magot; Welsh: statud, cerflun; West Frisian: stânbyld; Yiddish: סטאַטוע‎; Zazaki: heykel