ὑβριστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yvristikos
|Transliteration C=yvristikos
|Beta Code=u(bristiko/s
|Beta Code=u(bristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hubristic]], given to [[wantonness]], [[insolent]], [[outrageous]], of persons, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>396b</span>, etc.; of words, acts, etc., ἔπος <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>252b</span>; ὑ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολή <span class="bibl">Aeschin.3.238</span>; ὑ. διάθεσις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1385b31</span>; <b class="b3">ὑ. ἀδικήματα</b> [[such as proceed from wanton insolence]], ib.<span class="bibl">1391a19</span>; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγοντες <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>307b</span>; παθὼν ὑ. καὶ δεινά <span class="bibl">D.45.1</span>; ὃ καὶ -κώτατον συμβέβηκεν <span class="bibl">Id.17.23</span>: τὸ -κόν <b class="b2">an insolent disposition</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.10.5</span>: <b class="b3">τὰ Ὑ</b>., name of a festival at Argos, Plu.2.245e. Adv. -κῶς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Chrm.</span>175d</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.1.33</span> (v.l.), etc.; -κῶς διακεῖσθαι <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>53.3</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">D.22.54</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., of vines, [[wanton]], [[luxuriant]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.15.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[of]] or [[relating to an outrage]], διήγησις <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>11</span>.</span>
|Definition=ὑβριστική, ὑβριστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[hubristic]], given to [[wantonness]], [[insolent]], [[outrageous]], of persons, Pl.Cra.396b, etc.; of words, acts, etc., ἔπος Id.Phdr.252b; ὑ. καὶ [[βάρβαρος]] ἐπιστολή Aeschin.3.238; ὑ. [[διάθεσις]] Arist.Rh.1385b31; ὑβριστικὰ ἀδικήματα = [[offence]]s as [[proceed]] from [[wanton]] [[insolence]], ib.1391a19; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγοντες Pl.Plt.307b; παθὼν ὑ. καὶ δεινά D.45.1; ὃ καὶ [[ὑβριστικώτατον]] συμβέβηκεν Id.17.23: [[τὸ ὑβριστικόν]] = an [[insolent]] [[disposition]], X.Mem.3.10.5: [[τὰ Ὑβριστικά]], [[Hybristica]], name of a [[festival]] at [[Argos]], Plu.2.245e. Adv. [[ὑβριστικῶς]] Pl.Chrm.175d, X.Cyr.8.1.33 ([[varia lectio|v.l.]]), etc.; [[ὑβριστικῶς]] [[διακεῖσθαι]] = [[treat]] in an [[insolent]] [[way]] Lys.Fr.53.3: Comp. [[ὑβριστικώτερον]] D.22.54.<br><span class="bld">2</span> metaph., of [[vine]]s, [[wanton]], [[luxuriant]], Thphr.CP3.15.4.<br><span class="bld">II</span> [[of]] or relating to an [[outrage]], [[διήγησις]] D.H.Dem.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1170.png Seite 1170]] zu übermüthiger, frecher Behandlung geneigt, gewaltthätig, übermüthig, frech, muthwillig; ὑβριστικὰ καὶ δεινὰ παθών, Dem. 45, 1; im superl., 17, 23; τὸ ὑβριστικόν, die Neigung zur [[ὕβρις]], im Ggstz von σωφρονητικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5; – [[διήγησις]] ὑβριστική, Erzählung einer Mißhandlung, D. Hal. de vi Dem. 11. – Adv. ὑβριστικῶς, Xen. Cyr. 8, 1, 33; Plat. Charm. 175 d u. öfter; u. Folgde, wie Pol. 1, 70, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1170.png Seite 1170]] zu übermütiger, frecher Behandlung geneigt, gewaltthätig, übermütig, frech, muthwillig; ὑβριστικὰ καὶ δεινὰ παθών, Dem. 45, 1; im superl., 17, 23; τὸ ὑβριστικόν, die Neigung zur [[ὕβρις]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von σωφρονητικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5; – [[διήγησις]] ὑβριστική, Erzählung einer Mißhandlung, D. Hal. de vi Dem. 11. – Adv. ὑβριστικῶς, Xen. Cyr. 8, 1, 33; Plat. Charm. 175 d u. öfter; u. Folgde, wie Pol. 1, 70, 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à qqe excès :<br /><b>1</b> [[qui s'abandonne à des excès]] ; τὰ ὑβριστικά PLUT fête des divertissements, <i>à Argos</i>;<br /><b>2</b> [[insolent]], [[arrogant]] <i>ou</i> violent, fougueux ; τὸ ὑβριστικόν XÉN le penchant à l'insolence <i>ou</i> à la violence;<br /><i>Sp.</i> ὑβριστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑβρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑβριστικός:''' [[наглый]], [[высокомерный]], [[дерзкий]] ([[ἔπος]] Plat.; [[ἐπιστολή]] Aeschin.). - см. тж. [[ὑβριστικά]] и [[ὑβριστικόν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑβριστικός''': ή, ον, δεδομένος εἰς ὕβριν, [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], [[βίαιος]], [[ἀλαζονικός]], [[ἀχαλίνωτος]], [[ἀκόλαστος]], ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Κρατύλ. 396Β, κλπ.· ἐπὶ λόγων, πράξεων κλπ., [[ἔπος]] ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 252Β· ὑβρ. καὶ [[βάρβαρος]] ἐπιστολὴ Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ.· ὑβρ. [[διάθεσις]] Ἀριστ. Ρητ. 2. 8. 6· ὑβρ. ἀδικήματα, τὰ προερχόμενα ἐξ ἀκολάστου καὶ αὐθάδους ἀλαζονείας, [[αὐτόθι]] 2. 16. 4· ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτικ. 307Β· ὑβρ. καὶ δεινὰ παθεῖν Δημ. 1101. 13· ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκε ὁ αὐτ. 218. 6· - τὸ ὑβριστικόν, [[διάθεσις]] ὑβριστική, ἀλαζονική, [[αὐθάδης]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· - τὰ ὑβριστικά, [[ἑορτή]] τις τῶν γυναικῶν ἐν Ἄργει, Πλούτ. 2. 245Ε. - Ἐπίρρ -κῶς, Πλάτ. Χαρμ. 175D, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 33, κλπ.· ὑβριστικῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι Λυσίου Ἀποσπ. 31. 3· συγκρ. -ώτερον. Δημ. 610. 1. 2) μεταφορ., ἐπὶ [[ἀμπέλων]], ὀργῶσα πρὸς αὔξησιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὕβριν, [[διήγησις]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 11.
|lstext='''ὑβριστικός''': ή, ον, δεδομένος εἰς ὕβριν, [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], [[βίαιος]], [[ἀλαζονικός]], [[ἀχαλίνωτος]], [[ἀκόλαστος]], ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Κρατύλ. 396Β, κλπ.· ἐπὶ λόγων, πράξεων κλπ., [[ἔπος]] ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 252Β· ὑβρ. καὶ [[βάρβαρος]] ἐπιστολὴ Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ.· ὑβρ. [[διάθεσις]] Ἀριστ. Ρητ. 2. 8. 6· ὑβρ. ἀδικήματα, τὰ προερχόμενα ἐξ ἀκολάστου καὶ αὐθάδους ἀλαζονείας, [[αὐτόθι]] 2. 16. 4· ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτικ. 307Β· ὑβρ. καὶ δεινὰ παθεῖν Δημ. 1101. 13· ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκε ὁ αὐτ. 218. 6· - τὸ ὑβριστικόν, [[διάθεσις]] ὑβριστική, ἀλαζονική, [[αὐθάδης]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· - τὰ ὑβριστικά, [[ἑορτή]] τις τῶν γυναικῶν ἐν Ἄργει, Πλούτ. 2. 245Ε. - Ἐπίρρ -κῶς, Πλάτ. Χαρμ. 175D, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 33, κλπ.· ὑβριστικῶς διακεῖσθαι [[πρός]] τι Λυσίου Ἀποσπ. 31. 3· συγκρ. -ώτερον. Δημ. 610. 1. 2) μεταφορ., ἐπὶ [[ἀμπέλων]], ὀργῶσα πρὸς αὔξησιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὕβριν, [[διήγησις]] Διον. Ἁλ. π. Δημ. 11.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à qqe excès :<br /><b>1</b> qui s’abandonne à des excès ; τὰ ὑβριστικά PLUT fête des divertissements, <i>à Argos</i>;<br /><b>2</b> insolent, arrogant <i>ou</i> violent, fougueux ; τὸ ὑβριστικόν XÉN le penchant à l’insolence <i>ou</i> à la violence;<br /><i>Sp.</i> ὑβριστικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑβρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑβριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑβρίζω]]<br />(για [[λόγια]] ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, [[προσβλητικός]] (α. «υβριστική [[συμπεριφορά]]» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.<br />γ. «ὑβριστικὴ [[διήγησις]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[θρασύς]], [[αυθάδης]] ή [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> (για φυτά και [[κυρίως]] για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη [[ανάπτυξη]] («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῡ ἧρος δεῑ τμηθῆναι», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑβριστικόν</i><br />[[αυθάδεια]], [[αναίδεια]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Ὑβριστικά</i><br />[[γιορτή]] τών Αργείων σε [[ανάμνηση]] της Τηλεσίλλης, [[γιορτή]] [[κατά]] την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη [[θρασύτητα]] και [[αυθάδεια]] και τα οποία αποτελούν [[προσβολή]] για τον αποδέκτη τους (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υβριστικώς]] / <i>ὑβριστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υβριστικά</i> Ν<br />με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[αναίδεια]], με [[αυθάδεια]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑβριστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑβρίζω]]<br />(για [[λόγια]] ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, [[προσβλητικός]] (α. «υβριστική [[συμπεριφορά]]» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.<br />γ. «ὑβριστικὴ [[διήγησις]]», Δίον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[θρασύς]], [[αυθάδης]] ή [[βίαιος]]<br /><b>2.</b> (για φυτά και [[κυρίως]] για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη [[ανάπτυξη]] («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῦ ἧρος δεῖ τμηθῆναι», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑβριστικόν</i><br />[[αυθάδεια]], [[αναίδεια]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Ὑβριστικά</i><br />[[γιορτή]] τών Αργείων σε [[ανάμνηση]] της Τηλεσίλλης, [[γιορτή]] [[κατά]] την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη [[θρασύτητα]] και [[αυθάδεια]] και τα οποία αποτελούν [[προσβολή]] για τον αποδέκτη τους (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υβριστικώς]] / <i>ὑβριστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>υβριστικά</i> Ν<br />με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br />με [[αναίδεια]], με [[αυθάδεια]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑβριστικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει παραδοθεί, επιδοθεί στην ύβρη, [[αυθάδης]], [[αναιδής]], [[προσβλητικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ ὑβριστικόν</i>, [[αναιδής]], [[αυθάδης]], ιταμή [[διάθεση]], σε Ξεν.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ὑβριστικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει παραδοθεί, επιδοθεί στην ύβρη, [[αυθάδης]], [[αναιδής]], [[προσβλητικός]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>τὸ ὑβριστικόν</i>, [[αναιδής]], [[αυθάδης]], ιταμή [[διάθεση]], σε Ξεν.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλάτ.· συγκρ. <i>-ώτερον</i>, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑβριστικός:''' наглый, высокомерный, дерзкий ([[ἔπος]] Plat.; [[ἐπιστολή]] Aeschin.). - см. тж. [[ὑβριστικά]] и [[ὑβριστικόν]].
|mdlsjtxt=[[ὑβριστικός]], ή, όν [from [[ὑβριστής]]<br />given to [[wantonness]], [[wanton]], [[insolent]], [[outrageous]], Plat., etc.:— τὸ ὑβριστικόν an [[insolent]] [[disposition]], Xen.:—adv. [[ὑβριστικῶς]], Plat.; comp. -ώτερον, Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mdlsjtxt=[[ὑβριστικός]], ή, όν [from [[ὑβριστής]]<br />given to [[wantonness]], [[wanton]], [[insolent]], [[outrageous]], Plat., etc.:— τὸ ὑβριστικόν an [[insolent]] [[disposition]], Xen.:—adv. -κῶς, Plat.; comp. -ώτερον, Dem.
|woodrun=[[impertinent]], [[impudent]], [[incontinent]], [[insolent]], [[insulting]], [[licentious]], [[saucy]], [[shameless]], [[wanton]]
}}
}}

Latest revision as of 05:39, 14 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβριστικός Medium diacritics: ὑβριστικός Low diacritics: υβριστικός Capitals: ΥΒΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hybristikós Transliteration B: hybristikos Transliteration C: yvristikos Beta Code: u(bristiko/s

English (LSJ)

ὑβριστική, ὑβριστικόν,
A hubristic, given to wantonness, insolent, outrageous, of persons, Pl.Cra.396b, etc.; of words, acts, etc., ἔπος Id.Phdr.252b; ὑ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολή Aeschin.3.238; ὑ. διάθεσις Arist.Rh.1385b31; ὑβριστικὰ ἀδικήματα = offences as proceed from wanton insolence, ib.1391a19; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγοντες Pl.Plt.307b; παθὼν ὑ. καὶ δεινά D.45.1; ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκεν Id.17.23: τὸ ὑβριστικόν = an insolent disposition, X.Mem.3.10.5: τὰ Ὑβριστικά, Hybristica, name of a festival at Argos, Plu.2.245e. Adv. ὑβριστικῶς Pl.Chrm.175d, X.Cyr.8.1.33 (v.l.), etc.; ὑβριστικῶς διακεῖσθαι = treat in an insolent way Lys.Fr.53.3: Comp. ὑβριστικώτερον D.22.54.
2 metaph., of vines, wanton, luxuriant, Thphr.CP3.15.4.
II of or relating to an outrage, διήγησις D.H.Dem.11.

German (Pape)

[Seite 1170] zu übermütiger, frecher Behandlung geneigt, gewaltthätig, übermütig, frech, muthwillig; ὑβριστικὰ καὶ δεινὰ παθών, Dem. 45, 1; im superl., 17, 23; τὸ ὑβριστικόν, die Neigung zur ὕβρις, im Gegensatz von σωφρονητικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5; – διήγησις ὑβριστική, Erzählung einer Mißhandlung, D. Hal. de vi Dem. 11. – Adv. ὑβριστικῶς, Xen. Cyr. 8, 1, 33; Plat. Charm. 175 d u. öfter; u. Folgde, wie Pol. 1, 70, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à qqe excès :
1 qui s'abandonne à des excès ; τὰ ὑβριστικά PLUT fête des divertissements, à Argos;
2 insolent, arrogant ou violent, fougueux ; τὸ ὑβριστικόν XÉN le penchant à l'insolence ou à la violence;
Sp. ὑβριστικώτατος.
Étymologie: ὑβρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑβριστικός: наглый, высокомерный, дерзкий (ἔπος Plat.; ἐπιστολή Aeschin.). - см. тж. ὑβριστικά и ὑβριστικόν.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβριστικός: ή, ον, δεδομένος εἰς ὕβριν, θρασύς, αὐθάδης, βίαιος, ἀλαζονικός, ἀχαλίνωτος, ἀκόλαστος, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Κρατύλ. 396Β, κλπ.· ἐπὶ λόγων, πράξεων κλπ., ἔπος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 252Β· ὑβρ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολὴ Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ.· ὑβρ. διάθεσις Ἀριστ. Ρητ. 2. 8. 6· ὑβρ. ἀδικήματα, τὰ προερχόμενα ἐξ ἀκολάστου καὶ αὐθάδους ἀλαζονείας, αὐτόθι 2. 16. 4· ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτικ. 307Β· ὑβρ. καὶ δεινὰ παθεῖν Δημ. 1101. 13· ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκε ὁ αὐτ. 218. 6· - τὸ ὑβριστικόν, διάθεσις ὑβριστική, ἀλαζονική, αὐθάδης, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· - τὰ ὑβριστικά, ἑορτή τις τῶν γυναικῶν ἐν Ἄργει, Πλούτ. 2. 245Ε. - Ἐπίρρ -κῶς, Πλάτ. Χαρμ. 175D, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 33, κλπ.· ὑβριστικῶς διακεῖσθαι πρός τι Λυσίου Ἀποσπ. 31. 3· συγκρ. -ώτερον. Δημ. 610. 1. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀμπέλων, ὀργῶσα πρὸς αὔξησιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὕβριν, διήγησις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑβριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑβρίζω
(για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.
γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον. Αλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) θρασύς, αυθάδης ή βίαιος
2. (για φυτά και κυρίως για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη ανάπτυξη («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῦ ἧρος δεῖ τμηθῆναι», Θεόφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑβριστικόν
αυθάδεια, αναίδεια
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Ὑβριστικά
γιορτή τών Αργείων σε ανάμνηση της Τηλεσίλλης, γιορτή κατά την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους
5. φρ. «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη θρασύτητα και αυθάδεια και τα οποία αποτελούν προσβολή για τον αποδέκτη τους (Αριστοτ.).
επίρρ...
υβριστικώς / ὑβριστικῶς ΝΜΑ, και υβριστικά Ν
με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο
αρχ.
με αναίδεια, με αυθάδεια.

Greek Monotonic

ὑβριστικός: -ή, -όν, αυτός που έχει παραδοθεί, επιδοθεί στην ύβρη, αυθάδης, αναιδής, προσβλητικός, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ ὑβριστικόν, αναιδής, αυθάδης, ιταμή διάθεση, σε Ξεν.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ.· συγκρ. -ώτερον, σε Δημ.

Middle Liddell

ὑβριστικός, ή, όν [from ὑβριστής
given to wantonness, wanton, insolent, outrageous, Plat., etc.:— τὸ ὑβριστικόν an insolent disposition, Xen.:—adv. ὑβριστικῶς, Plat.; comp. -ώτερον, Dem.

English (Woodhouse)

impertinent, impudent, incontinent, insolent, insulting, licentious, saucy, shameless, wanton

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)