νηλεής: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " Vermutung" to " Vermutung")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nileis
|Transliteration C=nileis
|Beta Code=nhleh/s
|Beta Code=nhleh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[νηλής]]; cf. [[ἀνηλεής]].</span>
|Definition=νηλεές, v. [[νηλής]]; cf. [[ἀνηλεής]].
}}
{{ls
|lstext='''νηλεής''': -ές, ἴδε [[νηλής]], καὶ πρβλ. [[ἀνηλεής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> impitoyable;<br /><b>2</b> qui n’inspire pas de pitié, qu’on ne pleure pas ; traité sans pitié.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἔλεος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(νη-, [[ἔλεος]]): [[pitiless]], [[ruthless]], [[relentless]]; of persons, and [[often]] [[fig]]., [[θῦμός]], [[ἦτορ]], [[δεσμός]], νηλεὲς [[ἦμαρ]], ‘[[day]] of [[death]]’; [[ὕπνος]], of a [[sleep]] [[productive]] of [[disastrous]] consequences, Od. 12.372.
|auten=(νη-, [[ἔλεος]]): [[pitiless]], [[ruthless]], [[relentless]]; of persons, and [[often]] [[fig]]., [[θῦμός]], [[ἦτορ]], [[δεσμός]], νηλεὲς [[ἦμαρ]], ‘[[day]] of [[death]]’; [[ὕπνος]], of a [[sleep]] [[productive]] of [[disastrous]] consequences, Od. 12.372.
}}
}}
{{grml
{{bailly
|mltxt=[[νηλεής]] και [[νηλής]] και επικ. τ. νηλειής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ανηλεής]], [[σκληρός]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός τον οποίο [[κανείς]] δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... [[σῶμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νηλεὲς [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] του θανάτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηλεώς</i> και επικ. τ. <i>νηλειώς</i> (Α)<br />με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νηλεής]] [[είναι]] σύνθετη <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλεος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ηλεής</i>. Ο τ. [[νηλής]] από το [[νηλεής]] με [[συναίρεση]], ενώ ο τ. <i>νηλειής</i> με -<i>ει</i>- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα [[δεσμά]], την [[ημέρα]] του θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις της λ. στηρίχθηκε η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό δεν [[είναι]] η λ. [[ἔλεος]] [[αλλά]] το ρ. [[ἀλέομαι]] «[[ξεφεύγω]], [[δραπετεύω]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], θεωρήθηκε ότι και η λ. [[ἔλεος]] προέρχεται από [[νηλεής]] με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει [[κανείς]]», που εξελίχθηκε στη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Η [[άποψη]] όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, [[καθώς]] η λ. [[νηλεής]] ως επίθ. προσδιοριστικό του [[χαλκός]] και της ημέρας του θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Το ανθρωπωνύμιο [[Νηλεύς]], [[τέλος]], έχει συνδεθεί [[μάλλον]] παρετυμολογικά με το [[νηλεής]], ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. [[νέομαι]]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[impitoyable]];<br /><b>2</b> qui n'inspire pas de pitié, qu'on ne pleure pas ; traité sans pitié.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ἔλεος]].
}}
}}
{{lsm
{{pape
|lsmtext='''νηλεής:''' -ές, βλ. [[νηλής]].
|ptext=ές (νη-, [[ἔλεος]]), <i>ohne [[Mitleid]], [[unbarmherzig]]</i>; νηλεὲς [[ἦμαρ]], vom Todestage, <i>Il</i>. 11.484, 588, <i>Od</i>. 9.17 und [[öfter]]; [[ἦτορ]], 9.497; [[θυμός]], [[δεσμός]] und ä., auch [[ὕπνος]], <i>[[unbarmherziger]] [[Schlaf]], der ohne [[Mitleid]] zuläßt, daß [[während]] [[seiner]] [[Dauer]] ein [[Unglück]] über den Schlafenden hereinbricht, Od</i>. 12.372; vgl. [[ἀνηλεής]] und s. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 711, auch [[νηλειής]], [[νηλής]]; νηλεεῖ νόῳ, Pind. frg. 168;<br>• adv. [[νηλεῶς]], Aesch. <i>Ch</i>. 240; und [[dafür]] νηλεές, ἔκειτο ν. κυνοσπάρακτον [[σῶμα]], Soph. <i>Ant</i>. 1182; [[einzeln]] bei sp.D.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νηλεής:''' эп. [[νηλειής]], стяж. [[νηλής]] 2 [[ἔλεος]]<br /><b class="num">1)</b> безжалостный, жестокий ([[ἦτορ]], [[δεσμός]], [[θυμός]], [[ἦμαρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> не вызывающий страдания, безжалостно брошенный ([[σῶμα]] Soph.).
|elrutext='''νηλεής:''' эп. [[νηλειής]], стяж. [[νηλής]] 2 [[ἔλεος]]<br /><b class="num">1</b> [[безжалостный]], [[жестокий]] ([[ἦτορ]], [[δεσμός]], [[θυμός]], [[ἦμαρ]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[не вызывающий страдания]], [[безжалостно брошенный]] ([[σῶμα]] Soph.).
}}
{{grml
|mltxt=[[νηλεής]] και [[νηλής]] και επικ. τ. [[νηλειής]], νηλειές (Α)<br /><b>1.</b> [[ανηλεής]], [[σκληρός]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός τον οποίο [[κανείς]] δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... [[σῶμα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νηλεὲς [[ἦμαρ]]» — η [[ημέρα]] του θανάτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηλεώς</i> και επικ. τ. <i>νηλειώς</i> (Α)<br />με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νηλεής]] [[είναι]] σύνθετη <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλεος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ηλεής</i>. Ο τ. [[νηλής]] από το [[νηλεής]] με [[συναίρεση]], ενώ ο τ. <i>νηλειής</i> με -<i>ει</i>- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα [[δεσμά]], την [[ημέρα]] του θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις της λ. στηρίχθηκε η [[άποψη]] ότι το β' συνθετικό δεν [[είναι]] η λ. [[ἔλεος]] [[αλλά]] το ρ. [[ἀλέομαι]] «[[ξεφεύγω]], [[δραπετεύω]]». Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], θεωρήθηκε ότι και η λ. [[ἔλεος]] προέρχεται από [[νηλεής]] με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει [[κανείς]]», που εξελίχθηκε στη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Η [[άποψη]] όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, [[καθώς]] η λ. [[νηλεής]] ως επίθ. προσδιοριστικό του [[χαλκός]] και της ημέρας του θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «[[χωρίς]] [[έλεος]]». Το ανθρωπωνύμιο [[Νηλεύς]], [[τέλος]], έχει συνδεθεί [[μάλλον]] παρετυμολογικά με το [[νηλεής]], ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. [[νέομαι]]].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[without compassion]], [[pitiless]]; also [[unescapable]], [[unavoidable]] (in <b class="b3">νηλεες ἦμαρ</b> a.o.).<br />Other forms: <b class="b3">-εές</b> (ep. poet. Il.); metr. lengthened [[νηλειής]], <b class="b3">-ειές</b> (Hes. Th. 770 a. h. Ven. 245 [verse-begin], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)<br />Compounds: As 1. member a.o. in <b class="b3">νηλεό-ποινος</b> [[punishing pitilessly]] (Hes.).<br />Origin: IE [Indo-European] [???] <b class="b2">*n̥-h₁leu̯-es-</b> [[pitiless]]<br />Etymology: In the sense of [[without pity]] from the negation <b class="b2">*n̥</b> and [[ἔλεος]] (< <b class="b2">*h₁leu̯os</b>, s.v.) or [[ἐλεέω]]; as [[unescapable]] from [[ἀλέομαι]] < <b class="b2">*h₂leu̯-</b> (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). S. Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). -- The PN [[Νηλεύς]] (Hom.) is often connected ("the one without pity" as god of death?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. 36, 1058), but the name is rather Pre-Greek. Quite uncertain hypotheses on pre-gr. origin in Bosshardt 133 and Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[without compassion]], [[pitiless]]; also [[unescapable]], [[unavoidable]] (in <b class="b3">νηλεες ἦμαρ</b> a.o.).<br />Other forms: <b class="b3">-εές</b> (ep. poet. Il.); metr. lengthened [[νηλειής]], <b class="b3">-ειές</b> (Hes. Th. 770 a. h. Ven. 245 [verse-begin], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)<br />Compounds: As 1. member a.o. in <b class="b3">νηλεό-ποινος</b> [[punishing pitilessly]] (Hes.).<br />Origin: IE [Indo-European] [???] <b class="b2">*n̥-h₁leu̯-es-</b> [[pitiless]]<br />Etymology: In the sense of [[without pity]] from the negation <b class="b2">*n̥</b> and [[ἔλεος]] (< <b class="b2">*h₁leu̯os</b>, s.v.) or [[ἐλεέω]]; as [[unescapable]] from [[ἀλέομαι]] < <b class="b2">*h₂leu̯-</b> (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). S. Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). -- The PN [[Νηλεύς]] (Hom.) is often connected ("the one without pity" as god of death?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. 36, 1058), but the name is rather Pre-Greek. Quite uncertain hypotheses on pre-gr. origin in Bosshardt 133 and Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.
}}
{{FriskDe
|ftr='''νηλεής''': -εές (ep. poet. seit Il.);<br />{nēl(e)ḗs}<br />'''Forms''': metr. gedehnt [[νηλειής]], -ειές (Hes. ''Th''. 770 u. ''h''. ''Ven''. 245 [Versanfang], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)<br />'''Meaning''': [[ohne Mitleid]], [[erbarmungslos]], auch [[unentrinnbar]], [[unausweichlich]] (in νηλεὲς [[ἦμαρ]] u.a.)?<br />'''Composita''': Als Vorderglied u.a. in [[νηλεόποινος]] [[mitleidslos strafend]] (Hes.).<br />'''Etymology''': Im Sinn von [[ohne Mitleid]] von der Satznegation *νε und [[ἔλεος]] (s.d.) oder [[ἐλεέω]]; als [[unentrinnbar]] zu [[ἀλέομαι]] (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). Egli Heteroklisie 70 f. (zögernde [[Vermutung]] schon bei Risch 76 A. 1; s. auch dens. Eumusia. Festschrift Howald [1947] 88f.) will [[νηλεής]] nur mit [[ἀλέομαι]] verbinden; die Bed. [[erbarmungslos]] wäre durch sekundäre Umdeutung entstanden; ablehnend Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). Noch fraglicher ist der Versuch Eglis, auch [[ἐλεέω]] einschließlich [[ἔλεος]] als Ausfluß einer weiteren Umdeutung zu erklären. — Auch der PN [[Νηλεύς]] (Hom. usw.) ist mehrfach hierher gestellt worden ("der Mitleidslose" als alter Todesgott?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. ''36, ''1058 m. weiterer Lit.); ganz unsichere Hypothesen über vorgr. Herkunft bei Bosshardt 133 und Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.<br />'''Page''' 2,314-315
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νηλεής]], ές [v. [[νηλής]].]
|mdlsjtxt=[[νηλεής]], ές [v. [[νηλής]].]
}}
}}
{{FriskDe
{{ls
|ftr='''νηλεής''': -εές (ep. poet. seit Il.);<br />{nēl(e)ḗs}<br />'''Forms''': metr. gedehnt [[νηλειής]], -ειές (Hes. ''Th''. 770 u. ''h''. ''Ven''. 245 [Versanfang], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)<br />'''Meaning''': [[ohne Mitleid]], [[erbarmungslos]], auch [[unentrinnbar]], [[unausweichlich]] (in νηλεὲς [[ἦμαρ]] u.a.)?<br />'''Composita''' : Als Vorderglied u.a. in [[νηλεόποινος]] [[mitleidslos strafend]] (Hes.).<br />'''Etymology''' : Im Sinn von [[ohne Mitleid]] von der Satznegation *νε und [[ἔλεος]] (s.d.) oder [[ἐλεέω]]; als [[unentrinnbar]] zu [[ἀλέομαι]] (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). Egli Heteroklisie 70 f. (zögernde Vermutung schon bei Risch 76 A. 1; s. auch dens. Eumusia. Festschrift Howald [1947] 88f.) will [[νηλεής]] nur mit [[ἀλέομαι]] verbinden; die Bed. [[erbarmungslos]] wäre durch sekundäre Umdeutung entstanden; ablehnend Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). Noch fraglicher ist der Versuch Eglis, auch [[ἐλεέω]] einschließlich [[ἔλεος]] als Ausfluß einer weiteren Umdeutung zu erklären. — Auch der PN [[Νηλεύς]] (Hom. usw.) ist mehrfach hierher gestellt worden ("der Mitleidslose" als alter Todesgott?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. ''36, ''1058 m. weiterer Lit.); ganz unsichere Hypothesen über vorgr. Herkunft bei Bosshardt 133 und Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.<br />'''Page''' 2,314-315
|lstext='''νηλεής''': -ές, ἴδε [[νηλής]], καὶ πρβλ. [[ἀνηλεής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νηλεής:''' -ές, βλ. [[νηλής]].
}}
{{trml
|trtx====[[pitiless]]===
Armenian: վատասիրտ, քար; Belarusian: бязлі́тасны, неміласэрны; Bulgarian: безмилостен; Czech: nelítostný, nemilosrdný; Dutch: [[meedogenloos]], [[onbarmhartig]]; Esperanto: senkompata; Faroese: miskunnarleysur, eirindaleysur; Finnish: armoton; French: [[impitoyable]]; Friulian: crudêl; Georgian: შეუბრალებელი, ულმობელი; German: [[erbarmungslos]], [[unbarmherzig]]; Greek: [[αλύπητος]]; Ancient Greek: [[ἀμείλικτος]], [[ἀμείλιχος]], [[ἀνελέητος]], [[ἀνηλέητος]], [[ἀνηλεγής]], [[ἀνηλεής]], [[ἀνηλής]], [[ἀνοικτίρμων]], [[ἀνοίκτιστος]], [[ἄνοικτος]], [[ἀπαραίτητος]], [[ἀπηλεγής]], [[ἄστοργος]], [[ἀσύγκλαστος]], [[ἄτεγκτος]], [[ἀτέραμνος]], [[ἀφιλοικτίρμων]], [[δυσάλγητος]], [[δυσπαραίτητος]], [[νηλειής]], [[νηλεόθυμος]], [[νηλής]], [[πικρός]], [[σκληρός]], [[σχέτλιος]], [[τλασίφρων]]; Irish: cruachroíoch; Italian: [[spietato]], [[crudele]], [[impietoso]]; Latin: [[torvus]], [[immisericors]]; Manx: neuerreeishagh; Polish: bezlitosny, niemiłosierny; Portuguese: [[impiedoso]], [[desapiedado]]; Russian: [[безжалостный]], [[немилосердный]]; Scottish Gaelic: neo-thruacanta, mì-chneasta; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏човечан, не̏човјечан, не̏милосрдан; Roman: nȅčovečan, nȅčovječan, nȅmilosrdan; Slovak: neľútostný; Spanish: [[despiadado]]; Swedish: skoningslös; Ukrainian: безжалісний, безжальний, немилосердний
===[[merciless]]===
Bulgarian: безмилостен; Catalan: despietat; Chinese Mandarin: 殘忍, 残忍, 無情, 无情; Czech: nemilosrdný; Danish: nådesløs; Dutch: [[genadeloos]]; Finnish: armoton, säälimätön; French: [[impitoyable]]; German: [[gnadenlos]]; Greek: [[αλύπητος]]; Ancient Greek: [[ἀνελεήμων]], [[ἀνελήμων]], [[ἄσπλαγχνος]], [[ἀσύγκλαστος]]; Hindi: निर्दय, निष्ठुर; Hungarian: kegyetlen, könyörtelen; Indonesian: sadis; Italian: [[spietato]], [[crudele]]; Japanese: 無慈悲, 容赦ない; Korean: 무자비하다; Latin: [[immisericors]]; Norwegian Bokmål: nådeløs; Nynorsk: nådelaus; Polish: bezlitosny, niemiłosierny, bezpardonowy, bezwzględny; Portuguese: [[impiedoso]], [[imisericordioso]]; Russian: [[беспощадный]], [[безжалостный]]; Scottish Gaelic: mì-chneasta; Spanish: [[despiadado]], [[inmisericorde]]; Swedish: skoningslös, obarmhärtig; Tagalog: walang awa; Turkish: acımasız; Ukrainian: безжалісний, безжальний, безпощадний
}}
}}

Latest revision as of 15:33, 16 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλεής Medium diacritics: νηλεής Low diacritics: νηλεής Capitals: ΝΗΛΕΗΣ
Transliteration A: nēleḗs Transliteration B: nēleēs Transliteration C: nileis Beta Code: nhleh/s

English (LSJ)

νηλεές, v. νηλής; cf. ἀνηλεής.

English (Autenrieth)

(νη-, ἔλεος): pitiless, ruthless, relentless; of persons, and often fig., θῦμός, ἦτορ, δεσμός, νηλεὲς ἦμαρ, ‘day of death’; ὕπνος, of a sleep productive of disastrous consequences, Od. 12.372.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 impitoyable;
2 qui n'inspire pas de pitié, qu'on ne pleure pas ; traité sans pitié.
Étymologie: νη-, ἔλεος.

German (Pape)

ές (νη-, ἔλεος), ohne Mitleid, unbarmherzig; νηλεὲς ἦμαρ, vom Todestage, Il. 11.484, 588, Od. 9.17 und öfter; ἦτορ, 9.497; θυμός, δεσμός und ä., auch ὕπνος, unbarmherziger Schlaf, der ohne Mitleid zuläßt, daß während seiner Dauer ein Unglück über den Schlafenden hereinbricht, Od. 12.372; vgl. ἀνηλεής und s. Lobeck zu Phryn. 711, auch νηλειής, νηλής; νηλεεῖ νόῳ, Pind. frg. 168;
• adv. νηλεῶς, Aesch. Ch. 240; und dafür νηλεές, ἔκειτο ν. κυνοσπάρακτον σῶμα, Soph. Ant. 1182; einzeln bei sp.D.

Russian (Dvoretsky)

νηλεής: эп. νηλειής, стяж. νηλής 2 ἔλεος
1 безжалостный, жестокий (ἦτορ, δεσμός, θυμός, ἦμαρ Hom.);
2 не вызывающий страдания, безжалостно брошенный (σῶμα Soph.).

Greek Monolingual

νηλεής και νηλής και επικ. τ. νηλειής, νηλειές (Α)
1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος
2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.)
3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» — η ημέρα του θανάτου.
επίρρ...
νηλεώς και επικ. τ. νηλειώς (Α)
με ανηλεή τρόπο, σκληρά, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλεής είναι σύνθετη < στερ. πρόθημα νη- + -ηλεής (< ἔλεος), πρβλ. αν-ηλεής. Ο τ. νηλής από το νηλεής με συναίρεση, ενώ ο τ. νηλειής με -ει- σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα όπλα, τα δεσμά, την ημέρα του θανάτου και τον ανήσυχο ύπνο. Στις τελευταίες χρήσεις της λ. στηρίχθηκε η άποψη ότι το β' συνθετικό δεν είναι η λ. ἔλεος αλλά το ρ. ἀλέομαι «ξεφεύγω, δραπετεύω». Κατά την ίδια άποψη, θεωρήθηκε ότι και η λ. ἔλεος προέρχεται από νηλεής με αρχική σημ. «αυτό το οποίο δεν μπορεί να αποφύγει κανείς», που εξελίχθηκε στη σημ. «χωρίς έλεος». Η άποψη όμως αυτή δεν φαίνεται πειστική, καθώς η λ. νηλεής ως επίθ. προσδιοριστικό του χαλκός και της ημέρας του θανάτου εμφανίζεται ήδη στον Όμηρο με τη σημ. «χωρίς έλεος». Το ανθρωπωνύμιο Νηλεύς, τέλος, έχει συνδεθεί μάλλον παρετυμολογικά με το νηλεής, ενώ πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή του με το ρ. νέομαι].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: without compassion, pitiless; also unescapable, unavoidable (in νηλεες ἦμαρ a.o.).
Other forms: -εές (ep. poet. Il.); metr. lengthened νηλειής, -ειές (Hes. Th. 770 a. h. Ven. 245 [verse-begin], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)
Compounds: As 1. member a.o. in νηλεό-ποινος punishing pitilessly (Hes.).
Origin: IE [Indo-European] [???] *n̥-h₁leu̯-es- pitiless
Etymology: In the sense of without pity from the negation *n̥ and ἔλεος (< *h₁leu̯os, s.v.) or ἐλεέω; as unescapable from ἀλέομαι < *h₂leu̯- (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). S. Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). -- The PN Νηλεύς (Hom.) is often connected ("the one without pity" as god of death?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. 36, 1058), but the name is rather Pre-Greek. Quite uncertain hypotheses on pre-gr. origin in Bosshardt 133 and Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.

Frisk Etymology German

νηλεής: -εές (ep. poet. seit Il.);
{nēl(e)ḗs}
Forms: metr. gedehnt νηλειής, -ειές (Hes. Th. 770 u. h. Ven. 245 [Versanfang], A. R. 4, 476; Chantraine Gramm. hom. 1, 74 u. 101)
Meaning: ohne Mitleid, erbarmungslos, auch unentrinnbar, unausweichlich (in νηλεὲς ἦμαρ u.a.)?
Composita: Als Vorderglied u.a. in νηλεόποινος mitleidslos strafend (Hes.).
Etymology: Im Sinn von ohne Mitleid von der Satznegation *νε und ἔλεος (s.d.) oder ἐλεέω; als unentrinnbar zu ἀλέομαι (Schulze KZ 29, 262 = Kl. Schr. 375). Egli Heteroklisie 70 f. (zögernde Vermutung schon bei Risch 76 A. 1; s. auch dens. Eumusia. Festschrift Howald [1947] 88f.) will νηλεής nur mit ἀλέομαι verbinden; die Bed. erbarmungslos wäre durch sekundäre Umdeutung entstanden; ablehnend Chantraine Rev. de phil. 56, 289, W. Burkert Zum altgr. Mitleidsbegriff, Diss. Erlangen 1955 (s. Seyffert Gnomon 31,389ff.). Noch fraglicher ist der Versuch Eglis, auch ἐλεέω einschließlich ἔλεος als Ausfluß einer weiteren Umdeutung zu erklären. — Auch der PN Νηλεύς (Hom. usw.) ist mehrfach hierher gestellt worden ("der Mitleidslose" als alter Todesgott?, s. Fick-Bechtel 430, Schulze Q. 289, Deroy Rev. belge de phil. 36, 1058 m. weiterer Lit.); ganz unsichere Hypothesen über vorgr. Herkunft bei Bosshardt 133 und Lombardo Ist. Lomb. 91, 248.
Page 2,314-315

Middle Liddell

νηλεής, ές [v. νηλής.]

Greek (Liddell-Scott)

νηλεής: -ές, ἴδε νηλής, καὶ πρβλ. ἀνηλεής.

Greek Monotonic

νηλεής: -ές, βλ. νηλής.

Translations

pitiless

Armenian: վատասիրտ, քար; Belarusian: бязлі́тасны, неміласэрны; Bulgarian: безмилостен; Czech: nelítostný, nemilosrdný; Dutch: meedogenloos, onbarmhartig; Esperanto: senkompata; Faroese: miskunnarleysur, eirindaleysur; Finnish: armoton; French: impitoyable; Friulian: crudêl; Georgian: შეუბრალებელი, ულმობელი; German: erbarmungslos, unbarmherzig; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀμείλικτος, ἀμείλιχος, ἀνελέητος, ἀνηλέητος, ἀνηλεγής, ἀνηλεής, ἀνηλής, ἀνοικτίρμων, ἀνοίκτιστος, ἄνοικτος, ἀπαραίτητος, ἀπηλεγής, ἄστοργος, ἀσύγκλαστος, ἄτεγκτος, ἀτέραμνος, ἀφιλοικτίρμων, δυσάλγητος, δυσπαραίτητος, νηλειής, νηλεόθυμος, νηλής, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, τλασίφρων; Irish: cruachroíoch; Italian: spietato, crudele, impietoso; Latin: torvus, immisericors; Manx: neuerreeishagh; Polish: bezlitosny, niemiłosierny; Portuguese: impiedoso, desapiedado; Russian: безжалостный, немилосердный; Scottish Gaelic: neo-thruacanta, mì-chneasta; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏човечан, не̏човјечан, не̏милосрдан; Roman: nȅčovečan, nȅčovječan, nȅmilosrdan; Slovak: neľútostný; Spanish: despiadado; Swedish: skoningslös; Ukrainian: безжалісний, безжальний, немилосердний

merciless

Bulgarian: безмилостен; Catalan: despietat; Chinese Mandarin: 殘忍, 残忍, 無情, 无情; Czech: nemilosrdný; Danish: nådesløs; Dutch: genadeloos; Finnish: armoton, säälimätön; French: impitoyable; German: gnadenlos; Greek: αλύπητος; Ancient Greek: ἀνελεήμων, ἀνελήμων, ἄσπλαγχνος, ἀσύγκλαστος; Hindi: निर्दय, निष्ठुर; Hungarian: kegyetlen, könyörtelen; Indonesian: sadis; Italian: spietato, crudele; Japanese: 無慈悲, 容赦ない; Korean: 무자비하다; Latin: immisericors; Norwegian Bokmål: nådeløs; Nynorsk: nådelaus; Polish: bezlitosny, niemiłosierny, bezpardonowy, bezwzględny; Portuguese: impiedoso, imisericordioso; Russian: беспощадный, безжалостный; Scottish Gaelic: mì-chneasta; Spanish: despiadado, inmisericorde; Swedish: skoningslös, obarmhärtig; Tagalog: walang awa; Turkish: acımasız; Ukrainian: безжалісний, безжальний, безпощадний