σύριγμα: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
m (Text replacement - " ’" to "’") |
m (Text replacement - " )" to ")") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syrigma | |Transliteration C=syrigma | ||
|Beta Code=su/rigma | |Beta Code=su/rigma | ||
|Definition=[ῡ], ατος, τό, | |Definition=[ῡ], ατος, τό, [[sound of a pipe]], in plural, E.''Ba.''952, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 554; [[whistling]], <b class="b3">κυνορτικὸν σ.</b> S.''Ichn.''167; ἀνέμων Orph.''H.''34.25; [[hissing]] of the serpent Pytho, ''Pae.Delph.''20 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1040.png Seite 1040]] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[sifflement]], [[son sifflant]].<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]], [[συρίττω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύριγμα -ατος, τό [συρίζω] klank van de panfluit gefluit (ook plur.):. Πανὸς ἕδρας ἔνθ’ ἔχει συρίγματα de zetels van Pan, waar de syrinx klinkt Eur. Ba. 952. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύριγμα:''' ατος (ῡ) τό звук свирели, свист Eur., Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύριγμα''': [ῡ], τό, ὁ [[ἦχος]] σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25. | |lstext='''σύριγμα''': [ῡ], τό, ὁ [[ἦχος]] σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 31: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύριγμα:''' [ῡ], -ατος, τό ([[συρίζω]]), [[ήχος]], [[σφύριγμα]] αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''σύριγμα:''' [ῡ], -ατος, τό ([[συρίζω]]), [[ήχος]], [[σφύριγμα]] αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σύ¯ριγμα, ατος, τό, [[συρίζω]]<br />the [[sound]] of a [[pipe]], Eur., Ar. | |mdlsjtxt=σύ¯ριγμα, ατος, τό, [[συρίζω]]<br />the [[sound]] of a [[pipe]], Eur., Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 13 October 2024
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό, sound of a pipe, in plural, E.Ba.952, Ar.Ach. 554; whistling, κυνορτικὸν σ. S.Ichn.167; ἀνέμων Orph.H.34.25; hissing of the serpent Pytho, Pae.Delph.20 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1040] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sifflement, son sifflant.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύριγμα -ατος, τό [συρίζω] klank van de panfluit gefluit (ook plur.):. Πανὸς ἕδρας ἔνθ’ ἔχει συρίγματα de zetels van Pan, waar de syrinx klinkt Eur. Ba. 952.
Russian (Dvoretsky)
σύριγμα: ατος (ῡ) τό звук свирели, свист Eur., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
σύριγμα: [ῡ], τό, ὁ ἦχος σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.
Greek Monolingual
και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν συρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρίζω, ο ήχος της σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», Ευρ.)
2. συριστικός ήχος, συριγμός («ἐκφωνεῖται τὸ σ τοῦ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας λεπτὸν καὶ στενὸν ἐξωθοῦν
τος τὸ σύριγμα», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
(κυρίως στο θέατρο) αποδοκιμασία με σφύριγμα.
Greek Monotonic
σύριγμα: [ῡ], -ατος, τό (συρίζω), ήχος, σφύριγμα αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ.