σταλάζω: Difference between revisions
μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stalazo | |Transliteration C=stalazo | ||
|Beta Code=stala/zw | |Beta Code=stala/zw | ||
|Definition== [[σταλάσσω]], Aq. | |Definition== [[σταλάσσω]], Aq.''Mi.''2.6, Plu.2.317d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:30, 25 August 2023
English (LSJ)
= σταλάσσω, Aq.Mi.2.6, Plu.2.317d.
German (Pape)
[Seite 928] fut. σταλάξω (s. aber σταλάσσω), = στάζω 2, σταλάω, tröpfeln, VLL.
French (Bailly abrégé)
c. στάζω.
Étymologie: R. Σταγ, dégoutter.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰλάζω: σταλάσσω, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και λόγιος τ. σταλάσσω Ν, και μτγν. σταλάσσω και σταλάττω και οταλάω Α
1. (μτβ.) αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «του στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του» β. «ἀνεπτέρωκα καὶ δάκρυ σταλάσσω», Ευρ.
γ. «μὴ σταλάζετε σταλάζοντες», ΠΔ)
2. (αμτβ.) στάζω, πέφτω κάτω, εκρέω σταγόνα σταγόνα (α. «στάλαζε ο ιδρώτας από πάνω του» β. «πᾶσιν δὲ... ἐστάλασσ' ἱδρώς», Ευρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. ενσταλάζω, βάζω βαθμηδόν, σιγά σιγά στον νου ή στην ψυχή κάποιου μια ιδέα ή ένα συναίσθημα («του στάλαξε το μίσος στην ψυχή του»)
2. διαπερνώ σιγά σιγά («μέσα απ' τα δέντρα σταλάζει το φώς του φεγγαριού»)
3. (για αναμμένο κερί) εκχέω λειωμένη ύλη από τη στεφάνη
4. (το παθ.) σταλάζομαι
(για υγρά) διηθούμαι, διυλίζομαι
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σταλαγμένος, -η, -ο
α) (για υγρά) καθαρισμένος με διήθηση
β) (για ανθρώπους) κάτισχνος, εξασθενημένος
6. φρ. «μού στάλαξε βάλσαμο παρηγοριάς» — μέ παρηγόρησε, μέ ανακούφισε
7. παροιμ. «αν δε βρέξει, θα σταλάξει» — κάτι θα γίνει, θα υπάρξει κάποια, έστω και μικρή, επιτυχία
αρχ.
φρ. «σταλάττω λέξεις» — λέω μια φράση ή μια λέξη μετά από μακρά σιωπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σταλάσσω / σταλάζω (πρβλ. παλάσσω) είναι εκφραστικό παράγωγο του ρ. στάζω, σχηματισμένο με υγρό ένθημα -l- (πρβλ. πομφός: πομφό-λ-υξ). Ο τ. σταλάω έχει σχηματιστεί δευτερογενώς προς διευθέτηση μετρικών αναγκών. Παράλληλος, τέλος, σχηματισμός με παρέκταση -λυγ- μαρτυρείται στους τ. ἀνα-σταλύζω καί στάλυξ.