νωθρός: Difference between revisions
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nothros | |Transliteration C=nothros | ||
|Beta Code=nwqro/s | |Beta Code=nwqro/s | ||
|Definition=ά, όν, < | |Definition=ά, όν,<br><span class="bld">A</span> = [[νωθής]], Hp.''VM''10, ''Prorrh.''1.102,117, etc.; ν. σφυγμοί Id.''Coac.''136, Aret.''SA''2.9; <b class="b3">καταφορὴ ν.</b> falling into a [[heavy]] sleep, Hp.''Epid.''3.6, cf. Nic.''Th.''165; ν. κινήσεις [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''696b6; ν. σύνεσις Demetr.Lac.''Herc.''1014.58; τῇ κινήσει ν. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''622b32; ν. ὁδίτης Call.''Fr.''275; νωθρότερος τὴν ἀκοήν Hld.5.1. Adv. [[νωθρῶς]] Archyt. I; [[leisurely]], [[gradually]], Hp.''Aph.''2.7: neut. as adverb, ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα ''AP''5.54 (Diosc.).<br><span class="bld">2</span> of the mind, ν. καὶ λήθης γέμοντες Pl. ''Tht.''144b, cf. Amips.16 (Comp.); στόματα Anaxipp.1.44 (Comp.); ν. καὶ μωροί Arist.''Pr.''954a31; ἡσύχιος καὶ ν. Plb.31.23.11; νωθραῖς ἐλπίσιν Babr.16.7. Adv. [[ἀγεννῶς]] καὶ νωθρῶς Plb.3.90.6.<br><span class="bld">II</span> Act., [[making sluggish]], νότοι Hp.''Aph.''3.5, cf. S.E.''M.''6.48. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />lent, nonchalant, paresseux.<br />'''Étymologie:''' [[νωθής]]. | |btext=ά, όν :<br />[[lent]], [[nonchalant]], [[paresseux]].<br />'''Étymologie:''' [[νωθής]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[νωθής]], <i>[[träge]]</i>; νωθροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαθήσεις, Plat. <i>Theaet</i>. 144b; [[häufiger]] bei Sp., καὶ [[ἡσύχιος]], Pol. 32.9.11, ἐν ταῖς ἐπινοίαις, 4.8.5, [[öfter]]; so <i>von geistiger [[Trägheit]] od. [[Dummheit]]</i>, [[ἀγεννῶς]] καὶ νωθρῶς, 3.90.6; καὶ [[ἀτόλμως]], 4.60.2; Luc. <i>Dem. enc</i>. 43; νωθρὸς ἀπ' ἰξύος εἰς πόδας, Comet. 2 (IX.597); νωθρὰ βλέπειν, Sosipat. 2 (V.55); νότοι, nach S.Emp. <i>adv.mus</i>. 50 = <i>[[träge]] [[machend]]</i>. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νωθρός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''νωθρός:'''<br /><b class="num">1</b> [[ленивый]], [[вялый]] (πρὸς τὰς μαθήσεις Plat.; [[ψυχή]] Plut.): νωθρὰ βλέπειν Anth. смотреть ленивым взглядом (томно); ν. ταῖς ἀκοαῖς NT неспособный слушать;<br /><b class="num">2</b> [[обессиливающий]], [[расслабляющий]], [[нагоняющий лень]] (νότοι Sext.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νωθρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[βραδυκίνητος]], [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[βραδύνους]] («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις αισθήσεις) [[αμβλύς]] («[[ἐπεὶ]] νωθροὶ γεγόνατε ταῖς | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[νωθρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> [[βραδυκίνητος]], [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[βραδύνους]] («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τις αισθήσεις) [[αμβλύς]] («[[ἐπεὶ]] νωθροὶ γεγόνατε ταῖς ἀκοαῖς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[μικρός]], [[ανίσχυρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που κάνει κάποιον οκνηρό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νωθρώς]] και -<i>ά</i> (ΑΜ νωθρῶς, Α και νωθρά)<br /><b>1.</b> με δυσκίνητο τρόπο, [[χαλαρά]], με [[χαυνότητα]]<br /><b>2.</b> με ανόητο τρόπο, βλακωδώς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βαθμηδόν]] και ήρεμα<br /><b>2.</b> ηδυπαθώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νωθής]] «[[οκνηρός]], [[βραδύνους]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[νέκυς]]: [[νεκρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 38: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ὀκνηρός]], [[χαλαρός]]). Συνώνυμο καί τό [[νωθής]]. Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό νοσῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νώθεια]] (=βραδύτητα), [[νωθρεία]], [[νωθρεύομαι]], [[νωθρότης]] | |mantxt=(=[[ὀκνηρός]], [[χαλαρός]]). Συνώνυμο καί τό [[νωθής]]. Σκοτεινή ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό νοσῶ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νώθεια]] (=[[βραδύτητα]]), [[νωθρεία]], [[νωθρεύομαι]], [[νωθρότης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:44, 6 February 2024
English (LSJ)
ά, όν,
A = νωθής, Hp.VM10, Prorrh.1.102,117, etc.; ν. σφυγμοί Id.Coac.136, Aret.SA2.9; καταφορὴ ν. falling into a heavy sleep, Hp.Epid.3.6, cf. Nic.Th.165; ν. κινήσεις Arist.PA696b6; ν. σύνεσις Demetr.Lac.Herc.1014.58; τῇ κινήσει ν. Arist.HA622b32; ν. ὁδίτης Call.Fr.275; νωθρότερος τὴν ἀκοήν Hld.5.1. Adv. νωθρῶς Archyt. I; leisurely, gradually, Hp.Aph.2.7: neut. as adverb, ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα AP5.54 (Diosc.).
2 of the mind, ν. καὶ λήθης γέμοντες Pl. Tht.144b, cf. Amips.16 (Comp.); στόματα Anaxipp.1.44 (Comp.); ν. καὶ μωροί Arist.Pr.954a31; ἡσύχιος καὶ ν. Plb.31.23.11; νωθραῖς ἐλπίσιν Babr.16.7. Adv. ἀγεννῶς καὶ νωθρῶς Plb.3.90.6.
II Act., making sluggish, νότοι Hp.Aph.3.5, cf. S.E.M.6.48.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
lent, nonchalant, paresseux.
Étymologie: νωθής.
German (Pape)
= νωθής, träge; νωθροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαθήσεις, Plat. Theaet. 144b; häufiger bei Sp., καὶ ἡσύχιος, Pol. 32.9.11, ἐν ταῖς ἐπινοίαις, 4.8.5, öfter; so von geistiger Trägheit od. Dummheit, ἀγεννῶς καὶ νωθρῶς, 3.90.6; καὶ ἀτόλμως, 4.60.2; Luc. Dem. enc. 43; νωθρὸς ἀπ' ἰξύος εἰς πόδας, Comet. 2 (IX.597); νωθρὰ βλέπειν, Sosipat. 2 (V.55); νότοι, nach S.Emp. adv.mus. 50 = träge machend.
Russian (Dvoretsky)
νωθρός:
1 ленивый, вялый (πρὸς τὰς μαθήσεις Plat.; ψυχή Plut.): νωθρὰ βλέπειν Anth. смотреть ленивым взглядом (томно); ν. ταῖς ἀκοαῖς NT неспособный слушать;
2 обессиливающий, расслабляющий, нагоняющий лень (νότοι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
νωθρός: -ά, -όν, = νωθής, δυσκίνητος, ὀκνηρός, χαῦνος, χαλαρός, Ἱππ. 75Η, 77D, κτλ.· ν. σφυγμὸς 137D· ν. καταφορά, βαρὺς ἢ βαθὺς ὕπνος, 1085G· νωθρότερος τὴν ἀκοὴν Ἡλιόδ. 5. 1. ― Ἐπίρρ. -θρῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πολύβ. 3. 90, 6· ἀνέτως, μεθ’ ἡσυχίας, Ἱππ. Ἀφ. 1244· ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα, νωθρῶς, ἡδυπαθῶς, Ἀνθ. Π. 5. 55. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ν. πρὸς τὰς μαθήσεις Πλάτ. Θεαίτ. 144Β, νωθρότερον Ἀμειψίας ἐν «Σαπφοῖ» 1· νωθραῖς ἐλπίσιν Βαβρ. 16. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ποιῶν τινα νωθρόν, χαῦνον, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. πρ. Μ. 6. 48. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νωθρόν, νωχελές, ἀσθενές».
English (Strong)
from a derivative of νόθος; sluggish, i.e. (literally) lazy, or (figuratively) stupid: dull, slothful.
English (Thayer)
νωθρα, νωθρον (equivalent to νωθής, from νή (cf. νήπιος) and ὠθέω (to push; others, ὄθομαι to care about (cf. Vanicek, p. 879)), cf. νώδυνος, νώνυμος, from νή and ὀδύνη, ὄνομα), slow, sluggish, indolent, dull, lanuguid: Winer's Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21), ταῖς ἀκοαῖς, of one who apprehends with difficulty, νωθρός καί παρειμένος ἐν τοῖς ἔργοις, νωθρός καί παρειμένος ἐργάτης, Clement of Rome, 1 Corinthians 34,1 [ET]. (Plato, Aristotle, Polybius, Dionysius Halicarnassus, Anthol., others) (Synonym: see ἀργός, at the end.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νωθρός, -ά, -όν)
1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος
2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για τις αισθήσεις) αμβλύς («ἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῖς ἀκοαῖς», ΚΔ)
2. μικρός, ανίσχυρος
3. αυτός που κάνει κάποιον οκνηρό.
επίρρ...
νωθρώς και -ά (ΑΜ νωθρῶς, Α και νωθρά)
1. με δυσκίνητο τρόπο, χαλαρά, με χαυνότητα
2. με ανόητο τρόπο, βλακωδώς
αρχ.
1. βαθμηδόν και ήρεμα
2. ηδυπαθώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθής «οκνηρός, βραδύνους» + επίθημα -ρός (πρβλ. νέκυς: νεκρός)].
Greek Monotonic
νωθρός: -ά, -όν, = νωθής, οκνηρός, ράθυμος, βραδυκίνητος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
νωθρός, ή, όν = νωθής
sluggish, slothful, torpid, Plat.
Chinese
原文音譯:nwqrÒj 挪特羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:笨的
字義溯源:懈怠的,懶惰的,緩慢的,遲鈍的,暗晦的;源自(νόθος)*=庶出的,私生子)
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 懈怠(1) 來6:12;
2) 遲鈍的(1) 來5:11
Mantoulidis Etymological
(=ὀκνηρός, χαλαρός). Συνώνυμο καί τό νωθής. Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως νά συγγενεύει μέ τό νοσῶ.
Παράγωγα: νώθεια (=βραδύτητα), νωθρεία, νωθρεύομαι, νωθρότης.