κηδεία: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kideia
|Transliteration C=kideia
|Beta Code=khdei/a
|Beta Code=khdei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[care]] for the dead, [[funeral]], <span class="bibl">A.R.2.836</span>; κ. καὶ περιστολή <span class="bibl">D.H.3.21</span>, <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>896.7</span> (ii A.D.), cf. <span class="bibl">Onos.36.1</span>, etc.; [[mourning]], ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας <span class="title">SIG</span>1219.14 (Gambreum, iii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[connection by marriage]], [[alliance]], κηδείαν ξυνάψαι τινί <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>134</span>; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κ. <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.6.36</span>; κ. συνάπτεσθαι πρός τινα <span class="bibl">Plb. 1.9.2</span>; ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ… κηδείαν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1262a11</span>; <b class="b3">κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις</b> ib.<span class="bibl">1280b36</span>; <b class="b3">ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ</b>. ib. <span class="bibl">1307a39</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[care for the dead]], [[funeral]], A.R.2.836; κηδεία καὶ [[περιστολή]] D.H.3.21, ''BGU''896.7 (ii A.D.), cf. Onos.36.1, etc.; [[mourning]], [[ἐξανίστασθαι]] ἐκ τῆς κηδείας ''SIG''1219.14 (Gambreum, iii B.C.).<br><span class="bld">II</span> [[connection by marriage]], [[alliance]], κηδείαν ξυνάψαι τινί [[Euripides|E.]]''[[Supplices|Supp.]]''134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.6.36; κ. [[συνάπτεσθαι]] πρός τινα Plb. 1.9.2; ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ… κηδείαν [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1262a11; <b class="b3">κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις</b> ib.1280b36; <b class="b3">ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ.</b> ib. 1307a39.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] ἡ, 1) Bestattung eines Todten, Leichenbegängniß; νέκυος Ap. Rh. 2, 836; D. Hal. 3, 21. 6, 96 u. a. Sp. – 2) Verwandtschaft, Verschwägerung; οὐκ ἐγγενῆ ξυνῆψα κηδείαν δόμοις Eur. Suppl. 134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. Hem. 2, 6, 36; ἡ [[πρός]] τινα [[κηδεία]] Arist. pol. 5, 7; διὰ κηδείαν καὶ συγγένειαν D. Hal. 3, 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] ἡ, 1) [[Bestattung]] eines Todten, [[Leichenbegängniß]]; νέκυος Ap. Rh. 2, 836; D. Hal. 3, 21. 6, 96 u. a. Sp. – 2) [[Verwandtschaft]], [[Verschwägerung]]; οὐκ ἐγγενῆ ξυνῆψα κηδείαν δόμοις Eur. Suppl. 134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. Hem. 2, 6, 36; ἡ [[πρός]] τινα [[κηδεία]] Arist. pol. 5, 7; διὰ κηδείαν καὶ συγγένειαν D. Hal. 3, 29.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />parenté, alliance.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[parenté]], [[alliance]].<br />'''Étymologie:''' [[κηδεύω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κηδεία -ας, ἡ [κηδεύω] [[verwantschap]], [[huwelijksband]]:. κηδείαν ξυνάψαι huwelijksbanden aanknopen Eur. Suppl. 134; κηδεῖαί τ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις overal in de steden ontstonden betrekkingen tussen aangetrouwde families Aristot. Pol. 1280b36.
|elnltext=κηδεία -ας, ἡ [κηδεύω] [[verwantschap]], [[huwelijksband]]:. κηδείαν ξυνάψαι huwelijksbanden aanknopen Eur. Suppl. 134; κηδεῖαί τ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις overal in de steden ontstonden betrekkingen tussen aangetrouwde families Aristot. Pol. 1280b36.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=φροντίδα γιά τό νεκρό, [[ταφή]], συμπεθεριό). Ἀπό τό [[κῆδος]] (ρίζα καδ-) ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[κήδειος]] (=[[ἀγαπητός]]), [[ἐπικήδειος]], [[κηδεστής]] (=[[συγγενής]]), [[κηδεστία]], [[ἀκηδής]] (=[[ἄταφος]]), [[κηδεύω]] (=[[φροντίζω]], [[θάφτω]], [[συμπεθερεύω]]), [[κήδευμα]], [[κηδευτής]], [[κηδεύτρια]], [[κηδεύσιμος]], [[κήδω]] καί [[κήδομαι]] (=[[ταράζω]] μεσ. [[φροντίζω]]), [[κηδεμών]], [[κηδεμονία]], [[κηδεμονικός]], [[κηδεμονεύω]].
|mantxt=(=φροντίδα γιά τό νεκρό, [[ταφή]], [[συμπεθεριό]]). Ἀπό τό [[κῆδος]] (ρίζα καδ-) ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[κήδειος]] (=[[ἀγαπητός]]), [[ἐπικήδειος]], [[κηδεστής]] (=[[συγγενής]]), [[κηδεστία]], [[ἀκηδής]] (=[[ἄταφος]]), [[κηδεύω]] (=[[φροντίζω]], [[θάφτω]], [[συμπεθερεύω]]), [[κήδευμα]], [[κηδευτής]], [[κηδεύτρια]], [[κηδεύσιμος]], [[κήδω]] καί [[κήδομαι]] (=[[ταράζω]] μεσ. [[φροντίζω]]), [[κηδεμών]], [[κηδεμονία]], [[κηδεμονικός]], [[κηδεμονεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 17:29, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεία Medium diacritics: κηδεία Low diacritics: κηδεία Capitals: ΚΗΔΕΙΑ
Transliteration A: kēdeía Transliteration B: kēdeia Transliteration C: kideia Beta Code: khdei/a

English (LSJ)

ἡ,
A care for the dead, funeral, A.R.2.836; κηδεία καὶ περιστολή D.H.3.21, BGU896.7 (ii A.D.), cf. Onos.36.1, etc.; mourning, ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας SIG1219.14 (Gambreum, iii B.C.).
II connection by marriage, alliance, κηδείαν ξυνάψαι τινί E.Supp.134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν X.Mem.2.6.36; κ. συνάπτεσθαι πρός τινα Plb. 1.9.2; ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ… κηδείαν Arist.Pol.1262a11; κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις ib.1280b36; ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ. ib. 1307a39.

German (Pape)

[Seite 1429] ἡ, 1) Bestattung eines Todten, Leichenbegängniß; νέκυος Ap. Rh. 2, 836; D. Hal. 3, 21. 6, 96 u. a. Sp. – 2) Verwandtschaft, Verschwägerung; οὐκ ἐγγενῆ ξυνῆψα κηδείαν δόμοις Eur. Suppl. 134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. Hem. 2, 6, 36; ἡ πρός τινα κηδεία Arist. pol. 5, 7; διὰ κηδείαν καὶ συγγένειαν D. Hal. 3, 29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parenté, alliance.
Étymologie: κηδεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεία -ας, ἡ [κηδεύω] verwantschap, huwelijksband:. κηδείαν ξυνάψαι huwelijksbanden aanknopen Eur. Suppl. 134; κηδεῖαί τ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις overal in de steden ontstonden betrekkingen tussen aangetrouwde families Aristot. Pol. 1280b36.

Russian (Dvoretsky)

κηδεία: ἡ тж. pl.
1 некровное родство, свойство: κηδείαν ξυνάψαι τινί Eur. породниться с кем-л. (через брак); ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ κηδείαν Arst. (семейная связь) по кровному родству или свойству; ἡ πρός τινα κ. Arst. свойство с кем-л.;
2 погребение (εἶρξαι τὸ σῶμα κηδείας τῆς νενομισμένης Plut.).

Greek Monolingual

η (ΑΜ κηδεία) κηδεύω
η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη της εκφοράς και της ταφής του νεκρού
αρχ.
1. θρήνος, πένθος
2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ' οἰκειότητα καὶ κηδείαν αὐτοῦ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηδεύω με σημ. «φροντίζω, περιποιούμαι». Η γενικότερη σημ. της «φροντίδας» εξειδικεύθηκε σε «φροντίδα για τον νεκρό, για την ταφή του»].

Greek Monotonic

κηδεία: ἡ (κῆδος), φροντίδα για το νεκρό, εκφορά, ταφή, συμπεθέρεμα, Λατ. affinitas, σε Ευρ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεία: ἡ, (κῆδος) φροντὶς περὶ τοῦ νεκροῦ, ἐκφορά, ταφή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 836, Διον. Ἁλ. 3· 31· θρῆνος, πένθος, ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας Συλλ. Ἐπιγρ. 3562. 14. ΙΙ. συγγένεια ἐκ γάμου, ἐπιγαμία, «συμπεθερειό», Λατ. affinitas, κηδείαν ξυνάψαι τινὶ Εὐρ. Ἱκέτ. 134· συνάγειν τινὰς εἰς κηδείαν Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36· ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ... κηδείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 3, 7· ― ὡσαύτως ἐπὶ συνάψεως δημοσίων σχέσεων, κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις αὐτόθι 3. 9, 13· ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ. αὐτόθι 5. 7, 10.

Middle Liddell

κηδεία, ἡ, κῆδος
connection by marriage, alliance, Lat. affinitas, Eur., Xen.

English (Woodhouse)

alliance by marriage, kinship by marriage, relationship by marriage, union by marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φροντίδα γιά τό νεκρό, ταφή, συμπεθεριό). Ἀπό τό κῆδος (ρίζα καδ-) ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: κήδειος (=ἀγαπητός), ἐπικήδειος, κηδεστής (=συγγενής), κηδεστία, ἀκηδής (=ἄταφος), κηδεύω (=φροντίζω, θάφτω, συμπεθερεύω), κήδευμα, κηδευτής, κηδεύτρια, κηδεύσιμος, κήδω καί κήδομαι (=ταράζω μεσ. φροντίζω), κηδεμών, κηδεμονία, κηδεμονικός, κηδεμονεύω.