πενιχρός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=penichros
|Transliteration C=penichros
|Beta Code=penixro/s
|Beta Code=penixro/s
|Definition=ά, όν, [[poor]], [[needy]], <span class="bibl">Od.3.348</span>, <span class="bibl">Alc.49</span>, <span class="bibl">Thgn. 165</span>, <span class="bibl">181</span>, <span class="bibl">Sol.4.23</span>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span> 7.19</span>.—Poet. word, found in Com., as <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>976</span>, <span class="bibl">Philetaer.4</span>, Diod. Com.<span class="bibl">2.8</span>, in <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>578a</span>, and in later Prose, as <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.73</span> (iii B. C.), Socr. ap. Stob.3.13.64, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ex.</span>22.25</span>, etc.; π. δίαιτα <span class="bibl">Phld. <span class="title">Oec.</span>p.48</span> <span class="title">J.</span>: Comp. πενιχρότερος <span class="bibl">Ph.2.284</span>, Sup. πενιχρότατος <span class="bibl">Plb.6.21.7</span>. Adv. [[πενιχρῶς]] = [[in poverty]] <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1252b3</span>. [ῐ by nature, Pi. and Ar. Il. cc., also <span class="bibl">Man.2.416</span>, elsewhere ῑ by position.]</span>
|Definition=ά, όν, [[poor]], [[needy]], Od.3.348, Alc.49, Thgn. 165, 181, Sol.4.23, Pi.''N.'' 7.19.—Poet. word, found in Com., as Ar.''Pl.''976, Philetaer.4, Diod. Com.2.8, in [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 578a, and in later Prose, as ''PPetr.''3p.73 (iii B. C.), Socr. ap. Stob.3.13.64, [[LXX]] ''Ex.''22.25, etc.; π. δίαιτα Phld. ''Oec.''p.48 ''J.'': Comp. πενιχρότερος Ph.2.284, Sup. πενιχρότατος Plb.6.21.7. Adv. [[πενιχρῶς]] = [[in poverty]] [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1252b3. [ῐ by nature, Pi. and Ar. Il. cc., also Man.2.416, elsewhere ῑ by position.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />pauvre, indigent.<br />'''Étymologie:''' [[πένης]].
|btext=ά, όν :<br />[[pauvre]], [[indigent]].<br />'''Étymologie:''' [[πένης]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πενιχρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />αυτός που δεν έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]], ο [[ανάξιος]] λόγου, ο [[ασήμαντος]] («πενιχρά αποτελέσματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λίγος]], [[ανεπαρκής]], [[ισχνός]] («πενιχρή [[αμοιβή]]»)<br /><b>2.</b> ο [[δηλωτικός]] της πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, [[φτωχικός]] («πενιχρό [[γεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενδεής]], [[φτωχός]], [[άπορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενιχρώς</i> και -<i>ά</i> / <i>πενιχρῶς</i> ΝΑ<br />με πενιχρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. του ρ. [[πένομαι]] με [[επίθημα]] -<i>χρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βδελυ</i>-<i>χρός</i>, <i>μελι</i>-<i>χρός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[πενιχρός]], -ά, -όν, ΝΑ<br />αυτός που δεν έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]], ο [[ανάξιος]] λόγου, ο [[ασήμαντος]] («πενιχρά αποτελέσματα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λίγος]], [[ανεπαρκής]], [[ισχνός]] («πενιχρή [[αμοιβή]]»)<br /><b>2.</b> ο [[δηλωτικός]] της πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, [[φτωχικός]] («πενιχρό [[γεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενδεής]], [[φτωχός]], [[άπορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πενιχρώς</i> και -<i>ά</i> / <i>πενιχρῶς</i> ΝΑ<br />με πενιχρό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. του ρ. [[πένομαι]] με [[επίθημα]] -<i>χρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[βδελυχρός]], [[μελιχρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 17:33, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενιχρός Medium diacritics: πενιχρός Low diacritics: πενιχρός Capitals: ΠΕΝΙΧΡΟΣ
Transliteration A: penichrós Transliteration B: penichros Transliteration C: penichros Beta Code: penixro/s

English (LSJ)

ά, όν, poor, needy, Od.3.348, Alc.49, Thgn. 165, 181, Sol.4.23, Pi.N. 7.19.—Poet. word, found in Com., as Ar.Pl.976, Philetaer.4, Diod. Com.2.8, in Pl.R. 578a, and in later Prose, as PPetr.3p.73 (iii B. C.), Socr. ap. Stob.3.13.64, LXX Ex.22.25, etc.; π. δίαιτα Phld. Oec.p.48 J.: Comp. πενιχρότερος Ph.2.284, Sup. πενιχρότατος Plb.6.21.7. Adv. πενιχρῶς = in poverty Arist.Pol.1252b3. [ῐ by nature, Pi. and Ar. Il. cc., also Man.2.416, elsewhere ῑ by position.]

German (Pape)

[Seite 555] wie πένης, arm, dürftig; Od. 3, 348; Gegensatz von ἀφνειός, Pind. N. 7, 19; Ar. Plut. 976; ψυχή, Plat. Rep. IX, 578 a; οἱ πενιχρότατοι, Pol. 6, 21, 7; θυσίη, Apollnds 7 (VI, 105); κόμ η, Rufin. 37 (V, 27); a. Sp. – [Man. 2, 416 braucht die mittlere Sylbe kurz.]

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
pauvre, indigent.
Étymologie: πένης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενιχρός -ά -όν [πένης] zelden in proza, arm, behoeftig; adv. πενιχρῶς op een zuinige manier.

Russian (Dvoretsky)

πενιχρός: Hom., Pind., Plat., Polyb., NT = πένης I.

English (Autenrieth)

poor, needy, Od. 3.348†.

English (Slater)

πενῐχρός poor ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (N. 7.19)

English (Strong)

prolongation from the base of πένης; necessitous: poor.

English (Thayer)

πενιχρα, πενιχον (from πένομαι, see πένης), needy, poor: Homer, Odyssey 3,348 down; for עָנִי in דַּל in Proverbs 29:7.)

Greek Monolingual

-ή, -ό / πενιχρός, -ά, -όν, ΝΑ
αυτός που δεν έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, ο ανάξιος λόγου, ο ασήμαντος («πενιχρά αποτελέσματα»)
νεοελλ.
1. λίγος, ανεπαρκής, ισχνός («πενιχρή αμοιβή»)
2. ο δηλωτικός της πενίας ή αυτός που αρμόζει σε φτωχό, φτωχικός («πενιχρό γεύμα»)
αρχ.
ενδεής, φτωχός, άπορος.
επίρρ...
πενιχρώς και -ά / πενιχρῶς ΝΑ
με πενιχρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ. σχηματισμένο από το θ. του ρ. πένομαι με επίθημα -χρός (πρβλ. βδελυχρός, μελιχρός)].

Greek Monotonic

πενιχρός: -ά, -όν, όπως το πένης, φτωχός, πάμπτωχος, σε Ομήρ. Οδ., Θέογν.

Greek (Liddell-Scott)

πενιχρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πένης, ἄπορος, ἐν ἀνάγκῃ διατελῶν, ἐνδεής, Θεόγν. 165 181, Σόλων 3. 23, Πινδ. Ν. 7. 27· ― ἀρχαία ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (ἴδε Ἀριστοφ. Πλ. 976, Φιλέταιρον ἐν «Ἀχιλλεῖ» 1, Διόδωρον Σινωπέα ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 8), παρὰ Πλάτ. Πολ. 578Α, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις. ― Ἐπίρρ., -χρῶς Ἀριστ. Πολιτικ 1. 2, 3

Middle Liddell

πενιχρός, ή, όν like πένης
poor, needy, Od., Theogn.

Chinese

原文音譯:penicrÒj 胚你赫羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:麻醉(著)
字義溯源:窮困的,貧窮的,窮;源自(πένης)=貧窮);而 (πένης)出自(πεντηκοστή)X*=辛勞)。參讀 (πένης)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 窮(1) 路21:2

Mantoulidis Etymological

(=φτωχικός). Ἀπό τό πένομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.