ἰσχνόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ischnofonos
|Transliteration C=ischnofonos
|Beta Code=i)sxno/fwnos
|Beta Code=i)sxno/fwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thin-voiced, weak-voiced</b>, <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>2.25</span>, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, <span class="bibl">Antig.<span class="title">Mir.</span>6</span>; but, </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">having an impediment in one's speech</b> (connected by the Greeks with <b class="b3">ἴσχω</b>), οἱ ἰ. . . ἴσχονται τοῦ φωνεῖν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>903a38</span>, cf. <span class="bibl">895a15</span>, <span class="bibl">905a21</span>, <span class="title">AB</span>100; ἰ. καὶ τραυλός <span class="bibl">Hdt.4.155</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.19</span>; ἰ. καὶ βραδύγλωσσος <span class="bibl">LXX<span class="title">Ex.</span>4.10</span>, cf. <span class="bibl">Ezek. <span class="title">Exag.</span>114</span>; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., <b class="b3">ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι</b> ib.89b. Adv. <b class="b3">-φώνως</b> Zos.Alch.p.108B.</span>
|Definition=ἰσχνόφωνον,<br><span class="bld">A</span> [[thin-voiced]], [[weak-voiced]], Phld. ''Po.''2.25, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of [[partridge]]s, Antig.''Mir.''6; but,<br><span class="bld">II</span> [[having an impediment in one's speech]] (connected by the Greeks with [[ἴσχω]]), οἱ ἰ... ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Arist.''Pr.''903a38, cf. 895a15, 905a21, ''AB''100; ἰσχνόφωνος καὶ [[τραυλός]] [[Herodotus|Hdt.]]4.155, cf. Hp.''Epid.''1.19; ἰσχνόφωνος καὶ [[βραδύγλωσσος]] [[LXX]] ''Ex.''4.10, cf. Ezek. ''Exag.''114; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ [[λίθος]] ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., <b class="b3">ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι</b> ib.89b. Adv. [[ἰσχνοφώνως]] Zos.Alch.p.108B.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ [[τραυλός]] Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) [[ἰσχόφωνος]] geschrieben wird.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ [[τραυλός]] Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) [[ἰσχόφωνος]] geschrieben wird.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui a la voix grêle]] <i>ou</i> faible;<br /><b>2</b> [[qui bégaie]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰσχνός]], [[φωνή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχνόφωνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[тонкоголосый]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[заикающийся]], [[запинающийся]] Arst., Plut.: ἰ. ([[varia lectio|v.l.]] [[ἰσχόφωνος]]) καὶ τραυλὸς [[παῖς]] Her. заикающийся и шепелявящий мальчик.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχνόφωνος''': -ον, ἔχων λεπτήν, ἀδύνατον ἢ ὀξεῖαν φωνήν, σχεδὸν ὡς τῷ [[λεπτόφωνος]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, πρβλ. Γαλην. τ. 9, σ. 73, Πλούτ. 2. 89Β, 721C: - [[ἀλλά]], ΙΙ. ἀλλαχοῦ φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχων [[κώλυμα]] ἐν τῇ φωνῇ, δυσκολευόμενος νὰ ὁμιλήσῃ, τραυλίζων (ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ ἁρμοδιωτέρα [[λέξις]] θὰ ἦτο τὸ [[ἰσχνόφωνος]]· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ οἱ Γραμματ. ὁμοφώνως ἀποδέχονται τὸ [[ἰσχνόφωνος]], καὶ ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι οἱ ἰσχνόφωνοι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Προβλ. 11. 35, πρβλ. 10. 40., 11. 55, Α. Β. 100)· ἰσχν. καὶ τραυλὸς Ἡρόδ. 4. 155· - [[οὕτως]] ἰσχνοφωνία, Ἰων.-ίη, Ἱππ. 1040Β, Ἀριστ. Προβλ. 10. 40., 11, 30, κτλ.
|lstext='''ἰσχνόφωνος''': -ον, ἔχων λεπτήν, ἀδύνατον ἢ ὀξεῖαν φωνήν, σχεδὸν ὡς τῷ [[λεπτόφωνος]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, πρβλ. Γαλην. τ. 9, σ. 73, Πλούτ. 2. 89Β, 721C: - [[ἀλλά]], ΙΙ. ἀλλαχοῦ φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχων [[κώλυμα]] ἐν τῇ φωνῇ, δυσκολευόμενος νὰ ὁμιλήσῃ, τραυλίζων (ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ ἁρμοδιωτέρα [[λέξις]] θὰ ἦτο τὸ [[ἰσχνόφωνος]]· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ οἱ Γραμματ. ὁμοφώνως ἀποδέχονται τὸ [[ἰσχνόφωνος]], καὶ ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι οἱ ἰσχνόφωνοι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Προβλ. 11. 35, πρβλ. 10. 40., 11. 55, Α. Β. 100)· ἰσχν. καὶ τραυλὸς Ἡρόδ. 4. 155· - [[οὕτως]] ἰσχνοφωνία, Ἰων.-ίη, Ἱππ. 1040Β, Ἀριστ. Προβλ. 10. 40., 11, 30, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσχνόφωνος]], -ον, θηλ. και -η)<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη [[φωνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τραυλός]]<br /><b>2.</b> (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσχνοφώνως</i> (Α)<br />με αδύνατη [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>βαθύ</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i><br />συνδεομένη η λ. με το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «[[τραυλός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσχνόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει λεπτή, αδύνατη ή [[οξεία]] [[φωνή]]· αυτός που δυσκολεύεται να μιλήσει, αυτός που τραυλίζει, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰσχνόφωνος, ον [[φωνή]], checked in one's [[voice]], stuttering, stammering, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνόφωνος Medium diacritics: ἰσχνόφωνος Low diacritics: ισχνόφωνος Capitals: ΙΣΧΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: ischnóphōnos Transliteration B: ischnophōnos Transliteration C: ischnofonos Beta Code: i)sxno/fwnos

English (LSJ)

ἰσχνόφωνον,
A thin-voiced, weak-voiced, Phld. Po.2.25, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, Antig.Mir.6; but,
II having an impediment in one's speech (connected by the Greeks with ἴσχω), οἱ ἰ... ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Arist.Pr.903a38, cf. 895a15, 905a21, AB100; ἰσχνόφωνος καὶ τραυλός Hdt.4.155, cf. Hp.Epid.1.19; ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος LXX Ex.4.10, cf. Ezek. Exag.114; also of metals, etc., χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c: metaph., ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι ib.89b. Adv. ἰσχνοφώνως Zos.Alch.p.108B.

German (Pape)

[Seite 1273] mit dünner, seiner Stimme, seinklingend; Plut. Symp. 8, 3, 2; Medic.; – im Sprechen anstoßend, stotternd, stammelnd, ἰσχν. καὶ τραυλός Her. 4, 155; Hippocr. u. Sp.; vgl. B. A. 100, 22 u. Arist. probl. 11, 35, wo es erkl. wird ὅτι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν, daher auch (z. B. von Bekk. bei Her.) ἰσχόφωνος geschrieben wird.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a la voix grêle ou faible;
2 qui bégaie.
Étymologie: ἰσχνός, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχνόφωνος:
1 тонкоголосый Plut.;
2 заикающийся, запинающийся Arst., Plut.: ἰ. (v.l. ἰσχόφωνος) καὶ τραυλὸς παῖς Her. заикающийся и шепелявящий мальчик.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνόφωνος: -ον, ἔχων λεπτήν, ἀδύνατον ἢ ὀξεῖαν φωνήν, σχεδὸν ὡς τῷ λεπτόφωνος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, πρβλ. Γαλην. τ. 9, σ. 73, Πλούτ. 2. 89Β, 721C: - ἀλλά, ΙΙ. ἀλλαχοῦ φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχων κώλυμα ἐν τῇ φωνῇ, δυσκολευόμενος νὰ ὁμιλήσῃ, τραυλίζων (ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ ἁρμοδιωτέρα λέξις θὰ ἦτο τὸ ἰσχνόφωνος· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα καὶ οἱ Γραμματ. ὁμοφώνως ἀποδέχονται τὸ ἰσχνόφωνος, καὶ ὁ Ἀριστ. λέγει ὅτι οἱ ἰσχνόφωνοι ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Προβλ. 11. 35, πρβλ. 10. 40., 11. 55, Α. Β. 100)· ἰσχν. καὶ τραυλὸς Ἡρόδ. 4. 155· - οὕτως ἰσχνοφωνία, Ἰων.-ίη, Ἱππ. 1040Β, Ἀριστ. Προβλ. 10. 40., 11, 30, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσχνόφωνος, -ον, θηλ. και -η)
(για πρόσ.) αυτός που έχει άτονη, σιγανή, αδύνατη φωνή
αρχ.
1. τραυλός
2. (για μέταλλα) αυτός που παράγει ασθενή ήχο.
επίρρ...
ἰσχνοφώνως (Α)
με αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος
συνδεομένη η λ. με το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω», έλαβε την πιο συχνή αρχ. σημ. «τραυλός»].

Greek Monotonic

ἰσχνόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει λεπτή, αδύνατη ή οξεία φωνή· αυτός που δυσκολεύεται να μιλήσει, αυτός που τραυλίζει, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἰσχνόφωνος, ον φωνή, checked in one's voice, stuttering, stammering, Hdt.