παρακαθίστημι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parakathistimi
|Transliteration C=parakathistimi
|Beta Code=parakaqi/sthmi
|Beta Code=parakaqi/sthmi
|Definition=also παρακαθ-ιστάνω, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>14.15.7</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">set down beside, station</b> or <b class="b2">establish beside</b>, στρατιώτας ὥσπερ ἐπόπτας π. <span class="bibl">D.4.25</span>; πολιτείας ἐναντίας π. <span class="bibl">Isoc. 4.104</span>, cf. <span class="title">IG</span>12.46.9; π. ἐπίτροπόν τινι <span class="bibl">D.S.16.38</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>199.7</span> (iii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PRev.Laws</span>54.15</span> (iii B. C.):—Pass., <b class="b3">παρακαθεσταμένος τινί</b> <b class="b2">being made</b> his <b class="b2">colleague</b>, <span class="bibl">D.S.16.47</span>.</span>
|Definition=also [[παρακαθιστάνω]], J.''AJ''14.15.7:—[[set down beside]], [[station]] or [[establish beside]], στρατιώτας ὥσπερ ἐπόπτας π. D.4.25; πολιτείας ἐναντίας π. Isoc. 4.104, cf. ''IG''12.46.9; π. ἐπίτροπόν τινι [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.38, cf. ''PCair.Zen.''199.7 (iii B. C.), ''PRev.Laws''54.15 (iii B. C.):—Pass., <b class="b3">παρακαθεσταμένος τινί</b> [[being made]] his [[colleague]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.47.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0481.png Seite 481]] (s. [[ἵστημι]]), daneben, an der Seite hinstellen, einsetzen; πολιτείας ἐναντίας, Isocr. 4, 104; παρακατέστησε φυλακήν, Plut. Fab. Max. 7; ἐπίτροπόν τινι, D. Sic. 16, 38; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0481.png Seite 481]] (s. [[ἵστημι]]), daneben, an der Seite hinstellen, einsetzen; πολιτείας ἐναντίας, Isocr. 4, 104; παρακατέστησε φυλακήν, Plut. Fab. Max. 7; ἐπίτροπόν τινι, D. Sic. 16, 38; a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παρακαταστήσω, <i>ao.</i> παρακατέστησα, <i>etc.</i><br />[[établir auprès]], [[placer à côté]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-καθίστημι plaatsen naast:. πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες door tegengestelde regeringsvormen naast (de bestaande) in te voeren Isocr. 4.104.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακαθίστημι:''' (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)<br /><b class="num">1</b> [[ставить рядом]], [[приставлять]] ([[ἐπόπτας]] τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[устанавливать рядом]] (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).
}}
{{grml
|mltxt=και παρακαθιστάνω Α<br />[[τοποθετώ]], [[διορίζω]], [[εγκαθιστώ]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[άλλο]] («παρακατέστησεν αὐτῷ ἐπίτροπον», <b>Διόδ.</b> Σικ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[καθίστημι]] «[[θέτω]], [[τοποθετώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρακαθίστημι:''' μέλ. <i>καταστήσω</i>, [[στέκομαι]] ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακαθίστημι''': μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. [[ὡσαύτως]] -[[καθιστάνω]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, [[καθίστημι]] πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.
|lstext='''παρακαθίστημι''': μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. [[ὡσαύτως]] -[[καθιστάνω]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, [[καθίστημι]] πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=<i>f.</i> παρακαταστήσω, <i>ao.</i> παρακατέστησα, <i>etc.</i><br />établir auprès, placer à côté.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καθίστημι]].
|mdlsjtxt=fut. -καταστήσω<br />to [[station]] or [[establish]] [[beside]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαθίστημι Medium diacritics: παρακαθίστημι Low diacritics: παρακαθίστημι Capitals: ΠΑΡΑΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: parakathístēmi Transliteration B: parakathistēmi Transliteration C: parakathistimi Beta Code: parakaqi/sthmi

English (LSJ)

also παρακαθιστάνω, J.AJ14.15.7:—set down beside, station or establish beside, στρατιώτας ὥσπερ ἐπόπτας π. D.4.25; πολιτείας ἐναντίας π. Isoc. 4.104, cf. IG12.46.9; π. ἐπίτροπόν τινι D.S.16.38, cf. PCair.Zen.199.7 (iii B. C.), PRev.Laws54.15 (iii B. C.):—Pass., παρακαθεσταμένος τινί being made his colleague, D.S.16.47.

German (Pape)

[Seite 481] (s. ἵστημι), daneben, an der Seite hinstellen, einsetzen; πολιτείας ἐναντίας, Isocr. 4, 104; παρακατέστησε φυλακήν, Plut. Fab. Max. 7; ἐπίτροπόν τινι, D. Sic. 16, 38; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. παρακαταστήσω, ao. παρακατέστησα, etc.
établir auprès, placer à côté.
Étymologie: παρά, καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καθίστημι plaatsen naast:. πολιτείας ἐναντίας παρακαθιστάντες door tegengestelde regeringsvormen naast (de bestaande) in te voeren Isocr. 4.104.

Russian (Dvoretsky)

παρακαθίστημι: (fut. παρακαταστήσω, aor. παρακατέστησα)
1 ставить рядом, приставлять (ἐπόπτας τινάς Dem.; ἐπίτροπόν τινι Diod.; φυλακήν τινι Plut.);
2 устанавливать рядом (πολιτείας ἐναντίας Isocr.).

Greek Monolingual

και παρακαθιστάνω Α
τοποθετώ, διορίζω, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι άλλο («παρακατέστησεν αὐτῷ ἐπίτροπον», Διόδ. Σικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + καθίστημι «θέτω, τοποθετώ»].

Greek Monotonic

παρακαθίστημι: μέλ. καταστήσω, στέκομαι ή εγκαθίσταμαι δίπλα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαθίστημι: μέλλ. -καταστήσω· ἐνεστ. ὡσαύτως -καθιστάνω Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 15, 7· - τοποθετῶ πλησίον, καθίστημι πλησίον, ἐπόπτας π. τινὰς Δημ. 47. 5· πολιτείας π. ἐναντίας Ἰσοκρ. 62Β· π. ἐπίτροπόν τινι Διόδ. 16. 38.

Middle Liddell

fut. -καταστήσω
to station or establish beside, Dem.