κακέμφατος: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakemfatos | |Transliteration C=kakemfatos | ||
|Beta Code=kake/mfatos | |Beta Code=kake/mfatos | ||
|Definition= | |Definition=κακέμφατον,<br><span class="bld">A</span> [[ill-sounding]], [[improper]], [[indecent]], κακέμφατόν ἐστι τὸ "[[ὑπεξαίρεσις]]" Demetr.Lac.''Herc.'' 1012.23; especially of words used in a [[vulgar]] or [[equivocal]] [[sense]], Quint.8.3.44, Sch.Luc.''Lex.''21; [[τὸ κακέμφατον]] = [[equivocal meaning]] Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''258, al. Adv. [[κακεμφάτως]] = [[with an unpleasant sound]] Sch.Ar. ''Ra.''48,426, etc.<br><span class="bld">II</span> = [[ἄδοξος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1298.png Seite 1298]] übel klingend, bes. von übler, unanständiger Nebenbedeutung, nach Hesych. auch [[ἄδοξος]], [[ἀκλεής]], von üblem Ruf. – Adv. κακεμφάτως, Schol. Ar. Ran. 426 Eccl. 1040. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰκέμφᾰτος:''' [[нехорошо звучащий]], [[непристойный]], [[вульгарный]] Quint. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰκέμφᾰτος''': -ον, κακῶς ἠχῶν, κακόηχος, ἐπὶ λέξεων ὧν γίνεται [[χρῆσις]] ἐπὶ αἰσχρᾶς, ἀτόπου ἢ διφορουμένης ἐννοίας, Quint. Instit. Rhet. 8. 3, 44, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 21. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 48, 426, κτλ. ΙΙ. = [[ἄδοξος]], [[δυσκλεής]], Ἡσύχ. ἐν λ. κάκην. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (AM [[κακέμφατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για λόγους) αυτός που προξενεί κακή [[εντύπωση]], αυτός που έχει αισχρή [[σημασία]], [[άσεμνος]], [[απρεπής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κακέμφατο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[χρήση]] λέξεων ή συλλαβών στον λόγο από τις οποίες ή από την [[συνεκφορά]] τών οποίων προκύπτει αισχρή, άτοπη ή διφορούμενη [[έννοια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κακόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έμφατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐμφαίνω]]), [[πρβλ]]. [[ανέμφατος]], [[απαρέμφατο]](<i>ς</i>)]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[cacophonous]]=== | |||
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: [[cacophonique]]; German: [[kakophon]], [[kakophonisch]]; Greek: [[ἀπηχής]], [[δυσαχής]], [[δυσήκοος]], [[δυσηχής]], [[δύσηχος]], [[δύσθροος]], [[δύσθρους]], [[δυσκέλαδος]], [[δύσφωνος]], [[κακέμφατος]], [[κακοηχής]], [[κακόηχος]], [[κακόφατις]], [[κακόφωνος]], [[παράτονος]]; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: [[какофонический]]; Spanish: [[cacofónico]]; Swedish: kakofonisk | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
κακέμφατον,
A ill-sounding, improper, indecent, κακέμφατόν ἐστι τὸ "ὑπεξαίρεσις" Demetr.Lac.Herc. 1012.23; especially of words used in a vulgar or equivocal sense, Quint.8.3.44, Sch.Luc.Lex.21; τὸ κακέμφατον = equivocal meaning Sch.Ar.Ach.258, al. Adv. κακεμφάτως = with an unpleasant sound Sch.Ar. Ra.48,426, etc.
II = ἄδοξος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1298] übel klingend, bes. von übler, unanständiger Nebenbedeutung, nach Hesych. auch ἄδοξος, ἀκλεής, von üblem Ruf. – Adv. κακεμφάτως, Schol. Ar. Ran. 426 Eccl. 1040.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκέμφᾰτος: нехорошо звучащий, непристойный, вульгарный Quint.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκέμφᾰτος: -ον, κακῶς ἠχῶν, κακόηχος, ἐπὶ λέξεων ὧν γίνεται χρῆσις ἐπὶ αἰσχρᾶς, ἀτόπου ἢ διφορουμένης ἐννοίας, Quint. Instit. Rhet. 8. 3, 44, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 21. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 48, 426, κτλ. ΙΙ. = ἄδοξος, δυσκλεής, Ἡσύχ. ἐν λ. κάκην.
Greek Monolingual
-ο (AM κακέμφατος, -ον)
1. (για λόγους) αυτός που προξενεί κακή εντύπωση, αυτός που έχει αισχρή σημασία, άσεμνος, απρεπής
2. το ουδ. ως ουσ. το κακέμφατο(ν)
η χρήση λέξεων ή συλλαβών στον λόγο από τις οποίες ή από την συνεκφορά τών οποίων προκύπτει αισχρή, άτοπη ή διφορούμενη έννοια
αρχ.
κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -έμφατος (< ἐμφαίνω), πρβλ. ανέμφατος, απαρέμφατο(ς)].
Translations
cacophonous
Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk