πολέμαρχος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polemarchos
|Transliteration C=polemarchos
|Beta Code=pole/marxos
|Beta Code=pole/marxos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">chieftain, war-lord</b>, <b class="b3">Κνωσίων, Ἀχαιῶν</b>, <span class="bibl">B. 16.39</span>, A <span class="title">Ch.</span>1072 (anap.), cf.<span class="title">Th.</span>828 (anap.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> the title of high officers in several Greek states: </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> at Athens, <b class="b2">the third archon</b>, <span class="bibl">Hdt.6.109</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1042</span>, <span class="title">IG</span>12.16.10,49.7, al.; <b class="b3">ὠφληκέναι παρὰ τῷ π</b>. in his court, <span class="bibl">Lys.23.3</span>; at Sparta, a <b class="b2">military commander</b>, <span class="bibl">Hdt.7.173</span>, <span class="bibl">Th.5.66</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.4.7</span>,<span class="bibl">4.5.7</span>, etc.; at Thebes, officers of chief rank after the Boeotarchs, supreme in affairs of war, ib.<span class="bibl">5.4.2</span> sqq., <span class="title">Michel</span> 232 (ii B.C., found in Crete), etc.; at Orchomenos, <span class="title">IG</span>7.3175.5, etc.; at Mantinea, <span class="bibl">Th.5.47</span>; in Arcadia, <span class="bibl">Plb.4.18.2</span>; π. ἐπιμήνιος <span class="title">SIG</span>402.1 (Chois, iii B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> simply, <b class="b2">chief, leader</b>, συνεφήβων <span class="title">IG</span>22.2055.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[polemarch]], [[chieftain]], [[war-lord]], [[warlord]], Κνωσίων, Ἀχαιῶν, B. 16.39, A ''Ch.''1072 (anap.), cf.''Th.''828 (anap.).<br><span class="bld">II</span> the title of high officers in several Greek states:<br><span class="bld">1</span> at Athens, the [[third]] [[archon]], [[Herodotus|Hdt.]]6.109, Ar.''V.''1042, ''IG''12.16.10,49.7, al.; ὠφληκέναι παρὰ τῷ πολεμάρχῳ in his court, Lys.23.3; at Sparta, a [[military commander]], [[Herodotus|Hdt.]]7.173, Th.5.66, X.''HG''4.4.7,4.5.7, etc.; at [[Thebes]], officers of [[chief]] [[rank]] after the [[Boeotarch]]s, [[supreme in affairs of war]], ib.5.4.2 sqq., ''Michel'' 232 (ii B.C., found in Crete), etc.; at Orchomenos, ''IG''7.3175.5, etc.; at Mantinea, Th.5.47; in Arcadia, Plb.4.18.2; πολέμαρχος [[ἐπιμήνιος]] ''SIG''402.1 (Chois, iii B.C.).<br><span class="bld">2</span> simply, [[chief]], [[leader]], [[συνέφηβος|συνεφήβων]] ''IG''22.2055.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] ὁ, 1) der Anführer im Kriege, Feldherr; Ἀχαιῶν πολέμ. [[ἀνήρ]], Aesch. Ch. 1068; Spt. 810. – In Sparta der Vorsteher, Anführer einer [[μόρα]], Her. 7, 173; also = μοραγός, Thuc. 5, 66 Xen. Hell. 4, 4, 7. 5, 8. – 2) in Athen einer der 9 Archonten, der dritte, der ursprünglich im Kriege Oberfeldherr, im Frieden Kriegsminister war und über die Rechtshändel mit und zwischen den Fremden und μέτοικοι als Richter zu entscheiden hatte, Her. 6, 109 u. Folgde. – In ätolischen Städten eine Art Polizeibehörde, Pol. 4, 18, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] ὁ, 1) der [[Anführer im Kriege]], [[Feldherr]]; Ἀχαιῶν πολέμ. [[ἀνήρ]], Aesch. Ch. 1068; Spt. 810. – In Sparta der Vorsteher, Anführer einer [[μόρα]], Her. 7, 173; also = [[μοραγός]], Thuc. 5, 66 Xen. Hell. 4, 4, 7. 5, 8. – 2) in Athen einer der 9 Archonten, der dritte, der ursprünglich im Kriege Oberfeldherr, im Frieden Kriegsminister war und über die Rechtshändel mit und zwischen den Fremden und μέτοικοι als Richter zu entscheiden hatte, Her. 6, 109 u. Folgde. – In ätolischen Städten eine Art Polizeibehörde, Pol. 4, 18, 2.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[chef d'une armée]] <i>ou</i> d'une expédition militaire;<br /><b>II.</b> [[polémarque]] :<br /><b>1</b> <i>à Athènes</i>, le troisième des neuf archontes, <i>primit.</i> sorte de ministre de la guerre <i>ou</i> de général en chef ; <i>postér.</i> président du tribunal où se jugeaient les affaires des métèques;<br /><b>2</b> <i>à Lacédémone</i>, commandant d'une [[μόρα]] (corps de 400 hommes);<br /><b>3</b> <i>à Thèbes</i>, une sorte de ministre de la guerre, après le Béotarque;<br /><b>4</b> dans certaines Cités, équivalent du [[stratège]] athénien.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[ἄρχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολέμαρχος -ου, ὁ &#91;[[πόλεμος]], [[ἄρχω]]] polemarch (derde archont in Athene), opperbevelhebber; legeraanvoerder:. Ἀχαιῶν van de Grieken Aeschl. Ch. 1072.
}}
{{elru
|elrutext='''πολέμαρχος:''' ὁ [[полемарх]], [[главнокомандующий]], [[командующий]]<br /><b class="num">1</b> в Афинах - третий из девяти архонтов, стоявший во главе вооруженных сил страны Her., впосл. - председатель особого трибунала, разбиравшего дела метэков и иноземцев Arph., Lys.;<br /><b class="num">2</b> в Спарте - командир моры, отряда в 400 человек Her., Thuc., Xen.;<br /><b class="num">3</b> в Фивах - начальник вооруженных сил Беотии Xen.;<br /><b class="num">4</b> в Этолии - начальник полиции Polyb.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πολέμαρχος]], Ν<br /><b>1.</b> αυτός που διοικεί το [[στράτευμα]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του πολέμου (α. «[[μεγάλος]] [[πολέμαρχος]] ο Κολοκοτρώνης» β. «ὤλετ' Ἀχαιῶν [[πολέμαρχος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ένας]] από τους [[εννέα]] άρχοντες της Αθήνας ο [[οποίος]] είχε ενιαύσια [[θητεία]] και του οποίου οι αρμοδιότητες ήταν [[κυρίως]] πολεμικές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (επί τουρκοκρατίας) [[ανώτερος]] [[οπλαρχηγός]] ο [[οποίος]] είχε απόλυτη [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> γενναιότατος [[μαχητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[Σπάρτη]]) ο [[διοικητής]] ταξιαρχίας<br /><b>2.</b> (στη Θήβα) [[άρχοντας]] [[αμέσως]] [[κατώτερος]] του βοιωτάρχου, [[ανώτερος]] όμως στη στρατιωτική [[ιεραρχία]]<br /><b>3.</b> [[τίτλος]] άρχοντα στη Μαντινεία, στην Αρκαδία κ.α.<br /><b>4.</b> [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλεμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. [[ναύαρχος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολέμαρχος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξεκινά ή ηγείται του πολέμου, [[ηγέτης]], [[λήσταρχος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[πολέμαρχος]]·<br /><b class="num">1.</b> στην Αθήνα ο [[τρίτος]] [[άρχοντας]], που παρίστατο στα δικαστήρια όπου εκδικάζονταν οι υποθέσεις των μετοίκων (<i>μέτοικοι</i>), σε Αριστοφ.· στους παλαιότερους χρόνους ήταν ο [[γενικός]] [[αρχηγός]] σε [[εκστρατεία]], όπως στον Μαραθώνα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> στη [[Σπάρτη]], είδος ταξίαρχου, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> στη Θήβα έτσι ονομάζονταν οι αξιωματικοί που ήταν [[αμέσως]] κατώτεροι από τους Βοιωτάρχους, σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> παρομοίως στη [[Μαντίνεια]] και σε άλλες πόλεις, σε Θουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολέμαρχος''': ὁ, ὁ ἀρχίζων τὸν πόλεμον ἢ διευθύνων αὐτόν, [[ἀρχηγός]], ἄρχων, [[ἡγεμών]], Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Χο. 1072, πρβλ. Θήβ. 828. ΙΙ. [[ὄνομα]] ἀνωτέρου ἄρχοντος ἐν πολλαῖς τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]]· 1) ἐν Ἀθήναις ὁ [[τρίτος]] ἄρχων, [[ὅστις]] προΐστατο τοῦ δικαστηρίου ἐν ᾧ ἐδικάζοντο οἱ μέτοικοι. Ἀριστοφ. Σφ. 1042· ὠφληκέναι παρὰ τῷ π., ἐν τῷ δικαστηρίῳ [[αὐτοῦ]], Λυσίας 166. 33· ― ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ὑπηρέτει ὡς [[ἀνώτατος]] στρατηγὸς ἐν ἐκστρατείᾳ, καὶ ἐν Μαραθῶνι εὑρίσκομεν τὸν πολέμαρχον προεδρεύοντα τοῦ πολεμικοῦ συμβουλίου, Ἡρόδ. 6. 109. 2) ἐν Σπάρτῃ, = μορᾱγός, οἱονεὶ διοικητὴς ταξιαρχίας, Ἡρόδ. 7. 173, πρβλ. Θουκ. 5. 66, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 7, καὶ 5. 7. κτλ. 3) ἐν Θήβαις ἐκαλοῦντο [[οὕτως]] ἄρχοντες ἀμέσως κατώτεροι τῶν Βοιωταρχῶν, ἀνώτατοι δὲ εἰς πολεμικὰ πράγματα, [[αὐτόθι]] 5. 4, 2 κἑξ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4569, 23, 1570, 21, κ. ἀλλ.· μνημονεύονται δὲ [[τρεῖς]] παρὰ τῷ Keil. ἐν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ΙΙ. 3, ΙΙΙ. 10. 4) ὁμοίως ἐν Μαντινείᾳ καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσι, Θουκ. 5. 47, Πολύβ. 4. 18, 2, κτλ. 5) [[ἁπλῶς]], [[ἡγεμών]], ἄρχων, [[ἀρχηγός]], σὺν ἐφήβων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1060.
|lstext='''πολέμαρχος''': ὁ, ὁ ἀρχίζων τὸν πόλεμον ἢ διευθύνων αὐτόν, [[ἀρχηγός]], ἄρχων, [[ἡγεμών]], Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Χο. 1072, πρβλ. Θήβ. 828. ΙΙ. [[ὄνομα]] ἀνωτέρου ἄρχοντος ἐν πολλαῖς τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]]· 1) ἐν Ἀθήναις ὁ [[τρίτος]] ἄρχων, [[ὅστις]] προΐστατο τοῦ δικαστηρίου ἐν ᾧ ἐδικάζοντο οἱ μέτοικοι. Ἀριστοφ. Σφ. 1042· ὠφληκέναι παρὰ τῷ πολεμάρχῳ, ἐν τῷ δικαστηρίῳ [[αὐτοῦ]], Λυσίας 166. 33· ― ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ὑπηρέτει ὡς [[ἀνώτατος]] στρατηγὸς ἐν ἐκστρατείᾳ, καὶ ἐν Μαραθῶνι εὑρίσκομεν τὸν πολέμαρχον προεδρεύοντα τοῦ πολεμικοῦ συμβουλίου, Ἡρόδ. 6. 109. 2) ἐν Σπάρτῃ, = μορᾱγός, οἱονεὶ διοικητὴς ταξιαρχίας, Ἡρόδ. 7. 173, πρβλ. Θουκ. 5. 66, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 7, καὶ 5. 7. κτλ. 3) ἐν Θήβαις ἐκαλοῦντο [[οὕτως]] ἄρχοντες ἀμέσως κατώτεροι τῶν Βοιωταρχῶν, ἀνώτατοι δὲ εἰς πολεμικὰ πράγματα, [[αὐτόθι]] 5. 4, 2 κἑξ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4569, 23, 1570, 21, κ. ἀλλ.· μνημονεύονται δὲ [[τρεῖς]] παρὰ τῷ Keil. ἐν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ΙΙ. 3, ΙΙΙ. 10. 4) ὁμοίως ἐν Μαντινείᾳ καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσι, Θουκ. 5. 47, Πολύβ. 4. 18, 2, κτλ. 5) [[ἁπλῶς]], [[ἡγεμών]], ἄρχων, [[ἀρχηγός]], σὺν ἐφήβων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1060.
}}
}}
{{bailly
{{wkpen
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> chef d’une armée <i>ou</i> d’une expédition militaire;<br /><b>II.</b> polémarque :<br /><b>1</b> <i>à Athènes</i>, le troisième des neuf archontes, <i>primit.</i> sorte de ministre de la guerre <i>ou</i> de général en chef ; <i>postér.</i> président du tribunal où se jugeaient les affaires des métèques;<br /><b>2</b> <i>à Lacédémone</i>, commandant d’une [[μόρα]] (corps de 400 hommes);<br /><b>3</b> <i>à Thèbes</i>, une sorte de ministre de la guerre, après le Béotarque;<br /><b>4</b> dans certaines Cités, équivalent du stratège athénien.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[ἄρχω]].
|wketx=A [[polemarch]] (/ˈpɒləˌmɑːrk/, from Ancient Greek: [[πολέμαρχος]], polemarchos) was a senior [[military]] title in various ancient Greek city states (poleis). The title is derived from the words polemos ([[war]]) and [[archon]] ([[ruler]], [[leader]]) and translates as "[[warleader]]" or "[[warlord]]". The name indicates that the polemarch's original function was to command the army; presumably the office was created to take over this function from the king. The title held a high position in Athenian society, alongside the archon eponymos and the [[archon]] [[basileus]]. In Athens the polemarch was the [[commander-in-chief]] of the armed forces of the city-state. In Modern Greek, polemarchos means warlord.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολέμ-αρχος, ,<br /><b class="num">I.</b> one who begins or leads the war, a [[leader]], [[chieftain]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> a Polemarch,<br /><b class="num">1.</b> at [[Athens]], the [[third]] [[archon]], who presided in the [[court]] in [[which]] the causes of the μέτοικοι were [[tried]], Ar.;—in earlier times he was [[general]]-in-[[chief]], as at [[Marathon]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> at [[Sparta]], a [[kind]] of [[brigadier]], Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">3.</b> at [[Thebes]] officers of [[chief]] [[rank]] [[after]] the Boeotarchs, Xen.<br /><b class="num">4.</b> [[similarly]] at Mantineia, and in [[other]] states, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[polemarchi]],</b>'' [[polemarch]] (Athenian officer)<br>a) <i>apud Lacedaemonios</i>, <i>at Lacedaemon</i> ''[[morarum praefecti]]'', [[officer in charge of delays]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.66.3/ 5.66.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.71.3/ 5.71.3].<br>b) <i>apud Mantineos</i>, <i>at Mantinea</i> ''[[magistratus]]'', [[magistrate]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.47.9/ 5.47.9].
}}
{{trml
|trtx====[[polemarch]]===
Dutch: [[polemarch]]; Finnish: polemarkki; French: [[polémarque]]; Greek: [[πολέμαρχος]]; Ancient Greek: [[πολέμαρχος]]; Italian: [[polemarco]]; Russian: [[полемарх]], [[главнокомандующий]], [[командующий]]; Portuguese: [[polemarca]]; Spanish: [[polemarca]]
}}
}}

Latest revision as of 15:18, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολέμαρχος Medium diacritics: πολέμαρχος Low diacritics: πολέμαρχος Capitals: ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΣ
Transliteration A: polémarchos Transliteration B: polemarchos Transliteration C: polemarchos Beta Code: pole/marxos

English (LSJ)

ὁ,
A polemarch, chieftain, war-lord, warlord, Κνωσίων, Ἀχαιῶν, B. 16.39, A Ch.1072 (anap.), cf.Th.828 (anap.).
II the title of high officers in several Greek states:
1 at Athens, the third archon, Hdt.6.109, Ar.V.1042, IG12.16.10,49.7, al.; ὠφληκέναι παρὰ τῷ πολεμάρχῳ in his court, Lys.23.3; at Sparta, a military commander, Hdt.7.173, Th.5.66, X.HG4.4.7,4.5.7, etc.; at Thebes, officers of chief rank after the Boeotarchs, supreme in affairs of war, ib.5.4.2 sqq., Michel 232 (ii B.C., found in Crete), etc.; at Orchomenos, IG7.3175.5, etc.; at Mantinea, Th.5.47; in Arcadia, Plb.4.18.2; πολέμαρχος ἐπιμήνιος SIG402.1 (Chois, iii B.C.).
2 simply, chief, leader, συνεφήβων IG22.2055.

German (Pape)

[Seite 653] ὁ, 1) der Anführer im Kriege, Feldherr; Ἀχαιῶν πολέμ. ἀνήρ, Aesch. Ch. 1068; Spt. 810. – In Sparta der Vorsteher, Anführer einer μόρα, Her. 7, 173; also = μοραγός, Thuc. 5, 66 Xen. Hell. 4, 4, 7. 5, 8. – 2) in Athen einer der 9 Archonten, der dritte, der ursprünglich im Kriege Oberfeldherr, im Frieden Kriegsminister war und über die Rechtshändel mit und zwischen den Fremden und μέτοικοι als Richter zu entscheiden hatte, Her. 6, 109 u. Folgde. – In ätolischen Städten eine Art Polizeibehörde, Pol. 4, 18, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. chef d'une armée ou d'une expédition militaire;
II. polémarque :
1 à Athènes, le troisième des neuf archontes, primit. sorte de ministre de la guerre ou de général en chef ; postér. président du tribunal où se jugeaient les affaires des métèques;
2 à Lacédémone, commandant d'une μόρα (corps de 400 hommes);
3 à Thèbes, une sorte de ministre de la guerre, après le Béotarque;
4 dans certaines Cités, équivalent du stratège athénien.
Étymologie: πόλεμος, ἄρχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολέμαρχος -ου, ὁ [πόλεμος, ἄρχω] polemarch (derde archont in Athene), opperbevelhebber; legeraanvoerder:. Ἀχαιῶν van de Grieken Aeschl. Ch. 1072.

Russian (Dvoretsky)

πολέμαρχος:полемарх, главнокомандующий, командующий
1 в Афинах - третий из девяти архонтов, стоявший во главе вооруженных сил страны Her., впосл. - председатель особого трибунала, разбиравшего дела метэков и иноземцев Arph., Lys.;
2 в Спарте - командир моры, отряда в 400 человек Her., Thuc., Xen.;
3 в Фивах - начальник вооруженных сил Беотии Xen.;
4 в Этолии - начальник полиции Polyb.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πολέμαρχος, Ν
1. αυτός που διοικεί το στράτευμα κατά τη διάρκεια του πολέμου (α. «μεγάλος πολέμαρχος ο Κολοκοτρώνης» β. «ὤλετ' Ἀχαιῶν πολέμαρχος», Αισχύλ.)
2. ένας από τους εννέα άρχοντες της Αθήνας ο οποίος είχε ενιαύσια θητεία και του οποίου οι αρμοδιότητες ήταν κυρίως πολεμικές
νεοελλ.
1. (επί τουρκοκρατίας) ανώτερος οπλαρχηγός ο οποίος είχε απόλυτη εξουσία
2. γενναιότατος μαχητής
αρχ.
1. (στη Σπάρτη) ο διοικητής ταξιαρχίας
2. (στη Θήβα) άρχοντας αμέσως κατώτερος του βοιωτάρχου, ανώτερος όμως στη στρατιωτική ιεραρχία
3. τίτλος άρχοντα στη Μαντινεία, στην Αρκαδία κ.α.
4. αρχηγός, ηγεμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύαρχος].

Greek Monotonic

πολέμαρχος: ὁ,
I. αυτός που ξεκινά ή ηγείται του πολέμου, ηγέτης, λήσταρχος, σε Αισχύλ.
II. πολέμαρχος·
1. στην Αθήνα ο τρίτος άρχοντας, που παρίστατο στα δικαστήρια όπου εκδικάζονταν οι υποθέσεις των μετοίκων (μέτοικοι), σε Αριστοφ.· στους παλαιότερους χρόνους ήταν ο γενικός αρχηγός σε εκστρατεία, όπως στον Μαραθώνα, σε Ηρόδ.
2. στη Σπάρτη, είδος ταξίαρχου, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.
3. στη Θήβα έτσι ονομάζονταν οι αξιωματικοί που ήταν αμέσως κατώτεροι από τους Βοιωτάρχους, σε Ξεν.
4. παρομοίως στη Μαντίνεια και σε άλλες πόλεις, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολέμαρχος: ὁ, ὁ ἀρχίζων τὸν πόλεμον ἢ διευθύνων αὐτόν, ἀρχηγός, ἄρχων, ἡγεμών, Ἀχαιῶν Αἰσχύλ. Χο. 1072, πρβλ. Θήβ. 828. ΙΙ. ὄνομα ἀνωτέρου ἄρχοντος ἐν πολλαῖς τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων· 1) ἐν Ἀθήναις ὁ τρίτος ἄρχων, ὅστις προΐστατο τοῦ δικαστηρίου ἐν ᾧ ἐδικάζοντο οἱ μέτοικοι. Ἀριστοφ. Σφ. 1042· ὠφληκέναι παρὰ τῷ πολεμάρχῳ, ἐν τῷ δικαστηρίῳ αὐτοῦ, Λυσίας 166. 33· ― ἐν ἀρχαιοτέροις χρόνοις ὑπηρέτει ὡς ἀνώτατος στρατηγὸς ἐν ἐκστρατείᾳ, καὶ ἐν Μαραθῶνι εὑρίσκομεν τὸν πολέμαρχον προεδρεύοντα τοῦ πολεμικοῦ συμβουλίου, Ἡρόδ. 6. 109. 2) ἐν Σπάρτῃ, = μορᾱγός, οἱονεὶ διοικητὴς ταξιαρχίας, Ἡρόδ. 7. 173, πρβλ. Θουκ. 5. 66, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 7, καὶ 5. 7. κτλ. 3) ἐν Θήβαις ἐκαλοῦντο οὕτως ἄρχοντες ἀμέσως κατώτεροι τῶν Βοιωταρχῶν, ἀνώτατοι δὲ εἰς πολεμικὰ πράγματα, αὐτόθι 5. 4, 2 κἑξ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4569, 23, 1570, 21, κ. ἀλλ.· μνημονεύονται δὲ τρεῖς παρὰ τῷ Keil. ἐν Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ΙΙ. 3, ΙΙΙ. 10. 4) ὁμοίως ἐν Μαντινείᾳ καὶ ἐν ἄλλαις πόλεσι, Θουκ. 5. 47, Πολύβ. 4. 18, 2, κτλ. 5) ἁπλῶς, ἡγεμών, ἄρχων, ἀρχηγός, σὺν ἐφήβων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1060.

Wikipedia EN

A polemarch (/ˈpɒləˌmɑːrk/, from Ancient Greek: πολέμαρχος, polemarchos) was a senior military title in various ancient Greek city states (poleis). The title is derived from the words polemos (war) and archon (ruler, leader) and translates as "warleader" or "warlord". The name indicates that the polemarch's original function was to command the army; presumably the office was created to take over this function from the king. The title held a high position in Athenian society, alongside the archon eponymos and the archon basileus. In Athens the polemarch was the commander-in-chief of the armed forces of the city-state. In Modern Greek, polemarchos means warlord.

Middle Liddell

πολέμ-αρχος, ὁ,
I. one who begins or leads the war, a leader, chieftain, Aesch.
II. a Polemarch,
1. at Athens, the third archon, who presided in the court in which the causes of the μέτοικοι were tried, Ar.;—in earlier times he was general-in-chief, as at Marathon, Hdt.
2. at Sparta, a kind of brigadier, Hdt., Thuc., etc.
3. at Thebes officers of chief rank after the Boeotarchs, Xen.
4. similarly at Mantineia, and in other states, Thuc.

Lexicon Thucydideum

polemarchi, polemarch (Athenian officer)
a) apud Lacedaemonios, at Lacedaemon morarum praefecti, officer in charge of delays, 5.66.3. 5.71.3.
b) apud Mantineos, at Mantinea magistratus, magistrate, 5.47.9.

Translations

polemarch

Dutch: polemarch; Finnish: polemarkki; French: polémarque; Greek: πολέμαρχος; Ancient Greek: πολέμαρχος; Italian: polemarco; Russian: полемарх, главнокомандующий, командующий; Portuguese: polemarca; Spanish: polemarca