ὑπαίτιος: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypaitios | |Transliteration C=ypaitios | ||
|Beta Code=u(pai/tios | |Beta Code=u(pai/tios | ||
|Definition= | |Definition=ὑπαίτιον,<br><span class="bld">A</span> [[under accusation]], [[called to account]], τινος or <b class="b3">ὑπέρ τινος</b> [[for]] a thing, Antipho 4.1.4, 2.2.6; <b class="b3">ὑ. τινί</b> [[responsible to]] one, [[liable to be called to account by]] him, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.8.5; <b class="b3">ὑποπτεύσας μή τι πρὸς τῆς πόλεως ὑπαίτιον εἴη Κύρῳ φίλον γενέσθαι</b> that it might be [[reprehensible]] in the eyes of the state, Id.''An.''3.1.5; [[blameworthy]], τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑ. Ph.2.348, cf.1.19, 136, 2.291; [[guilty]], Agatharch.18; <b class="b3">ὑπαίτια ζῴδια</b> [[hurtful]] signs of the Zodiac, Ptol.''Tetr.'' 150; τὸ ὑπαίτιον πάθος Aët.16.36. Adv. [[ὑπαιτίως]] Ph.1.682, al., Poll.3.139.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἵνα μὴ ὑ. γενώμεθα κινδύνῳ</b> [[exposed]] to danger, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1033.18(iv A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] zur Verantwortung gezogen, unter Anklage, [[ὑπέρ]] τινος, Antiph. 2 β 6; τινί, Einem verantwortlich. Xen. Mem. 2, 8, 5; – ὑπαίτιόν ἐστί μοί τι [[πρός]] τινα, ich habe eine Verschuldung gegen Einen auf mich geladen, so daß ich der Anklage von seiner Seite ausgesetzt bin, Xen. An. 3, 1, 5; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1180.png Seite 1180]] zur Verantwortung gezogen, unter Anklage, [[ὑπέρ]] τινος, Antiph. 2 β 6; τινί, Einem verantwortlich. Xen. Mem. 2, 8, 5; – ὑπαίτιόν ἐστί μοί τι [[πρός]] τινα, ich habe eine Verschuldung gegen Einen auf mich geladen, so daß ich der Anklage von seiner Seite ausgesetzt bin, Xen. An. 3, 1, 5; Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[exposé à un reproche]] ; ὑπαίτιός τινι responsable envers qqn;<br /><b>2</b> [[qui peut attirer un reproche]] : τινι [[πρός]] τινος à une personne de la part d'une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[αἰτία]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπαίτιος:'''<br /><b class="num">1</b> [[достойный порицания]], [[зазорный]]: ὑπαίτιόν [[ἐστί]] τινί τι πρὸς τῆς πόλεως Xen. что-л. кому-л. ставится в вину перед его согражданами;<br /><b class="num">2</b> [[несущий ответственность]], [[виновный]]: ὑ. τινι εἶναι Xen. быть виновным перед кем-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπαίτιος''': -ον, ὁ διατελῶν ὑπὸ κατηγορίαν, [[ὑπόλογος]], [[ὑπεύθυνος]], τινος ἢ ὑπέρ τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἀντιφῶν 117. 8., 125. 34· ὑπ. τινι, [[ὑπεύθυνος]] ἢ [[ὑπόλογος]] εἴς τινα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5· ὑπαίτιόν ἐστί τινί τι [[πρός]] τινος, φέρεται [[κατηγορία]] κατά τινος ὑπό τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν 3. 1, 5. - Ἐπίρρ. -τίως, Φίλων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 387Α, Πολύδ. Γ΄, 139. | |lstext='''ὑπαίτιος''': -ον, ὁ διατελῶν ὑπὸ κατηγορίαν, [[ὑπόλογος]], [[ὑπεύθυνος]], τινος ἢ ὑπέρ τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἀντιφῶν 117. 8., 125. 34· ὑπ. τινι, [[ὑπεύθυνος]] ἢ [[ὑπόλογος]] εἴς τινα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5· ὑπαίτιόν ἐστί τινί τι [[πρός]] τινος, φέρεται [[κατηγορία]] κατά τινος ὑπό τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν 3. 1, 5. - Ἐπίρρ. -τίως, Φίλων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 387Α, Πολύδ. Γ΄, 139. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-α, -ο / [[ὑπαίτιος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ευθύνεται για μια [[πράξη]] ή για μια [[κατάσταση]], [[υπεύθυνος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ένοχος]], [[φταίχτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται υπό [[κατηγορία]], [[υπόλογος]]<br /><b>2.</b> αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ [[ἄλογος]] καὶ παρὰ φύσιν [[κίνησις]] [[ὑπαίτιος]]», Φίλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή [[σημεία]] του ζωδιακού κύκλου <b>(Πτολ.)</b><br />β) «[[ὑπαίτιος]] [[γίγνομαι]] κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο <b>πάπ.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπαιτίως</i> Α<br />υπό [[κατηγορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αἴτιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἰτία]]), [[πρβλ]]. [[ἀναίτιος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπαίτιος:''' -ον, [[κατηγορούμενος]], [[υπόλογος]], [[υπεύθυνος]], <i>τινος</i> ή [[ὑπέρ]] τινος, για [[κάτι]], σε Αντιφ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Ξεν.· ὑπαίτιόν [[ἐστί]] τί τινι, διατυπώνεται [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου (από κάποιον [[άλλο]]), στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπ-αίτιος, ον,<br />under [[accusation]], called to [[account]], [[responsible]], τινος or [[ὑπέρ]] τινος for a [[thing]], [[Antipho]]; τινι to a [[person]], Xen.; ὑπαίτιόν [[ἐστί]] τί τινι a [[charge]] is made [[against]] one, Xen. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[accountable]], [[liable]], [[liable to give account]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[blameworthy]]=== | |||
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: [[afkeurenswaardig]]; Finnish: moitittava; French: [[blâmable]]; German: [[verdammenswert]]; Greek: [[αξιοκατάκριτος]], [[αξιοκατηγόρητος]], [[αξιόμεμπτος]], [[επιλήψιμος]], [[επίμεμπτος]], [[επίμομφος]], [[επίμωμος]], [[επίψογος]], [[κατακριτέος]], [[μεμπτός]], [[ψεκτός]]; Ancient Greek: [[αἴτιος]], [[ἐπαίτιος]], [[ἐπίμομφος]], [[ἐπιμωμητός]], [[ἐπίμωμος]], [[ἐπίψογος]], [[ἐπονείδιστος]], [[εὐκατάγνωστος]], [[μεμπτός]], [[μωμηλός]], [[μωμητός]], [[ὑπαίτιος]], [[ψεκτός]], [[ψόγειος]], [[ψογερός]]; Ido: blaminda; Italian: [[biasimabile]], [[deprecabile]], [[vituperabile]]; Korean: 책임이 있는; Latin: [[accusabilis]], [[reprehensibilis]], [[vituperabilis]]; Middle English: blame worthy; Portuguese: [[culpável]]; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: [[culpable]], [[reprensible]], [[reprehensible]]; Swedish: klandervärd | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπαίτιον,
A under accusation, called to account, τινος or ὑπέρ τινος for a thing, Antipho 4.1.4, 2.2.6; ὑ. τινί responsible to one, liable to be called to account by him, X.Mem.2.8.5; ὑποπτεύσας μή τι πρὸς τῆς πόλεως ὑπαίτιον εἴη Κύρῳ φίλον γενέσθαι that it might be reprehensible in the eyes of the state, Id.An.3.1.5; blameworthy, τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑ. Ph.2.348, cf.1.19, 136, 2.291; guilty, Agatharch.18; ὑπαίτια ζῴδια hurtful signs of the Zodiac, Ptol.Tetr. 150; τὸ ὑπαίτιον πάθος Aët.16.36. Adv. ὑπαιτίως Ph.1.682, al., Poll.3.139.
2 ἵνα μὴ ὑ. γενώμεθα κινδύνῳ exposed to danger, POxy.1033.18(iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1180] zur Verantwortung gezogen, unter Anklage, ὑπέρ τινος, Antiph. 2 β 6; τινί, Einem verantwortlich. Xen. Mem. 2, 8, 5; – ὑπαίτιόν ἐστί μοί τι πρός τινα, ich habe eine Verschuldung gegen Einen auf mich geladen, so daß ich der Anklage von seiner Seite ausgesetzt bin, Xen. An. 3, 1, 5; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 exposé à un reproche ; ὑπαίτιός τινι responsable envers qqn;
2 qui peut attirer un reproche : τινι πρός τινος à une personne de la part d'une autre.
Étymologie: ὑπό, αἰτία.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαίτιος:
1 достойный порицания, зазорный: ὑπαίτιόν ἐστί τινί τι πρὸς τῆς πόλεως Xen. что-л. кому-л. ставится в вину перед его согражданами;
2 несущий ответственность, виновный: ὑ. τινι εἶναι Xen. быть виновным перед кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαίτιος: -ον, ὁ διατελῶν ὑπὸ κατηγορίαν, ὑπόλογος, ὑπεύθυνος, τινος ἢ ὑπέρ τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἀντιφῶν 117. 8., 125. 34· ὑπ. τινι, ὑπεύθυνος ἢ ὑπόλογος εἴς τινα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 5· ὑπαίτιόν ἐστί τινί τι πρός τινος, φέρεται κατηγορία κατά τινος ὑπό τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν 3. 1, 5. - Ἐπίρρ. -τίως, Φίλων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 387Α, Πολύδ. Γ΄, 139.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπαίτιος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ευθύνεται για μια πράξη ή για μια κατάσταση, υπεύθυνος
2. (κατ' επέκτ.) ένοχος, φταίχτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται υπό κατηγορία, υπόλογος
2. αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος («τῆς ψυχῆς ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν κίνησις ὑπαίτιος», Φίλ.)
3. φρ. α) «ὑπαίτια ζῴδια» — επιβλαβή σημεία του ζωδιακού κύκλου (Πτολ.)
β) «ὑπαίτιος γίγνομαι κινδύνῳ» — εκτίθεμαι σε κίνδυνο πάπ..
επίρρ...
ὑπαιτίως Α
υπό κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἴτιος (< αἰτία), πρβλ. ἀναίτιος].
Greek Monotonic
ὑπαίτιος: -ον, κατηγορούμενος, υπόλογος, υπεύθυνος, τινος ή ὑπέρ τινος, για κάτι, σε Αντιφ.· τινι, σε κάποιον, σε Ξεν.· ὑπαίτιόν ἐστί τί τινι, διατυπώνεται κατηγορία εναντίον κάποιου (από κάποιον άλλο), στον ίδ.
Middle Liddell
ὑπ-αίτιος, ον,
under accusation, called to account, responsible, τινος or ὑπέρ τινος for a thing, Antipho; τινι to a person, Xen.; ὑπαίτιόν ἐστί τί τινι a charge is made against one, Xen.
English (Woodhouse)
accountable, liable, liable to give account
Translations
blameworthy
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd