εφέλκω: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(15) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐφέλκω]], ιων. τ. ἐπέλκω)<br />[[σύρω]], [[τραβώ]] [[προς]] το [[μέρος]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] [[κάτι]] [[πίσω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] σέρνοντας («ἐκ | |mltxt=(Α [[ἐφέλκω]], ιων. τ. ἐπέλκω)<br />[[σύρω]], [[τραβώ]] [[προς]] το [[μέρος]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] [[κάτι]] [[πίσω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] σέρνοντας («ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[πλοίο]]) [[ρυμουλκώ]] («ναῡς ὥς ἐφέλξω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους) [[σέρνω]] τα πόδια (α. «τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ἐφελκομένοισι πόδεσσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] [[μαζί]] μου, [[παρασύρω]] («ἐφέλκων [[ἄλλην]] αἴσθησιν [[μετὰ]] τοῦ λογισμοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐφέλκομαι</i><br />παρασύρομαι<br /><b>7.</b> [[αποτελειώνω]] [[ποτό]], [[κατεβάζω]] [[μονορούφι]] («καὶ μὴν [[ἐφέλκω]] καὶ ποτῆρ' ἀσκοῡ [[μέτα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[αναβάλλω]], [[παρατραβώ]] («ἐφελκῡσαι πλείους ἡμέρας», Θεόφρ.)<br /><b>9.</b> (γ' πρόσ. παθ.) <i>ἐφέλκεται</i><br />(για πληρωμές) καθυστερείται<br /><b>10.</b> (ουδ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) <i>τὰ ἐφελκόμενα</i><br />τα καθυστερούμενα<br /><b>11.</b> (αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) <i>οἱ ἐπελκόμενοι</i><br />(στον στρατό) οι στρατιώτες που αποσπώνται από την [[ομάδα]] και μένουν [[πίσω]], οι βραδυπορούντες («τοὺς ὑπολειπομένους καὶ ἐπελκομένους ἐφόνευον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «ἐπελκομένη [[προθυμία]]» — η καθυστερημένη, η αργοπορημένη [[προθυμία]]<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> παρασύρομαι («[[μηδέ]]... τούτῳ ἐφέλκεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> (μέσ. ως ενεργ.) α) [[σύρω]] («χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται [τὸν [[πόδα]]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[σύρω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[προσελκύω]] («ἐφέλκεται ἄνδρα [[σίδηρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) (για πράγματα) [[τραβώ]], [[φέρνω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου («τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «ἐφέλκομαι τὰς ὀφρῡς» — [[συνοφρυώνομαι]]<br /><b>16.</b> <b>μέσ.</b> α) <b>μτφ.</b> συνεπάγομαι [[κακά]], [[επιφέρω]] δυσάρεστα αποτελέσματα («ἐφέλκεται κινδύνους», Ισοκρ.)<br />β) [[αξιώνω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[θεωρώ]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]] («ἐφέλκεται ἀλλότριον [[κάλλος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[σύρω]] κάποιον [[πίσω]] μου ως κατώτερο, [[υπερτερώ]]<br />δ) <b>γραμμ.</b> [[έλκω]], [[τραβώ]] στο [[τέλος]] της λέξεως, τίθεμαι ως [[επίθημα]] («τὸ νῡ δι' εὐφωνίαν ἐφέλκεται», Δημήτρ.)<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> «ἐφέλκομαι [[ἄσθμα]]» — [[παίρνω]] [[βαθιά]] [[αναπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
(Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω)
σύρω, τραβώ προς το μέρος μου
αρχ.
1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον
2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.)
3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.)
4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους) σέρνω τα πόδια (α. «τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.
β. «ἐφελκομένοισι πόδεσσιν», Ομ. Ιλ.)
5. σύρω, τραβώ μαζί μου, παρασύρω («ἐφέλκων ἄλλην αἴσθησιν μετὰ τοῦ λογισμοῡ», Πλάτ.)
6. μέσ. ἐφέλκομαι
παρασύρομαι
7. αποτελειώνω ποτό, κατεβάζω μονορούφι («καὶ μὴν ἐφέλκω καὶ ποτῆρ' ἀσκοῡ μέτα», Ευρ.)
8. (για χρόνο) αναβάλλω, παρατραβώ («ἐφελκῡσαι πλείους ἡμέρας», Θεόφρ.)
9. (γ' πρόσ. παθ.) ἐφέλκεται
(για πληρωμές) καθυστερείται
10. (ουδ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) τὰ ἐφελκόμενα
τα καθυστερούμενα
11. (αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) οἱ ἐπελκόμενοι
(στον στρατό) οι στρατιώτες που αποσπώνται από την ομάδα και μένουν πίσω, οι βραδυπορούντες («τοὺς ὑπολειπομένους καὶ ἐπελκομένους ἐφόνευον», Ηρόδ.)
12. φρ. «ἐπελκομένη προθυμία» — η καθυστερημένη, η αργοπορημένη προθυμία
13. παθ. παρασύρομαι («μηδέ... τούτῳ ἐφέλκεσθαι», Θουκ.)
14. (μέσ. ως ενεργ.) α) σύρω («χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται [τὸν πόδα]», Πλάτ.)
β) σύρω προς το μέρος μου, προσελκύω («ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος», Ομ. Οδ.)
γ) (για πράγματα) τραβώ, φέρνω προς το μέρος μου («τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι», Λουκιαν.)
15. φρ. «ἐφέλκομαι τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι
16. μέσ. α) μτφ. συνεπάγομαι κακά, επιφέρω δυσάρεστα αποτελέσματα («ἐφέλκεται κινδύνους», Ισοκρ.)
β) αξιώνω κάτι για τον εαυτό μου, θεωρώ δικό μου, οικειοποιούμαι («ἐφέλκεται ἀλλότριον κάλλος», Πλάτ.)
γ) σύρω κάποιον πίσω μου ως κατώτερο, υπερτερώ
δ) γραμμ. έλκω, τραβώ στο τέλος της λέξεως, τίθεμαι ως επίθημα («τὸ νῡ δι' εὐφωνίαν ἐφέλκεται», Δημήτρ.)
17. φρ. «ἐφέλκομαι ἄσθμα» — παίρνω βαθιά αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕλκω.