συμβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist συνεβούλευσα; 1st aorist [[middle]] συνεβουλευσαμην; from ([[Theognis]], [[Sophocles]]), [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. for יָעַץ; and נועַץ;<br /><b class="num">1.</b> to [[give]] [[counsel]]: τίνι, to [[take]] [[counsel]] [[with]] others, [[take]] [[counsel]] [[together]], to [[consult]], [[deliberate]]: followed by [[ἵνα]] ([[see]] [[ἵνα]], II:2a.), R G Tr marginal [[reading]]); followed by a telic infinitive, Acts 9:23."  
|txtha=1st aorist συνεβούλευσα; 1st aorist [[middle]] συνεβουλευσαμην; from ([[Theognis]], [[Sophocles]]), [[Herodotus]] [[down]]; the Sept. for יָעַץ; and נועַץ;<br /><b class="num">1.</b> to [[give]] [[counsel]]: τίνι, to [[take]] [[counsel]] [[with]] others, [[take]] [[counsel]] [[together]], to [[consult]], [[deliberate]]: followed by [[ἵνα]] ([[see]] [[ἵνα]], II:2a.), R G Tr marginal [[reading]]); followed by a telic infinitive, Acts 9:23."  
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα [[συβουλεύω]] Ν<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] συμβουλές, [[υποδεικνύω]] σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει [[κάτι]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]] (α. «[[μάταια]] σέ [[συμβουλεύω]] τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους προσθέσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «μή μ' ἐκδίδασκε, [[μηδὲ]] συμβούλευ' ἔτι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβουλεύομαι</i><br />[[ζητώ]] ή [[δέχομαι]] [[συμβουλή]] από κάποιον (α. «σε όλα τα δύσκολα προβλήματα τον συμβουλεύομαι» β. «τὸν δὲ ὡς μαθεῑν τοῡτο, [[αὐτίκα]] συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προτρέπω]], [[παρακινώ]] («[[κακώς]] τον συμβούλεψε να ενεργήσει [[έτσι]] βιαστικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[αποφασίζω]] σε [[συμβούλιο]] (α. «συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῡν δόλῳ κρατήσωσι», ΚΔ<br />β. «οὕτω συμβουλευσαμένη», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] με κάποιον («ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους [[μετὰ]] σοῡ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλεύω]] «[[σκέπτομαι]], [[αποφασίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»)].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα [[συβουλεύω]] Ν<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] συμβουλές, [[υποδεικνύω]] σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει [[κάτι]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]] (α. «[[μάταια]] σέ [[συμβουλεύω]] τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους προσθέσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «μή μ' ἐκδίδασκε, [[μηδὲ]] συμβούλευ' ἔτι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβουλεύομαι</i><br />[[ζητώ]] ή [[δέχομαι]] [[συμβουλή]] από κάποιον (α. «σε όλα τα δύσκολα προβλήματα τον συμβουλεύομαι» β. «τὸν δὲ ὡς μαθεῑν τοῡτο, [[αὐτίκα]] συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προτρέπω]], [[παρακινώ]] («[[κακώς]] τον συμβούλεψε να ενεργήσει [[έτσι]] βιαστικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[αποφασίζω]] σε [[συμβούλιο]] (α. «συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῡν δόλῳ κρατήσωσι», ΚΔ<br />β. «οὕτω συμβουλευσαμένη», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] με κάποιον («ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους [[μετὰ]] σοῡ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλεύω]] «[[σκέπτομαι]], [[αποφασίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»)].
|mltxt=ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα [[συβουλεύω]] Ν<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] συμβουλές, [[υποδεικνύω]] σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει [[κάτι]], [[νουθετώ]], [[ορμηνεύω]] (α. «[[μάταια]] σέ [[συμβουλεύω]] τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους προσθέσθαι», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «μή μ' ἐκδίδασκε, [[μηδὲ]] συμβούλευ' ἔτι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συμβουλεύομαι</i><br />[[ζητώ]] ή [[δέχομαι]] [[συμβουλή]] από κάποιον (α. «σε όλα τα δύσκολα προβλήματα τον συμβουλεύομαι» β. «τὸν δὲ ὡς μαθεῑν τοῡτο, [[αὐτίκα]] συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προτρέπω]], [[παρακινώ]] («[[κακώς]] τον συμβούλεψε να ενεργήσει [[έτσι]] βιαστικά»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[αποφασίζω]] σε [[συμβούλιο]] (α. «συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῡν δόλῳ κρατήσωσι», ΚΔ<br />β. «οὕτω συμβουλευσαμένη», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] με κάποιον («ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους [[μετὰ]] σοῡ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνάπτω]] [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλεύω]] «[[σκέπτομαι]], [[αποφασίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβουλεύω Medium diacritics: συμβουλεύω Low diacritics: συμβουλεύω Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: symbouleúō Transliteration B: symbouleuō Transliteration C: symvouleyo Beta Code: sumbouleu/w

English (LSJ)

   A advise, counsel, c. dat. pers. et inf., advise one to do a thing, Hdt.1.53,59, 2.107, Th.1.65, etc.; οὐ συμβουλεύων Ερξῃ στρατεύεσθαι advising him not... Hdt.7.46: rarely c. acc. et inf., συμβουλεύω . . συμβῆναι ὑμᾶς I advise that you should... Pl.Prt. 337e, cf. Gal.16.501.    2 without inf., σ. τινί τι Hdt.1.71, etc.; ὅτι ἂν δύνωνται ἀγαθὸν Ἀθηναίοις IG12.106.19; τοῖς ὀλίγον διαπνεομένοις ἀσιτίαν Gal.15.508; τινὶ περί τινος Pl.Prt.319d, etc.; εὖ σ. τινί Thgn.38; σ. τι recommend a measure, τὰ ἄριστα Hdt.7.237; χρηστόν τι Ar.Nu.793; πορείαν X.An.5.6.12, etc.: but c. acc. cogn., σ. συμβουλάς give advice, Pl.Grg.520d:—Pass., συμβουλεύεταί τι advice is given, Id.Ep.330d; τὰ παρὰ τῶν θεῶν συμβουλευόμενα X.Cyr. 1.6.2; τὰ συμβουλευθέντα Isoc.3.13; τὰ -βεβουλευμένα res de consilii sententia actae, IG7.413.58 (Oropus, i B.C., Senatus consultum); of persons, to be advised, ὑπό τινος POxy.118.3 (iii A.D.).    3 folld. by a relat., σ. περί τινος ὡς . . X.Vect.4.30; σύμ μοι βούλευσον, ποτέρην ἄγω Call.Epigr.1.5.    4 abs., advise, give advice, S.OT1370, etc.; ὁ συμβουλεύων or -εύσας adviser, Arist.Rh.1354b31, Lex ap.And.1.96; τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων didactic poems, Isoc.2.42.    II Med., consult with a person, i.e. ask his advice, τινι Hdt.2.107, Pl. Ep.331a, Thg.122a, etc.; τι in a matter, Th.8.68; σ. τι μετά τινος debate a matter with another, Ar.Nu.475: abs., consult, deliberate, X.Cyr.2.1.7, etc.—Act. and Med. opposed, συμβουλευομένου ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα if one asked his advice he would give him the best, Hdt.7.237; [τοῖς Ἕλλησι] συμβουλευομένοις συνεβούλευσε τάδε X.An.2.1.17.    2 = Act., Sch.Hes.Sc.338, f.l. in X.HG6.5.34.    3 agree, make a contract, θύρας λιθίνης ἧς συνεβουλεύσατο κόψαι PMich.Zen.37.3 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 980] einen Rath geben od. ertheilen; absolut, Soph. O. R. 1370 Ar. Nub. 783; τινί, Her. 1, 59. 7, 51 u. sonst; c. inf., 8, 103; τινί τι, Theogn. 38; Her. 7, 237; τὰ συμβουλευθέντα, Isocr. 3, 13; αὐτοῖς περὶ τούτων, Plat. Prot. 319 d; συμβουλὰς συμβουλεύειν, Gorg. 520 d; καὶ παραινεῖν, Legg. XI, 933 b, u. öfter, wie Folgde; – med., συμβουλεύεσθαι μετά τινος, mit Einem berathschlagen, Ar. Nub. 467; zu Rathe gehen, Thuc. 8, 68; zu Rathe ziehen, um Rath fragen, τινί, Her. 2, 107. 7, 235, vgl. συμβουλευομένου ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα, 7, 237; ἔξεστι συμβουλεύσασθαι παρακαλέσαντα τὸν ἐπαΐοντα, Plat. Prot. 314 a; Lach. 178 b; Folgde, wie Xen. An. 1, 1, 10. 2, 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλεύω: ὡς καὶ νῦν, δίδω συμβουλήν, τινί, ὡς τὸ Λατ. consulere alicui, μάλιστα ἐν χρήσει ἐπὶ ῥητόρων προτεινόντων γνώμην τινὰ εἰς τὸν λαόν, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., συμβουλεύω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἡρόδ. 1. 53, 59., 2. 107, Θουκ. 1. 65, κτλ. οὐ συμβουλεύων Ξέρξῃ στρατεύεσθαι, συμβουλεύων νὰ μή..., Ἡρόδ. 7. 46· ― σπανίως μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., συμβουλεύω... συμβῆναι ὑμᾶς ὥσπερ ὑπὸ διαιτητῶν ἡμῶν συμβιβαζόντων Πλάτ. Πρωτ. 337Ε. 2) καὶ ἄνευ τοῦ ἀπαρ., σ. τινί τι Ἡρόδ. 1. 71, κτλ.· τινὶ περί τινος Πλάτ. Πρωτ. 319D, κτλ.· εὖ σ. τινι Θέογν. 38· ― σ. τι, συνιστῶ τι, τὰ ἄριστα Ἡρόδ. 7. 237· χρηστόν τι Ἀριστοφ. Νεφ. 793· πορείαν Ξεν. Ἀν. 5. 6, 12, κτλ.· ἀλλὰ μετ’ αἰτιατ. συστοίχου, σ. συμβουλάς, παρέχω συμβουλάς, Πλάτ. Γοργ. 520D· ― Παθητ., συμβουλεύεταί τι, παρέχεται συμβουλή, Πλάτ. Ἐπιστ. 330D· τὰ παρὰ τοῖς θεοῖς συμβουλευόμενα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 2· τὰ συμβουλευθέντα Ἰσοκρ. 29C. 3) ἑπομένου ἀναφορικοῦ, σ. περί τινος ὡς... Ξεν. Πόροι 4, 30· σύμ μοι βούλευσον ποτέρην ἄγω Καλλ. Ἐπιγράμμ. 1. 5. 4) ἀπολ., δίδω συμβουλήν, συμβουλεύω, Σοφ. Ο. Τ. 1370, κτλ.· ὁ συμβουλεύων ἢ -εύσας, ὡς καὶ νῦν, Λατ. auctor, suasor sententiae, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 8, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 10· τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων, διδακτικὰ ποιήματα, Ἰσοκρ. 23Β. ΙΙ. Μέσ., ζητῶ συμβουλὴν παρά τινος, ζητῶ τὴν γνώμην αὐτοῦ, τινι, Λατιν. consulere aliquem, Ἡρόδ. 2. 107, Πλάτ., κλπ.· τι Θουκ. 8. 68· σ. τι μετά τινος, συζητῶ τι μετά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 475· ἀπολύτως, συσκέπτομαι, ἀλλ’ εἰ μὲν ἀνδρῶν προσδεῖ ἡμῖν... εἴτε καὶ μὴ αὖθις συμβουλευσόμεθα Ξεν. Κύρ. 2. 1, 7, κτλ. ― Ἔχομεν τὸ ἐνεργ. καὶ μέσον παρ’ ἄλληλα, συμβουλευομένου τε ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα, καὶ ἂν τὸν συμβουλευθῇ, θὰ τὸν συμβουλεύσῃ τὰ ἄριστα (ὁ φίλος), Ἡρόδ. 7. 237· [τοῖς Ἕλλησι] ξυμβουλευομένοις ξυνεβούλευσεν αὐτοῖς τάδε Ξεν. Ἀν. 2. 1, 17. 2) = τῷ ἐνεργ., πολλάκις παρὰ τοῖς μεταγεν., ἴδε Δινδ. εἰς Διόδ. τ. 3, σ. 57.

French (Bailly abrégé)

donner un conseil, conseiller : τινί τι qch à qqn ; avec un seul rég. : σ. τι conseiller qch ; avec l’inf. : conseiller de;
Moy. συμβουλεύομαι délibérer avec : τινι avec qqn ; τι sur qch.
Étymologie: σύν, βουλεύω.

English (Strong)

from σύν and βουλεύω; to give (or take) advice jointly, i.e. recommend, deliberate or determine: consult, (give, take) counsel (together).

English (Thayer)

1st aorist συνεβούλευσα; 1st aorist middle συνεβουλευσαμην; from (Theognis, Sophocles), Herodotus down; the Sept. for יָעַץ; and נועַץ;
1. to give counsel: τίνι, to take counsel with others, take counsel together, to consult, deliberate: followed by ἵνα (see ἵνα, II:2a.), R G Tr marginal reading); followed by a telic infinitive, Acts 9:23."

Greek Monolingual

ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν
1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους προσθέσθαι», Ηρόδ.
γ. «μή μ' ἐκδίδασκε, μηδὲ συμβούλευ' ἔτι», Σοφ.)
2. μέσ. συμβουλεύομαι
ζητώ ή δέχομαι συμβουλή από κάποιον (α. «σε όλα τα δύσκολα προβλήματα τον συμβουλεύομαι» β. «τὸν δὲ ὡς μαθεῑν τοῡτο, αὐτίκα συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί», Ηρόδ.)
νεοελλ.
προτρέπω, παρακινώκακώς τον συμβούλεψε να ενεργήσει έτσι βιαστικά»)
μσν.-αρχ.
μέσ. αποφασίζω σε συμβούλιο (α. «συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῡν δόλῳ κρατήσωσι», ΚΔ
β. «οὕτω συμβουλευσαμένη», Μαλάλ. Ι.)
αρχ.
μέσ.
1. συζητώ με κάποιον («ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους μετὰ σοῡ», Αριστοφ.)
2. συνάπτω συμφωνία, συμβόλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βουλεύω «σκέπτομαι, αποφασίζω» (< βουλή «σκέψη»)].

Greek Monolingual

ΝΜΑ και διαλ. τ. συμβουλεύγω κα συβουλεύω Ν
1. παρέχω συμβουλές, υποδεικνύω σε κάποιον να κάνει ή να αποφύγει κάτι, νουθετώ, ορμηνεύω (α. «μάταια σέ συμβουλεύω τόσον καιρό» β. «τοὺς δὲ Ἑλλήνων τοὺς δυνατωτάτους συνεβούλευον οἱ ἐξευρόντα φίλους προσθέσθαι», Ηρόδ.
γ. «μή μ' ἐκδίδασκε, μηδὲ συμβούλευ' ἔτι», Σοφ.)
2. μέσ. συμβουλεύομαι
ζητώ ή δέχομαι συμβουλή από κάποιον (α. «σε όλα τα δύσκολα προβλήματα τον συμβουλεύομαι» β. «τὸν δὲ ὡς μαθεῑν τοῡτο, αὐτίκα συμβουλεύεσθαι τῇ γυναικί», Ηρόδ.)
νεοελλ.
προτρέπω, παρακινώκακώς τον συμβούλεψε να ενεργήσει έτσι βιαστικά»)
μσν.-αρχ.
μέσ. αποφασίζω σε συμβούλιο (α. «συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῡν δόλῳ κρατήσωσι», ΚΔ
β. «οὕτω συμβουλευσαμένη», Μαλάλ. Ι.)
αρχ.
μέσ.
1. συζητώ με κάποιον («ἄξια σῇ φρενὶ συμβουλευσομένους μετὰ σοῡ», Αριστοφ.)
2. συνάπτω συμφωνία, συμβόλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βουλεύω «σκέπτομαι, αποφασίζω» (< βουλή «σκέψη»)].