μάργος: Difference between revisions
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μάργος:''' -η, -ον, και -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έξαρση]] παραφροσύνης, Λατ. [[furiosus]], <i>μάργε</i>, τρελέ! σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για όρεξη, [[λαίμαργος]], [[ακόρεστος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]], σε Θέογν., Ευρ. | |lsmtext='''μάργος:''' -η, -ον, και -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[έξαρση]] παραφροσύνης, Λατ. [[furiosus]], <i>μάργε</i>, τρελέ! σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για όρεξη, [[λαίμαργος]], [[ακόρεστος]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> [[λάγνος]], [[ασελγής]], σε Θέογν., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάργος:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> бешеный, яростный, неистовый ([[πνεῦμα]] λύσσης Aesch.; ἡδοναί Plat.; ἵπποι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> безумный ([[μάργον]] θεῖναί τινα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> крепкий, пьянящий ([[οἶνος]] Hes.);<br /><b class="num">4)</b> жадный, прожорливый ([[γαστήρ]] Hes.);<br /><b class="num">5)</b> похотливый, распутный ([[Ἑλένη]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:38, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον (A.Eu.67, Pl.Lg.792e):—poet. Adj. (used once by Pl.),
A mad, μάργε madman! Od.16.421; μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν 23.11, cf. Pi.O.2.96, etc.; θυμὸς μ. Thgn.1301; λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr.884 (anap.); τάσδε τὰς μάργους, of the Furies, Id.Eu.l.c.; μάργοι ἡδοναί Pl.l.c.; of horses, rampant, furious, μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Hom.Epigr.4.4, cf.A.Th.475; of wine, οἶνος δέ οἱ ἔπλετο μάργος Hes.Fr.121. 2 of appetite, greedy, gluttonous, μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Od.18.2; τὸ μ. σῆς γνάθου E.Cyc.310: metaph., οἴδματι μάργῳ Emp.100.7; μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Phryn.Trag.5.4. 3 lewd, lustful, Thgn.581, A.Supp.741, E.El.1027, etc.
German (Pape)
[Seite 95] att. auch 2 Endgn, rasend, wüthend, ἄνδρες, Pind. Ol. 2, 106; unsinnig, Od. 16, 421; thöricht, unbesonnen, μάργην σε θεοὶ θέσαν, 23, 11; vom Magen, γαστήρ, gierig, gefräßig, 18, 2, wie πάρες τὸ μάργον σῆς γνάθου Eur. Cycl. 309; μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Phryn. bei Schol. Lycophr. 434; λύσσης πνεύματι μάργῳ vrbdt Aesch. Prom. 884; von den Furien, Eum. 67 u. sp. D.; auch in Prosa, ὅπως μήτε ἡδοναῖς τισι πολλαῖς ἅμα καὶ μάργοις προσχρήσεται ὴ κύουσα Plat. Legg. VII, 792 e; Sp.; – wollüstig, üppig, Aesch. Suppl. 741; Ἑλένη, Eur. El. 1027.
Greek (Liddell-Scott)
μάργος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον (Αἰσχύλ. Εὐμ. 67)· - ποιητ. ἐπίθετ. (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἅπαξ), ἐμμανής, μαινόμενος, Λατιν. foriosus, μάγρε, μαινόμενε, Ὀδ. Π. 421· μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν Ψ. 11· οὕτως ἐν Πινδ. Ο. 175, κτλ.· θυμὸς μ. Θέογν. 1301· λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 884· τάσδε τὰς μάργους, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμεν. 67· μάργαι ἡδοναὶ Πλάτ. Νόμ. 792E· - ἐπί ἵππων, ἐμμανής, ὁρμητικός, μάργων ἐπιβήτορες ἵππων Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 4, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 745· ἐπὶ οἴνου, μάργος δὲ οἱ ἔπλετο οἶνος Ἡσ. Ἀποσπ. 43. 2) ἄπληστος, «ἀχόρταγος», μετὰ δ’ ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ Ὀδ. Σ. 2· τὸ μ. τῆς γνάθου Εὐρ. Κύκλ. 310· - μεταφορ., οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349· μάργοις φλὸξ ἐδαίνυτο γνάθοις Φρύνιχ. Τραγ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Λυκόφρ. 433. 3) αἰσχρός, ἀσελγής, Θέογν. 581, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 741, Εὐρ. Ἠλ. 1027, κτλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
déréglé :
1 insensé, fou, furieux;
2 insolent, présomptueux, orgueilleux;
3 impudique, libertin;
4 glouton, vorace.
Étymologie: R. Μαργ, désirer.
English (Autenrieth)
English (Slater)
μάργος
1 intemperate ἀλλ' αἶνον ἐπέβα κόρος, οὐ δίκᾳ συναντόμενος, ἀλλὰ μάργων ὑπ ἀνδρῶν (O. 2.96)
Greek Monolingual
μάργος, -ον, θηλ. και μάργη (Α)
1. μανιακός, παράφρονας, τρελός («θυμὸς μάργος», Θέογν.)
2. (για άλογο) ορμητικός («μάργων ἐπιβήτορες ἵππων», Ομ. Επίγρ.)
3. (για κρασί) δυνατός («οἶνος δὲ oἱ ἔπλετο μάργος», Ησίοδ.)
4. μτφ. αισχρός, ασελγής, χυδαίος («ἐξῶλές ἐστι μάργον... γένος», Αισχύλ.)
5. (για όρεξη) άπληστος, αδηφάγος, αχόρταγος («μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχ. προφορικής γλώσσας, άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
μάργος: -η, -ον, και -ος, -ον,
1. αυτός που βρίσκεται σε έξαρση παραφροσύνης, Λατ. furiosus, μάργε, τρελέ! σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για όρεξη, λαίμαργος, ακόρεστος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
3. λάγνος, ασελγής, σε Θέογν., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μάργος: 3, редко
1) бешеный, яростный, неистовый (πνεῦμα λύσσης Aesch.; ἡδοναί Plat.; ἵπποι Eur.);
2) безумный (μάργον θεῖναί τινα Hom.);
3) крепкий, пьянящий (οἶνος Hes.);
4) жадный, прожорливый (γαστήρ Hes.);
5) похотливый, распутный (Ἑλένη Eur.).