ἀφύσσω: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Δωρ. <i>-ξῶ</i>, επίσης ἀφύσω [ῠ]· αόρ. αʹ <i>ἤφῠσα</i>, Επικ. [[ἄφυσσα]], απρόσ. [[ἄφυσσον]] — Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠφῠσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[ἀφύσσατο]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αντλώ]] υγρά, [[ιδίως]] από ένα μεγαλύτερο [[αγγείο]] με ένα μικρότερο, [[οἶνον]] ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἠφύσαμεν, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[πίθων]] ἠφύσσετο [[οἶνος]], αντλήθηκε από το [[πιθάρι]] με [[κρασί]], στο ίδ.· μεταφ., <i>πλοῦτον ἀφύξειν</i>, [[εισπράττω]] [[μεγάλα]] ποσά πλούτου, δηλ. τα [[συσσωρεύω]], <i>τινί</i>, για κάποιον [[άλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[αντλώ]] για τον εαυτό μου, [[οἶνον]], στο ίδ.· [[ῥοάς]], σε Ευρ.· μεταφ., <i>φύλλα ἠφυσάμην</i>, συσσώρευσα πάνω μου φύλλα ως [[κρεβάτι]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀφύσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Δωρ. <i>-ξῶ</i>, επίσης ἀφύσω [ῠ]· αόρ. αʹ <i>ἤφῠσα</i>, Επικ. [[ἄφυσσα]], απρόσ. [[ἄφυσσον]] — Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠφῠσάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. [[ἀφύσσατο]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αντλώ]] υγρά, [[ιδίως]] από ένα μεγαλύτερο [[αγγείο]] με ένα μικρότερο, [[οἶνον]] ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἠφύσαμεν, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., [[πίθων]] ἠφύσσετο [[οἶνος]], αντλήθηκε από το [[πιθάρι]] με [[κρασί]], στο ίδ.· μεταφ., <i>πλοῦτον ἀφύξειν</i>, [[εισπράττω]] [[μεγάλα]] ποσά πλούτου, δηλ. τα [[συσσωρεύω]], <i>τινί</i>, για κάποιον [[άλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[αντλώ]] για τον εαυτό μου, [[οἶνον]], στο ίδ.· [[ῥοάς]], σε Ευρ.· μεταφ., <i>φύλλα ἠφυσάμην</i>, συσσώρευσα πάνω μου φύλλα ως [[κρεβάτι]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφύσσω:''' (fut. ἀφύξω - дор. [[ἀφυξῶ]], Anth. ἀφύσω; aor. [[ἤφυσα]] - эп. [[ἄφυσσα]]) тж. med.<br /><b class="num">1)</b> черпать, переливать, наливать ([[μέθυ]] ἐκ κρητῆρος и [[νέκταρ]] ἀπὸ κρητῆρος Hom.; δῶρα Διονύσου εἰς [[ἄγγεα]] Hes.; λοιβὰν ἐν κρατήρων γυάλοις Eur.);<br /><b class="num">2)</b> собирать, сгребать (φύλλα ἠφυσάμην Hom.);<br /><b class="num">3)</b> копить, накапливать ([[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον Hom.);<br /><b class="num">4)</b> проникать внутрь, врезываться (διὰ δ᾽ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Hom. - v. l. [[διαφύσσω]] in tmesi). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. impf.
A ἄφυσσον Call.Cer.70: fut. ἀφύξω, Dor. -ξῶ Theoc.7.65: aor. ἤφῠσα Od.9.165, Ep. ἄφυσσα 2.379, E.IA1051 (lyr.), imper. ἄφυσσον Od.2.349:—Med., aor. ἠφῠσάμην, Ep. ἀφύσσατο Il.16.230:—draw liquids, esp. from a larger vessel with a smaller, νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598, cf. Od.9.9; οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἠφύσαμεν 9.165; εἰς ἄγγε' ἀφύσσαι δῶρα Διωνύσου Hes. Op.613:—Pass., πίθων ἠφύσσετο οἶνος was drawn from the winejars, Od.23.305: metaph., ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν draw full draughts of wealth, i.e. heap it up, τινί for another, Il.1.171; ἀ. νέκταρ ἐρώτων AP5.225 (Paul. Sil.). 2 sound, probe, ἰητὴρ ἕλκος ἀ. Opp.H.2.597. II Med., draw for oneself, help oneself to, οἶνον ἀφυσσόμενος Il.23.220; ἀπὸ Κηφισοῦ ῥοὰς . . ἀφυσσαμέναν, of Aphrodite, E.Med.836 (lyr.); φύλλα ἠφυσάμην I heaped me up a bed of leaves, Od.7.286, cf. 5.482: metaph., αἰῶνος σπειρήματ' ἀφυσσάμενος App.Anth.3.186.—Trag. only in E. l.c. and IA1051.
German (Pape)
[Seite 416] fut. ἀφύξειν Il. 1, 171; dor. ἀφυξῶ Theocr. 7, 65; aor. ἤφυξα, Sp., wie Opp. H. 1, 769; Hom. ἠφύσαμεν Od. 9, 165; ἀφύσσας Od. 9, 204, ἄφυσσεν 2, 379, ἄφυσσον 2, 349, ἀφύσσατο Iliad. 16, 230, ἀφυσσάμεθα Od. 9, 85, ἀφυσσάμενοι v. l. Iliad. 10, 579, ἠφυσάμην Od. 7, 286; Tmesis schwer zu erkennen; – schöpfen, aus einem größern Gefäße in ein kleineres, νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος, aus dem Mischgefäße, Il. 1, 598; οἶνον ἐκ κρητῆρος ἀφυσσἀμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον Iliad. 3, 295; οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν Od. 2, 379; εἰς ἄγγεα Hes. O. 611; – πίθων ἠφύσσετο οἶνος, ward aus den Fässern geschöpft, Od. 23, 305; ὕδωρ 9, 85; Λήθης ὕδωρ ὑπὸ στόμα Opp. Cyn. 2, 417; H. 1, 769 εὔτε Ζεὺς ἐκ νεφέων ὄμβρον ἀφύξῃ, Regen ergießen; übertr., ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφ., Reichthum schöpfen, d. i. anhäufen, Il. 1, 171; ἀμφὶ δὲ φύλλα ἠφυσἀμην, ich häufte mir Laub zusammen, Od. 7, 286; διὰ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Il. 13, 508, auf διαφύσσω zu beziehen; doch Opp. Hal. 2, 597 ἕλκος ἀφύσσειν, das Geschwür öffnen. Selten in Prosa. Luc. Parasit. 10. Die Ableitung ist dunkel, doch scheint es kein Compositum von ὕω, sondern mit ἀφρός zusammenzuhängen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφύσσω: Ἐπικ. παρατατ. ἄφυσσον, Καλλ. εἰς Δήμ. 70· μέλλ. ἀφύξω, Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. 7. 65· ὡσαύτως ἀφύσω [ῠ] Ἀνθ. Π. 5. 226· ἀόρ. ἤφῠσα Ὀδ. (πρβλ. δι-), Ἐπ. ἄφυσσα Ὀδ. Β. 379, Εὐρ. Ι. Α. 1051 (λυρ.), προστακτ. ἄφυσσον Ὀδ. Β. 349: ― Μέσ. ἀόρ. ἠφῠσάμην, Ἐπ. ἀφύσσατο Ἰλ. Π. 230: ― (Ὁ ἀόρ. ἀποδίδοται ὑφ’ ἐτέρων εἰς ἐνεστῶτα ἀφύω, ὅστις ἀπαντᾶ ἐν συνθέτοις ἐξαφύω, ὑπεξαφύομαι). Ἀπαρύομαι, ἀπαντλῶ, ἐπὶ ὑγρῶν, κυρίως ἀπαντλῶ ἀπὸ μεγαλειτέρου ἀγγείου διά τινος μικροτέρου, νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Ι. 9· οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἠφύσαμεν Ι. 165· εἰς ἄγγε’ ἀφύσσαι δῶρα Διωνύσου Ἔργ. κ. Ἡμ. 611· οὕτως ἐν τῷ παθ., πίθων ἠφύσσετο οἶνος, ἠντλεῖτο ἐκ τῶν πίθων, Ὀδ. Ψ. 305· μεταφ., ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, «ἀπαντλήσειν, περισωρεύσειν», τινί, χάριν ἄλλου, Ἰλ. Α. 171: ― περὶ τοῦ ἐν Ν. 508., Ρ. 315, ἴδε τὸ ῥῆμα διαφύσσω. ΙΙ. Μέσ., ἀπαντλῶ δι’ ἐμαυτόν, οἶνον ἀφυσσόμενος χαμάδις χέε, δεῦε δὲ γαῖαν Ἰλ. Ψ. 220· ἀπὸ Κηφισοῦ ῥοὰς… ἀφυσσαμέναν, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Μήδ. 838· μεταφ., φύλλα ἠφυσάμην, «ἐπεχεάμην» (Σχόλ.), Ὀδ. Η. 286, πρβλ. Ε. 482. ― Λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ι. Α. 1051, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς παρὰ Λουκ. ἐν Παρασ. 10.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφύσω, poét. ἀφύξω, ao. ἤφυσα, pf. inus.
I. puiser d’un grand vase pour verser dans un petit : νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος IL, οἶνον ἐκ κρητῆρος OD puiser du nectar, du vin dans un cratère ; οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν OD puiser du vin dans des amphores ; Pass. πίθων ἠφύσσετο οἶνος OD on puisait du vin dans des jarres ; fig. ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφ. IL puiser, càd amasser de la fortune et des richesses;
II. s’enfoncer ou pénétrer dans ; déchirer : διὰ adv. δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ IL et le fer (lui) déchira les entrailles;
Moy. ἀφύσσομαι (ao. ἠφυσάμην);
1 puiser pour soi, acc.;
2 amasser pour soi : ἀφ. φύλλα OD se faire un lit de feuilles.
Étymologie: DELG pas d’étym.
English (Autenrieth)
fut. ἀφύξω, aor. ἤφυσα, part. ἀφύσσᾶς, mid. aor. ἠφυσάμην, ἀφυσσάμην, part. ἀφυσσάμενος: draw (water or wine), mid., for oneself, often by dipping from a larger receptacle into a smaller (ἀπὸ or ἔκ τινος, or τιν<<><>>ς); οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ, ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων, for the other gods, Il. 1.598 ; ἀφυσσάμενοι μέλαν ὕδωρ, for their own use, on ship-board, Od. 4.359 ; διὰ (adv.) δ' ἔντερα χαλκὸς | ἤφυσε, pierced and ‘opened,’ (cf. ‘dip into’ him), Il. 13.508, Il. 17.315, Il. 14.517; met., ἄφε- νος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, ‘draw off,’ i. e. accumulate riches for another man, Il. 1.171.
Spanish (DGE)
• Morfología: [poét. gener. formas sin aum., impf. 3a plu. ἄφυσσον Call.Cer.69; dór. fut. ἀφυξῶ Theoc.7.65; aor. ἄφυσσα Od.2.379]
A en v. act.
I de líquidos
1 sacar, trasvasar, trasegar c. ac. y gen. c. y sin prep. νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Il.1.598, cf. Od.9.9, h.Ven.206, Io Trag.10, Theoc.l.c., Nonn.D.19.249, οἶνον ἐκ πηγῶν Philostr.Im.1.14, λοιβῆς ... χρυσεαῖς πέλλαις γάνος Lyc.708, χερσὶ ... πηλὸν ... ἐκ ποταμοῖο Nonn.D.11.180, cf. 15.6, πηγὰς ἀφύσσων δώδεκ' ἐκ μιᾶς πέτρας Ezech.250
•en v. pas. πολλὸς δὲ πίθων ἠφύσσετο οἶνος Od.23.305, cf. Nonn.D.18.154
•c. ac. y dat. loc. trasvasar, trasegar, verter ἄγε δή μοι οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἄφυσσον Od.2.349, cf. 379
•c. εἰς y ac. εἰς ἄγγε' ἀφύσσαι δῶρα Διωνύσου Hes.Op.613, ἄφυσσε λοιβάν E.IA 1051, οἶνον Call.Cer.69, κοτυλήρυτον ὄξος Nic.Th.539, cf. Nonn.D.12.39.
2 medic. sacar el líquido de, sondar ἰητὴρ ... ἕλκος ἀφύσσων οἰδαλέον el médico ... sondando la llaga inflamada con sanguijuelas, Opp.H.2.597, cf. ἀφύσσειν· ψηλαφᾶν Hsch.
II de sólidos y fig.
1 extraer, acumular, explotar ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171, ἔνθεν ἀφύξω Λυδῶν ... ὄλβον Nonn.D.34.212.
2 libar ὀφθαλμοί, τέο μέχρις ἀφύσσετε νέκταρ ἐρώτων; AP 5.226 (Paul.Sil.).
B en v. med.
I 1tomar, servirse, escanciarse esp. en libaciones y sacrificios αἴθοπα οἶνον Il.16.230, cf. Call.Fr.246, οἶνον δ' ἐκ κρητῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν ἔκχεον Il.3.295, ἀπὸ δὲ κρητῆρος Ἀθήνῃ ... ἀφυσσόμενοι λεῖβον ... οἶνον Il.10.575, cf. 3.295, 23.220, Nonn.D.14.432, A.R.1.456, Opp.C.4.346.
2 tomar, beber ἇς ἄπο νᾶμα ... χείλεσσιν ἁλκύονες AP 9.333.4 (Mnasalc.), cf. Nonn.D.41.72
•fig. αἰῶνος σπειρήματ' ἀφυσσάμενος ἀπ' ἐμεῖο παιδείης App.Anth.3.186.
II en rel. c. ríos y cursos de agua
1 obtener, hacer provisión esp. náut. hacer aguada ἀφυσσάμενοι μέλαν ὕδωρ Od.4.359, 9.85, 10.56, ὕδωρ ποτιδόρπιον A.R.1.1209, cf. Opp.H.5.279, gener. καθαρὸν γάνος Ἠριδανοῖο Lyr.Alex.Adesp.SHell.1180, cf. Nonn.D.47.40.
2 abs. obtener un líquido según el cont.
•agua ἐπὶ Κηφισοῦ ῥοαῖς τὰν Κύπριν κλῄζουσιν ἀφυσσάμεναν (por ser Cipris la que garantiza el curso constante del Cefiso), E.Med.836, cf. A.R.3.1349, 4.1768, Euph.38c.2, Nonn.D.45.353, sangre αὐτὴ ... χερσὶν ἀφυσσαμένα A.R.4.669.
• Etimología: Verb. en -σσω de la misma raíz que ἀφύω q.u.
Greek Monotonic
ἀφύσσω: μέλ. -ξω, Δωρ. -ξῶ, επίσης ἀφύσω [ῠ]· αόρ. αʹ ἤφῠσα, Επικ. ἄφυσσα, απρόσ. ἄφυσσον — Μέσ. αόρ. αʹ ἠφῠσάμην, Επικ. γʹ ενικ. ἀφύσσατο·
I. αντλώ υγρά, ιδίως από ένα μεγαλύτερο αγγείο με ένα μικρότερο, οἶνον ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἠφύσαμεν, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., πίθων ἠφύσσετο οἶνος, αντλήθηκε από το πιθάρι με κρασί, στο ίδ.· μεταφ., πλοῦτον ἀφύξειν, εισπράττω μεγάλα ποσά πλούτου, δηλ. τα συσσωρεύω, τινί, για κάποιον άλλο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Μέσ., αντλώ για τον εαυτό μου, οἶνον, στο ίδ.· ῥοάς, σε Ευρ.· μεταφ., φύλλα ἠφυσάμην, συσσώρευσα πάνω μου φύλλα ως κρεβάτι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφύσσω: (fut. ἀφύξω - дор. ἀφυξῶ, Anth. ἀφύσω; aor. ἤφυσα - эп. ἄφυσσα) тж. med.
1) черпать, переливать, наливать (μέθυ ἐκ κρητῆρος и νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος Hom.; δῶρα Διονύσου εἰς ἄγγεα Hes.; λοιβὰν ἐν κρατήρων γυάλοις Eur.);
2) собирать, сгребать (φύλλα ἠφυσάμην Hom.);
3) копить, накапливать (ἄφενος καὶ πλοῦτον Hom.);
4) проникать внутрь, врезываться (διὰ δ᾽ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσε Hom. - v. l. διαφύσσω in tmesi).