βρέμω: Difference between revisions

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρέμω:''' μόνο στον ενεστ. και στον παρατ., Λατ. [[fremo]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για το [[κύμα]], [[παφλάζω]], κάνω πάταγο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., στο ίδ. και σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> στους μεταγεν. ποιητές χρησιμοποιείται για όπλα, [[συγκρούομαι]], κάνω μεταλλικό κρότο, σε Ευρ.· λέγεται για ανθρώπους, [[κραυγάζω]], κάνω θόρυβο, σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''βρέμω:''' μόνο στον ενεστ. και στον παρατ., Λατ. [[fremo]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για το [[κύμα]], [[παφλάζω]], κάνω πάταγο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., στο ίδ. και σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> στους μεταγεν. ποιητές χρησιμοποιείται για όπλα, [[συγκρούομαι]], κάνω μεταλλικό κρότο, σε Ευρ.· λέγεται για ανθρώπους, [[κραυγάζω]], κάνω θόρυβο, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βρέμω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> реветь, шуметь, гудеть, бушевать ([[κῦμα]] θαλάσσης βρέμει и βρέμεται Hom.; στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.; νάπαι βρέμονται Arph.);<br /><b class="num">2)</b> бряцать, лязгать (στρατὸν βρέμων ἐν αἰχμαῖς Aesch.; μυρίοις ὅπλοις Eur.);<br /><b class="num">3)</b> звенеть, звучать ([[λύρα]] βρέμεται Pind.);<br /><b class="num">4)</b> кричать, визжать (βλαχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων βρέμονται Aesch.).
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρέμω Medium diacritics: βρέμω Low diacritics: βρέμω Capitals: ΒΡΕΜΩ
Transliteration A: brémō Transliteration B: bremō Transliteration C: vremo Beta Code: bre/mw

English (LSJ)

only pres. and impf. (aor. ἔβραμεν, vv.ll. ἔβραχεν, ἔβρεμεν, Call.Del.140):—

   A roar, [κῦμα] ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Il.4.425; δυσάνεμοι βρέμουσιν ἀκταί S.Ant.592 (lyr.):—Med., αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται Il.2.210; of wind, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων 14.399, cf. S.Ant.592 (lyr.), Ar.Th.998 (lyr.).    II after Hom., of arms, clash, ring, E.Heracl.832; of men, clamour, rage, β. ἐν αἰχμαῖς A. Pr.424 (lyr.), cf. Th.378; πολλοῖς μὲν ἵπποις, μυρίοις δ' ὅπλοις β. E.Ph.113; δεινὰ β. τινί against one, Id.HF962; of a mob, A.Eu. 978 (lyr.); murmur, grumble, ὁ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον β. Pi.P.11.30; wail, in Med., βλαχαὶ βρέμονται A.Th.350 (lyr.); but also of music, λύρα βρέμεται καὶ ἀοιδά Pi.N.11.7; λιγὺ λωτὸς βρέμων Pae.Delph.12; φθέγμα μηχανῇ βρέμον S.Ichn.278: c. acc., λωτὸς ὅταν ἱερὰ παίγματα βρέμῃ E.Ba.161 (lyr.). (mrem-, cf. Skt. mármaras 'noisy', Lat. murmur, Gk. μορμῡρω, Lat.fremo, etc.)

German (Pape)

[Seite 463] nur praes. u. impf. (onomatopoet., vgl. fremo und βροντή), brausen, rauschen; Hom. dreimal, Iliad. 4, 425 von der Woge des Meeres, χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει; 2, 210 κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται, Homerisch, medium in der Bedeutung des activ.; eben so medium statt des activ. Iliad. 14, 399, vom Winde, οὔτ' ἄνεμος τόσσον γε ποτὶ δρυσὶν ὑψικόμοισιν ἠπύει, ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων; – στόνῳ βρέμουσι δ' ἀντιπλῆγες ἀκταί Soph. Ant. 592; Ap. Rh. 2, 323; λύρα βρέμεται, hallen, Pind. N. 11, 7; vom Waffengeklirr Aesch. Prom. 423; Eur. Heracl. 832; vom tobenden Aufruhr Aesch. Eum. 978; vom Kindergeschrei, im med., Sept. 348; νάπαι βρέμονται, vom Wiederhall, Ar. Th. 998. Seltener c. acc., ἱερὰ παίγματα Eur. Bacch. 161.

Greek (Liddell-Scott)

βρέμω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ‒ παταγωδῶς ἠχῶ, ἐπὶ κύματος, ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Ἰλ. Δ. 425· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται Β. 210· ἐπὶ τρικυμίας, μέγα βρέμεται χαλεπαίνων Ξ. 399, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 592, Ἀριστοφ. Θεσμ. 998. ΙΙ. παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, ἐπὶ ὅπλων, κλάζω, ἐκφέρω κλαγγήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 832· ἐπὶ ἀνθρώπων, κραυγάζω, θορυβῶ, βρ. ἐν αἰχμαῖς Αἰσχύλ. Πρ. 423, πρβλ. Θήβ. 378, Εὐρ. Φοιν. 113· δεινὰ βρ. τινί, ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 962· ἐπὶ ἀνυποτάκτου πλήθους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 978, πρβλ. Πίνδ. Π. 11. 46· θρηνῶ, ἐν τῷ μέσ. τύπ. (ἴδε ἐν λ. βληχή)· καὶ ὁ Πίνδ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τῆς λύρας, Ν. 11. 8 (ἐν τῷ μέσ. τύπ.), πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 161. (Πρβλ. βρόμος, ὑψιβρεμέτης, καὶ Λατ. fremo).

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἔβρεμον;
gronder, retentir;
Moy. βρέμομαι (seul. prés.) m. sign.
Étymologie: R. Βρεμ, gronder ; cf. βρόμος, βροντή et lat. fremo.

English (Autenrieth)

mid. βρέμεται: roar.

English (Slater)

βρέμω act. & med.,
   1 murmur ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει i. e. grumble (P. 11.30) λύρα δέ σφι βρέμεται καὶ ἀοιδά (N. 11.7)

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. 3a sg. ἔβραμεν Call.Del.140]
I intr.
1 en v. act. y med. rugir, bramar del mar (κῦμα) χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει Il.4.425, αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται Il.2.210
del viento y de los accidentes geog. azotados por él μέγα βρέμεται χαλεπαίνων Il.14.399, δυσάνεμοι στόνῳ βρέμουσιν ἀντιπλῆγες ἀκταί S.Ant.592, ὄρη πετρώδεις τε νάπαι Ar.Th.998, de corrientes de agua y torrentes, Q.S.2.473, 7.119
del fuego crepitar Q.S.10.69
de la tierra retumbar Q.S.11.125.
2 sonar, resonar las armas E.Heracl.832, cf. Call.l.c.
rugir los hombres στρατὸς ... βρέμων ἐν αἰχμαῖς A.Pr.423, Πολυνείκης ... πολλοῖς μὲν ἵπποις, μυρίοις δ' ὅπλοις βρέμων E.Ph.113, δεινὰ βρέμειν τινί vociferar terriblemente contra alguien E.HF 962
gritar ἄφαντον βρέμει en vano grita Pi.P.11.30
en v. med. del llanto de un niño sonar βλαχαὶ δ' αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται c. hipálage suenan vagidos de lactantes ensangrentados A.Th.350
en v. act. y med. de la voz y la música περὶ δὲ βρέμει ἄχω ... γυναίκων Alc.130b.18, λύρα ... βρέμεται καὶ ἀοιδά Pi.N.11.7, φθέγμα ... β. S.Fr.314.299, λιγὺ ... λωτὸς βρέμων Pae.Delph.14
fig. βρέμει ἡ κοιλίη rugen los intestinos Hp.Int.6.
II tr. hacer resonar, dejar oír λωτὸς ὅταν ... ἱερὰ παίγματα βρέμῃ E.Ba.161.

• Etimología: Término expresivo que conlleva la noción de sonoridad, cf. aaa. breman, galés brefu que llevan la inicial aspirada como lat. fremō. Tb. se ha rel. la forma μορμύρω de *mrem-.

Greek Monolingual

βρέμω (Α)
Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω
2. αντηχώ
3. (για τα όπλα) παράγω κρότο
4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω
II. (-ομαι)
1. κλαίω, θρηνώ
2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο
3. (για ζώα) βρυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό τ. αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τα αρχ. άνω γερμ. bruman, ουαλ. brefu, λατ. fremo, που σημαίνουν «βουίζω, γογγύζω, βρυχώμαι» είναι μεν πιθανή, αλλά η περαιτέρω αναγωγή τους σε ινδοευρ. ρίζα bhrem-, που έχει την ίδια σημασία είναι αδύνατη εξαιτίας του β- στο βρέμω. Προτιμότερο είναι να υποτεθεί μια ονοματοποιημένη
χωρίς δασύ— ρίζα brem-, ενώ κατ' άλλους πρέπει να αναχθεί σε ρίζα mrem- και να συνδεθεί το ρ. με το μορμύρω «μουρμουρίζω». Το ρ. βρέμω εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -βρεμέτης σε τρία ποιητικά σύνθετα βαρυ-βρεμέτης, εριβρεμέτης, υψιβρεμέτης, καθώς και με τη μορφή -βρέντας (αναξιβρέντας, αργιβρέντας).
ΠΑΡ. βροντή
αρχ.
βρόμος (Ι), βρόμος (III), βρωμώμαι (Ι).
ΣΥΝΘ. αρχ. επιβρέμω, περιβρέμω, συμβρέμω, υποβρέμω].

Greek Monotonic

βρέμω: μόνο στον ενεστ. και στον παρατ., Λατ. fremo,
I. λέγεται για το κύμα, παφλάζω, κάνω πάταγο, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης στη Μέσ., στο ίδ. και σε Σοφ.
II. στους μεταγεν. ποιητές χρησιμοποιείται για όπλα, συγκρούομαι, κάνω μεταλλικό κρότο, σε Ευρ.· λέγεται για ανθρώπους, κραυγάζω, κάνω θόρυβο, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βρέμω: тж. med.
1) реветь, шуметь, гудеть, бушевать (κῦμα θαλάσσης βρέμει и βρέμεται Hom.; στόνῳ βρέμουσι ἀκταί Soph.; νάπαι βρέμονται Arph.);
2) бряцать, лязгать (στρατὸν βρέμων ἐν αἰχμαῖς Aesch.; μυρίοις ὅπλοις Eur.);
3) звенеть, звучать (λύρα βρέμεται Pind.);
4) кричать, визжать (βλαχαὶ τῶν ἐπιμαστιδίων βρέμονται Aesch.).