ὑποστολή: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστολή:''' ἡ, [[δισταγμός]], [[οπισθοχώρηση]], [[ατολμία]], [[αποφυγή]], [[υπεκφυγή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὑποστολή:''' ἡ, [[δισταγμός]], [[οπισθοχώρηση]], [[ατολμία]], [[αποφυγή]], [[υπεκφυγή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποστολή:''' ἡ<b class="num">1)</b> уменьшение, сокращение Plut.;<br /><b class="num">2)</b> боязнь, колебание NT;<br /><b class="num">3)</b> грам. опущение буквы.
}}
}}

Revision as of 05:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστολή Medium diacritics: ὑποστολή Low diacritics: υποστολή Capitals: ΥΠΟΣΤΟΛΗ
Transliteration A: hypostolḗ Transliteration B: hypostolē Transliteration C: ypostoli Beta Code: u(postolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A fasting, Plu.2.129c, Heliod. ap. Orib.46.20.6.    2 omission of a letter, τοῦ ῑ A.D.Adv.187.22: generally, removal, Id.Pron.91.26, al.    II shrinking, timidity, evasion, Ep.Hebr.10.39, Hsch.; δι' ὑποστολῆς holding back, Ascl.Tact.10.21; μετά τινος ὑ. with a certain reserve, Phld.Rh.1.108 S.    III concealment, dissimulation, J.BJ2.14.2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστολή: ἡ κατὰ μικρὸν ἐλάττωσις τῆς τροφῆς, περιορισμὸς τῆς διαίτης, Πλούτ. 2. 129C, 475F, Ὀρειβάσ. 105 Cocch. 2) ἡ ἀποβολὴ γράμματος, Α. Β. 600, 30. ΙΙ. «δειλία, φυγὴ» Ἡσύχ., προβλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἐβρ. ι΄, 39.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
resserrement, diminution.
Étymologie: ὑποστέλλω.

English (Strong)

from ὑποστέλλω; shrinkage (timidity), i.e. (by implication) apostasy: draw back.

English (Thayer)

ὑποστολῆς, ἡ (ὑποστέλλω, which see), properly, a withdrawing (Vulg. subtractio) (in a good sense, Plutarch, anim. an corp. aff. sint pej. § 3under the end); the timidity of one stealthily retreating: οὐκ ἐσμεν ὑποστολῆς (see εἰμί IV:1g.), we have no part in shrinking back etc., we are free from the cowardice of etc. (R. V. we are not of them that shrink back etc.), λάθρᾳ τά πολλά καί μεθ' ὑποστολῆς ἐκακουργησεν, Josephus, b. j. 2,14, 2; ὑποστολην ποιοῦνται, Antiquities 16,4, 3).

Greek Monolingual

η / ὑποστολή, ΝΜΑ ὑποστέλλω
νεοελλ.
1. καταβιβασμός, κατέβασμα, μάζεμα (α. «υποστολή της σημαίας» β. «υποστολή τών ιστίων»)
2. περιορισμός, ελάττωση, μείωσηυποστολή αξιώσεων»)
αρχ.
1. ελάττωση δίαιτας, μείωση τροφής, νηστεία
2. προσποίηση, απάτη
3. ταπεινοφροσύνη
4. αποχώρηση, απόσυρση
5. αυτοσυγκράτηση, συστολή
6. σύνεση
7. δειλία, ατολμία
8. απροθυμία, δισταγμός·9. αποβολή γράμματος·10. (κατά τον Ησύχ.) «δειλία, φυγή».

Greek Monotonic

ὑποστολή: ἡ, δισταγμός, οπισθοχώρηση, ατολμία, αποφυγή, υπεκφυγή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑποστολή:1) уменьшение, сокращение Plut.;
2) боязнь, колебание NT;
3) грам. опущение буквы.