πιττάκιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(3b)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πιττάκιον:''' (ᾰ) τό писчая табличка, листок, страничка Polyb., Diog. L.
|elrutext='''πιττάκιον:''' (ᾰ) τό писчая табличка, листок, страничка Polyb., Diog. L.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">writing table, leaflet, note, letter, label etc.</b>, also <b class="b2">list of members, society</b> (Dinol., Plb., hell., pap. a. inscr.)<br />Compounds: <b class="b3">πιττακι-άρχης</b> m. <b class="b2">chairman of the society</b>.<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">-ίδιον</b> n. and <b class="b3">-ίζω</b> <b class="b2">to label</b> (Pap.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Thrac.<br />Etymology: Origin unknown; supposition in Friedmann Die jon. u. att. Wörter 51 ff.: first from Lesbos (cf. <b class="b3">Πίττακος</b>), finally Thracian. Both <b class="b3">πίσσα</b> (Bq) and <b class="b3">πεττύκια</b> (s. <b class="b3">πίσυγγος</b>) remain far. Lat. LW [loanword] [[pittacium]]; cf. W.-Hofmann s.v.
}}
}}

Revision as of 07:22, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιττάκιον Medium diacritics: πιττάκιον Low diacritics: πιττάκιον Capitals: ΠΙΤΤΑΚΙΟΝ
Transliteration A: pittákion Transliteration B: pittakion Transliteration C: pittakion Beta Code: pitta/kion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A tablet for writing on, label, ticket (cf. Eust.633.19 sq.), Dinol.7; written message, γράψας βραχὺ π. Plb.31.13.9, cf. D.L. 6.89, IG14.830.18 (Puteoli), POxy.136.36 (vi A.D.), etc.; ticket, pass, OGI674.21 (Egypt, i A.D.); receipt, PStrassb.44.3 (ii A.D.); votive tablet, CIG3442 (Philadelphia); promissory note, BGU 1155.15 (i B.C.), etc.; account-book, POxy.297.4 (pl., i A.D.), PGoodsp.Cair. 30 iv 5 (ii A.D.), etc.    II list of members of an association, hence of the association itself, PTeb.112 Intr. (ii B.C.), etc.; cf. πιττακιάρχης.    III Lat. pittacium, strip of leather, Cels.3.10.

German (Pape)

[Seite 621] τό, lat. pittacium, 1) ein Läppchen, Stückchen Leder, mit Salbe zu bestreichen u. auf Wunden od. sonst kranke Theile des Leibes zu legen, wofür man auch πεττύκια geschrieben findet, Piers. Moer. p. 306; B. A. 112. – 2) ein Blatt aus der Schreibtafel; Pol. 31, 21, 9; D. L. 6, 89 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πιττάκιον: τό, πινακίδιον πρὸς γραφήν, δελτίον (ἴδε Εὐστάθ. 633. 19 κἑξ.), Δεινόλοχος ἐν Α. Β. 112, 28, Πολύβ. 31. 21, 9, Διογ. Λ. 6, 89· ἀναθηματικὴ πινακίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 3442. II. Λατ. pittacium, ἔμπλαστρόν τι, Κέλσ. 3. 10.

Spanish

tablilla

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α
1. ονομασία της προορισμένης για γραφή πινακίδας, πινάκιο, δελτάριο
2. (στο Βυζάντιο) πινάκια κατάλληλα για γραφή τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες του παλατιού της Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες της πρωτεύουσας ή τών επαρχιών είχαν το δικαίωμα να τοποθετούν τις αναφορές τους για διάφορα θέματα προς τον αυτοκράτορα, ο οποίος, αφού ενημερωνόταν από τις υπηρεσίες του παλατιού κατά περίπτωση, έδινε τη δέουσα απάντηση στα αιτήματα ή στις καταγγελίες
3. εκκλ. πατριαρχική ή και απλή αρχιερατική επιστολή η οποία αναφερόταν στην οποιαδήποτε μεταβολή της κατάστασης τών κληρικών, όπως λ.χ. προαγωγή, διάκριση, τιμωρία
μσν.-αρχ.
1. επιγραφή, ετικέτα
2. υποσχετικό έγγραφο
αρχ.
1. γραπτό μήνυμα («γράψας βραχὺ πιττάκιον καὶ σφραγισάμενος», Πολ.)
2. διαβατήριο
3. χρεωστικό γραμμάτιο, ομόλογο
4. λογιστικό βιβλίο, κατάστιχο
5. αναθηματική πινακίδα, τάμα
6. κατάλογος τών μελών μιας εταιρείας
7. (κατ' επέκτ.) εταιρεία
8. δερμάτινη λωρίδα που χρησιμοποιούνταν ως έμπλαστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αξιοσημείωτη είναι η διατήρηση τών -ττ- αντί για -σσ- στην Ελληνική Κοινή. Τόσο, όμως, η σύνδεση με τη λ. πίσσα όσο και η υπόθεση ότι πρόκειται για θρακικό δάνειο δεν θεωρούνται πιθανές. Εξάλλου, η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. πίσυγγος «σκυτοτόμος, υποδηματοποιός», η οποία στηρίζεται στη σημασία της λατ. δάνειας λ. pittacium «λωρίδα δέρματος», φαίνεται μάλλον αμφίβολη. Τέλος, το λεσβ. ανθρωπωνύμιο Πιττακός δεν διευκολύνει την ετυμολόγηση της λ.].

Russian (Dvoretsky)

πιττάκιον: (ᾰ) τό писчая табличка, листок, страничка Polyb., Diog. L.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: writing table, leaflet, note, letter, label etc., also list of members, society (Dinol., Plb., hell., pap. a. inscr.)
Compounds: πιττακι-άρχης m. chairman of the society.
Derivatives: Dimin. -ίδιον n. and -ίζω to label (Pap.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Thrac.
Etymology: Origin unknown; supposition in Friedmann Die jon. u. att. Wörter 51 ff.: first from Lesbos (cf. Πίττακος), finally Thracian. Both πίσσα (Bq) and πεττύκια (s. πίσυγγος) remain far. Lat. LW [loanword] pittacium; cf. W.-Hofmann s.v.