κότος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(1ba)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=![[κότος]], ου,<br />a [[grudge]], [[rancour]], [[wrath]], Hom., Aesch.
|mdlsjtxt=[[κότος]], ου,<br />a [[grudge]], [[rancour]], [[wrath]], Hom., Aesch.
}}
}}

Revision as of 10:30, 20 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κότος Medium diacritics: κότος Low diacritics: κότος Capitals: ΚΟΤΟΣ
Transliteration A: kótos Transliteration B: kotos Transliteration C: kotos Beta Code: ko/tos

English (LSJ)

ὁ,

   A grudge, rancour, ill-will, more inveterate than χόλος, Il.1.82 (cf. 81); τοῖσιν κ. αἰνὸν ἔθεσθε 8.449; τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις 16.449; κότον ἔνθετο θυμῷ Od.11.102; ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pi.P.8.9: freq. in A., δαιμόνων κότῳ, Λοξίου κ., Ag.635, 1211; βαρὺς . . Ζηνὸς ἱκεσίου κ. Supp.347; τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον exacts vengeance for him, Fr.266.5; never in S., once in E.(?), Rh.828 (lyr.).—Poet. and late Prose, D.H.9.51.

German (Pape)

[Seite 1493] ὁ, dauernder Zorn, Groll, nach den alten Erkl. stärker u. dauernder als χόλος u. μῆνις; vgl. Il. 1, 81, εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ, ἀλλά γε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ, wie 13, 516 δὴ γάρ οἱ ἔχεν κότον ἐμμενὲς αἰεί, Groll gegen ihn; ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ Od. 11, 102, welcher Zorn gegen dich gefaßt hat; auch τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε, Il. 8, 449; ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pind. P. 8, 9; oft bei Aesch., δαιμόνων κότῳ Ag. 621, wie Διός u. ä. öfter; ὀλέθριον πνέουσ' ἐν ἐχθροῖς κότον, Zorn schnauben, Ch. 940, vgl. Eum. 804; Soph. hat das Wort gar nicht, Eur. nur Rhes. 827, μὴ κότον μοι ἐφῇς. – In Prosa erst bei Sp., wie D. Hal. 9, 51.

Greek (Liddell-Scott)

κότος: -ου, ὁ, μῆνις, ὀργὴ ἐγκαθίσασα ἐν τῇ ψυχῇ, ὁ πολυετὴς χόλος καὶ τὴν μῆνιν ὑπεραναβάς, εἴπερ γάρ τε χόλον καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ, ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσῃ Ἰλ. Α. 81, 82· τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε Θ. 449· τοῖσιν κότον αἰνὸν ἐνήσεις Π. 449· κότον ἔνθετο θυμῷ Ὀδ. Λ. 102· ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Πινδ. Π. 8. 11· οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ., καὶ παρ’ Εὐρ. μόνον ἐν Ρήσ. 827· ἀλλὰ συχνὸν παρ’ Αἰσχύλῳ, δαιμόνων κότῳ, Λοξίου κ. Ἀγαμ. 635, 1211· βαρύς... Ζηνὸς ἱκεσίου κ. Ἱκέτ. 346· τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον, λαμβάνει ἐκδίκησιν δι’ αὐτόν, Ἀποσπ. 257· ― λέξις ποιητ. ἀπαντῶσα παρὰ Διον. Ἁλ. 9. 51. (Ἐντεῦθεν τὰ κοτέω, ἔγκοτος, ζάκοτος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ressentiment, animosité, haine : κότον ἔχειν τινός IL avoir du ressentiment contre qqn ; κότον ἐντίθεσθαι θυμῷ OD ou τίθεσθαι κότον τινί IL déposer ou conserver dans son cœur du ressentiment contre qqn.
Étymologie: DELG cf. gaul. Catu-briges, d’un thème signifiant « combat, lutte ».

English (Autenrieth)

grudge, rancor, wrath.

English (Slater)

κότος
   1 anger ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.9)

Greek Monolingual

κότος, ὁ (Α)
διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ- ουδ. ουσ. (κότος, το), πρβλ. κοτέσ-σασθαι (αόρ. του κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και γερμανικές λ. που έχουν σημ. «μάχη, αντιδικία» (πρβλ. γαλατ. catu-riges, αρχ. άνω γερμ. hadu-, μέσ. αρχ. γερμ. hader «λογομαχία») και πιθ. με ρωσ., αρχ. σλαβ. kotora «μάχη» και αρχ. ινδ. śatru- «εχθρός».
ΠΑΡ. αρχ. κοταίνω, κοτεινός, κοτέω, κοτήεις, κοτίζω, κοτόεις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αλλόκοτος
αρχ.
άκοτος, βαρύκοτος, έγκοτος, επίκοτος, ζάκοτος, μεγαλόκοτος, νεόκοτος, παλίγκοτος, υπέρκοτος
νεοελλ.
απόκοτος].

Greek Monotonic

κότος: -ου, ὁ, έχθρα, μνησικακία, οργή, μίσος, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κότος -ου, ὁ haat, woede, wrok:. τοι κότον ἔνθετο θυμῷ hij heeft haat tegen je opgevat in zijn hart Od. 11.102; δαιμόνων κότῳ door de wrok van de goden Aeschl. Ag. 635.

Russian (Dvoretsky)

κότος: ὁ гнев, злоба (κότον ἔχειν τινί Hom.; ὀλέθριος Aesch.): κότον ἐντίθεσθαί τινι θυμῷ Hom. затаить в душе злобу на кого-л.; μή μοι κότον θῇς (v. l. ἐφῇς) Eur. не сердись на меня.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: grudge, hatred (Il.; Irmscher Götterzorn 11f.).
Compounds: Often as 2. member, e. g. ἔγ-κοτος grudging (A.; bahuvrihicomp.) with the denomin. ἐγκοτ-έω be full of grudging (A.); and ἐγκότημα, -ησις (LXX) and, as backformation, ἔγκοτος (Hdt.) id. (diff. on ἔγκοτος Strömberg Prefix Studies 116); also ἐγκότιος adj. (Salamis on Cyprus).
Derivatives: κοτήεις grudging (Ε 191); -ήεις analog. for κοτόεις (A. D., EM), Schwyzer 527; cf. also Thieme Studien 71 n. 3. - Beside it, prob. as denomin. (s. below) κοτέω, -έομαι, aor. κοτέσσασθαι, -έσαι, fut. κοτέσσομαι, perf. ptc. dat. κεκοτηότι grudge (Il.); also κοταίνω id. (A. Th. 485; after θυμαίνω a. o., s. Fraenkel Denom. 18 and on θυμός).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. One compares since Fick 3, 69 (e. g. Brugmann Grundr.2 1, 630) a Celto-Germanic word for struggle, fight, e. g. Welsh catu- in Catu-rīges, OHG hadu- in Hadu-brand and, with diff. suffix, MHG hader id., with further Slav., e. g. Russ.-CS. kotora fight; futher with palatal anlaut Skt. śátru- enemy. Rejecting this etymology WP. 1, 454 (cf. 1, 339), also after Fick (1, 45), adduce Lat. cōs whettone (s. κῶνος). But in both cases there is no morphological argumentation. If κότος were an old s-stem (Fraenkel KZ 43, 193ff.), it would fit better to the u- and r-stems in catu-, hader; but κοτέσσασθαι can be explained as analogical (Chantraine Gramm. hom. 1, 349). - Machek Stud. in hon. Acad. d. Dečev 49f. compares Czech. katiti se annoy onself.

Middle Liddell

κότος, ου,
a grudge, rancour, wrath, Hom., Aesch.