φιλότης: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filotis | |Transliteration C=filotis | ||
|Beta Code=filo/ths | |Beta Code=filo/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ητος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[friendship]], [[love]], [[affection]], μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ' ἑλέσθαι <span class="bibl">Il.16.282</span>; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος <span class="bibl">Od.15.197</span>, cf. <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1122</span> (lyr.); κατ' ἡλικίην τε καὶ φ. ἰλαδὸν συγγίνεσθαι <span class="bibl">Hdt.1.172</span>: pl., <span class="bibl">Thgn.860</span>; <b class="b3">φιλότητι</b> <b class="b2">in, with, from friendship</b> or [[affection]], <span class="bibl">Il.3.453</span>, <span class="bibl">Od.3.363</span>, <span class="bibl">10.43</span>; ἐν φ. διέτμαγεν ἀρθμήσαντε <span class="bibl">Il.7.302</span>; <b class="b3">φιλότητί γε</b> yes, <b class="b2">in affection</b> [we are brothers], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>498</span>; <b class="b3">φιλότητι χειρῶν</b> with [[friendly]] services, <span class="bibl">Id.<span class="title">Or.</span> 1048</span>; φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν <span class="bibl">Il.4.16</span>; <b class="b3">φ. μετ' ἀμφοτέροισι τίθησι</b> ib.<span class="bibl">83</span>, cf. <span class="bibl">Od.24.476</span>; παρὰ σεῖο τυχὼν φιλότητος <span class="bibl">15.158</span>; φιλότητα παρασχεῖν <span class="bibl">Il.3.354</span>, <span class="bibl">Od.15.55</span>; ἄγειν ἐς φ. Sapph. 1.19; εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα . . ἥξει <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>193</span> (anap.); ὑδαρεῖ σαίνειν φ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>798</span> (anap.); φ. τινός <b class="b2">friendship with, affection for</b>, <span class="bibl">Od.14.505</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1410</span> (anap.); <b class="b3">διὰ τὴν λίαν φ. βροτῶν</b> by his overgreat [[love]] for men, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>123</span> (anap.); ξενίαι καὶ φιλότητες πρός τινας <span class="bibl">And.1.145</span>: in addressing persons, <b class="b3">ὦ φιλότης</b>, = [[ὦ φίλος]], <b class="b2">my dear friend</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>228d</span>, <span class="bibl">Philox.2.7</span>,<span class="bibl">34</span>; without <b class="b3">ὦ</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of <b class="b2">friendship between states</b>, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες <span class="bibl">Il.3.73</span>, cf. <span class="bibl">94</span>,<span class="bibl">323</span>; ναυμαχεῖν ὑπὲρ τῆς φ. <span class="bibl">Lys.2.35</span>; φ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλοντες ποιεῖσθαι <span class="bibl">And.3.30</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> prov., ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>757a</span>; more shortly, ἰσότης φ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1168b8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> in Hom., freq. of <b class="b2">sexual love</b> or [[intercourse]], in various phrases: μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ <span class="bibl">Il.6.25</span>, cf. <span class="bibl">3.445</span>, al.; ἵνα μισγεαι ἐν φ. <span class="bibl">2.232</span>; <b class="b3">καθεύδετον ἐν φ., παραλέξομαι ἐν φ</b>., <span class="bibl">Od.8.313</span>, <span class="bibl">Il.14.237</span>; <b class="b3">ὕπνῳ καὶ φ. δαμείς</b> ib.<span class="bibl">353</span>, cf. <span class="bibl">207</span>, <span class="bibl">13.636</span>: less freq. c. gen., ἀείδειν ἀμφ' Ἄρεος φιλότητος ἐϋστεφάνου τ' Ἀφροδίτης <span class="bibl">Od.8.267</span>; φ. γυναικός <span class="bibl">Hes. <span class="title">Sc.</span>31</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>374</span>,<span class="bibl">405</span>,<span class="bibl">625</span>,<span class="bibl">822</span>: pl., <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.39</span>, <span class="bibl"><span class="title">N.</span>8.1</span>, <span class="bibl">Antipho Soph. 49</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> personified, = [[φιλία]] <span class="bibl">1.5</span>, opp. <b class="b3">νεῖκος</b>, <span class="bibl">Emp.17.20</span>, al., cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>224</span>. (<b class="b3">φιλία</b> is the common prose form.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 30 June 2020
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A friendship, love, affection, μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ' ἑλέσθαι Il.16.282; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od.15.197, cf. S.Ph.1122 (lyr.); κατ' ἡλικίην τε καὶ φ. ἰλαδὸν συγγίνεσθαι Hdt.1.172: pl., Thgn.860; φιλότητι in, with, from friendship or affection, Il.3.453, Od.3.363, 10.43; ἐν φ. διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Il.7.302; φιλότητί γε yes, in affection [we are brothers], E.IT498; φιλότητι χειρῶν with friendly services, Id.Or. 1048; φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν Il.4.16; φ. μετ' ἀμφοτέροισι τίθησι ib.83, cf. Od.24.476; παρὰ σεῖο τυχὼν φιλότητος 15.158; φιλότητα παρασχεῖν Il.3.354, Od.15.55; ἄγειν ἐς φ. Sapph. 1.19; εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα . . ἥξει A.Pr.193 (anap.); ὑδαρεῖ σαίνειν φ. Id.Ag.798 (anap.); φ. τινός friendship with, affection for, Od.14.505, S.Aj.1410 (anap.); διὰ τὴν λίαν φ. βροτῶν by his overgreat love for men, A.Pr.123 (anap.); ξενίαι καὶ φιλότητες πρός τινας And.1.145: in addressing persons, ὦ φιλότης, = ὦ φίλος, my dear friend, Pl.Phdr.228d, Philox.2.7,34; without ὦ, Hp.Ep.17. 2 of friendship between states, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες Il.3.73, cf. 94,323; ναυμαχεῖν ὑπὲρ τῆς φ. Lys.2.35; φ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλοντες ποιεῖσθαι And.3.30. 3 prov., ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται Pl.Lg.757a; more shortly, ἰσότης φ. Arist.EN1168b8. 4 in Hom., freq. of sexual love or intercourse, in various phrases: μίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ Il.6.25, cf. 3.445, al.; ἵνα μισγεαι ἐν φ. 2.232; καθεύδετον ἐν φ., παραλέξομαι ἐν φ., Od.8.313, Il.14.237; ὕπνῳ καὶ φ. δαμείς ib.353, cf. 207, 13.636: less freq. c. gen., ἀείδειν ἀμφ' Ἄρεος φιλότητος ἐϋστεφάνου τ' Ἀφροδίτης Od.8.267; φ. γυναικός Hes. Sc.31, cf. Th.374,405,625,822: pl., Pi.P.9.39, N.8.1, Antipho Soph. 49. 5 personified, = φιλία 1.5, opp. νεῖκος, Emp.17.20, al., cf. Hes.Th.224. (φιλία is the common prose form.)
German (Pape)
[Seite 1287] ητος, ἡ, Freundschaft, Liebe, Zuneigung, Hom. u. Folgde; ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Od. 15, 197; ἐμαρνάσθην, ἠδ' αὖτ' ἐν φιλότητι διέτμαγεν Il. 7, 302, sie trennten sich in Liebe; von den freundschaftlichen Verhältnissen ganzer Völker zu einander Il. 3, 73. 94; κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, aus Freundschaft zusammenkommen, Her. 1, 172; von der Gastfreundschaft, Od. 15, 55 u. sonst; am häufigsten von der sinnlichen Geschlechtsliebe, Liebesgenuß, Hom. u. Hes.; am geläufigsten in den Vrbdgn φιλότης καὶ εὐνή, φιλότητι oder ἐν φιλότητι καὶ εὐνῇ μιγῆναι u. vgl. (s. μίγνυμι), auch ὕπνος καὶ φιλότης, Il. 13, 636. 14, 353, seltner φιλότης γυναικός, Hes. Sc. 31, vgl. Th. 374. 405. 625. 822; Pind. in dieser Bedeutung im plur., P. 9, 40 N. 8, 1, διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν Aesch. Prom. 123, u. öfter; Soph. Phil. 1107 Ai. 1389, σ' ἀμείψασθαι θέλω φιλότητι χειρῶν Eur. Or. 1048, einzeln in Prosa: κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι Her. 1, 172; Ggstz διαφορά Andoc. 3, 30; Lys. 2, 35, Plat. Legg. VI, 757 a. – Als Anrede, ὦ φιλότης, für ὦ φίλε, mein Leber, Plat. Phaedr. 228, d. Luc. oft.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλότης: -ητος, ἡ, φιλία, ἀγάπη, στοργή, Ὅμ., κλπ.· μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι φιλότητα δ’ ἑλέσθαι Ἰλ. Π. 282· ξεῖνοι δὲ διαμπερὲς εὐχόμεθ’ εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος Ὀδ. Ο. 197· οὕτω, Σοφ. Αἴ. 1410, Φιλοκτ. 1121· καὶ ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 86Β ― φιλότητι, μετὰ φιλίας, ἐκ φιλίας ἢ στοργῆς, Ἰλ. Γ. 453, Ὀδ. Γ. 363., Κ. 43· ἐν φ. διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Ἰλ. Η. 302· πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστιν ἐκ μιᾶς; ― φιλότητί γ’, ναί, κατὰ τὴν φιλίαν τοὐλάχιστον εἴμεθα ἀδελφοί, Εὐρ. Ἰφιγ. ἐν Ταύρ. 498· καί σ’ ἀμείψασθαι θέλω φιλότητι χειρῶν, καὶ ἐγὼ θέλω νὰ σὲ ἐναγκαλισθῶ διὰ φιλικῆς ἀφῆς χειρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρφ. 1048· φιλότητα μετ’ ἀμφοτέροισι βάλωμεν Ἰλ. Δ. 16· φιλ. μετ’ ἀμφοτέροισι τίθησιν αὐτόθι 83, πρβλ. Ὀδ. Ω 476· φιλότητος τυχεῖν παρά τινος Ο. 158· φιλότητα παρέχειν Ἰλ. Γ. 354, Ὀδ. Ο. 55· εἰς ἀριθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα… ἥξει Αἰσχύλ. Πρ. 191 (πρβλ. ὑδαρής)· φιλ. ἀντὶ διαφορᾶς ἐθέλειν Ἀνδοκ. 27. 16· ― φ. τινός, φιλία πρός τινα, στοργή, ἀγάπη πρός τινα, Ὀδ. Ξ. 505, Σοφ. Αἴ. 1410· διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν, ἕνεκα τῆς ὑπερβαλλούσης αὐτοῦ ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Αἰσχύλ. Πρ. 123· πρός τινα Ἀνδοκ. 19. 3· ― ἐν προσφωνήσεσι πρὸς πρόσωπα, ὦ φιλότης, = ὦ φίλε, «ἀγαπητέ, φίλε μου», Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228D, Φιλόξεν. σ. 2. 7. 35. 2) ἐπὶ φιλίας ἢ φιλικῶν σχέσεων μεταξὺ λαῶν, φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες Ἰλ. Γ. 73, πρβλ. 94, 323 κατὰ φιλότητα συγγίγνεσθαι, συνέρχομαι συμφώνως πρὸς τὴν ὑπάρχουσαν φιλίαν, Ἡρόδ. 1. 172· ναυμαχεῖν ὑπὲρ τῆς φ. Λυσίας 194. 7. 3) παροιμ., ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται Πλάτ. Νόμ. 757Α, ἢ συντομώτερον, ἰσότης φ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 8, 2· ― φιλία εἶναι ὁ κοινότερος παρὰ τοῖς πεζογράφοις τύπος. 4) παρ’ Ὁμ. συχν. ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσίας, ἐν ταῖς φράσεσι: φιλότητι ἢ ἐν φιλότητι μιγῆναι, ἐν φ. καὶ εὐνῇ, ἴδε ἐν λ. μίγνυμι Β. 4· παραλέξομαι ἐν φ., καθεύδετον ἐν φ. Ὀδ. Θ. 313, Ἰλ. Ξ. 287· ὕπνῳ καὶ φιλ. δαμεὶς Ξ. 353, πρβλ. 207., Ν. 636· σπανιώτερον μετὰ γενικῆς, φ. γυναικὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 31, πρβλ. Θεογον. 374, 405, 625, 822. ― Ὁ Πίνδ. ἐπὶ τοιαύτης σημασίας ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ., Π. 9. 70, Ν. 8. 2. 5) = φιλία Ι. 5, ἐναντίον τοῦ νεῖκος, Ἐμπεδ. 81, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 224, Πλούτ. 2. 756D, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
I. amitié :
1 propr. amitié, tendresse, affection ; ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντες IL ils rompirent les relations d’amitié ; φιλότητος παρά τινος τυχεῖν OD obtenir un bon accueil de qqn ; φιλότητα ἑλέσθαι se réconcilier ; φιλότητα τιθέναι IL, OD former une amitié ; φιλότητα τέμνειν IL conclure un traité d’amitié;
2 amour ; relations intimes : φιλότης κρυπταδίη IL relations secrètes ; φιλότητι ὁμωθῆναι IL, μιγάζεσθαι IL s’unir par des relations intimes;
II. au sens concret être chéri : ὦ φιλότης = ὦ προσφιλέστατε cher amour.
Étymologie: φίλος.
English (Autenrieth)
ητος: love, friendship; φιλότητα τιθέναι, τάμνειν, μετ' ἀμφοτέροισι βάλλειν, Il. 4.83, Γ , Il. 4.16; also for a pledge of friendship, hospitable entertainment, Od. 15.537, 55; of sexual love, in various oft-recurring phrases.
Greek Monolingual
-ητος, και αιολ. τ. φιλότας, -ατος, ἡ, Α φίλος
1. φιλική αγάπη, φιλία («ξεῑνοι μὲν διαμπερές εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος», Ομ. Οδ.)
2. φιλοξενία
3. φιλική συνεννόηση μεταξύ λαών («φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες», Ομ. Ιλ.)
4. ερωτική επαφή, συνουσία («ἐμισγέσθην φιλότητι», Ομ. Ιλ.)
5. (ειδικά στην φιλοσ. του Εμπεδοκλέους) δύναμη η οποία ενώνει τα τέσσερα στοιχεία, τα ριζώματα, από τα οποία αποτελείται ο κόσμος, δηλαδή το νερό, την φωτιά, την γη και τον αέρα
6. ως κύριο όν. ἡ Φιλότης
μυθ. (κατά τον Ησίοδ.) προσωποποίηση του σαρκικού έρωτα, κόρη της Νυκτός από παρθενογένεση
7. (στην δοτ.) φιλότητι
α) με φιλία
β) από φιλία ή από στοργή
8. (στην κλητ.) ὦ φιλότης
(ως φιλική προσφώνηση) αγαπητέ μου, φίλε μου
9. στον πληθ. αἱ φιλότητες
φιλικές εκδηλώσεις, φιλοφροσύνες
10. παροιμ. «ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται» ή, απλώς, «ἰσότης φιλότητα» — η ισότητα φέρνει τη φιλία, εμπεδώνει τους φιλικούς δεσμούς (Πλάτ.).
Greek Monotonic
φῐλότης: -ητος, ἡ (φίλος), φιλία, αγάπη, στοργή, σε Όμηρ. κ.λπ.· φιλότης τινός, στοργή για, σε Ομήρ. Οδ.· διὰτὴν λίαν φιλότητα βροτῶν, από τη φοβερή αγάπη του για τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.· ὦ φιλότης, = ὦ φίλε, φίλε μου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φῐλότης: ητος ἡ
1) дружба, привязанность: φιλότητί τινος Hom. из дружбы к кому-л.; φιλότητα τέμνειν Hom. заключить дружбу;
2) дружеский прием, радушие (φιλότητος ἁπάσης τυχεῖν παρά τινος Hom.);
3) любовь: Ἄρεος φ. Ἀφροδίτης Hom. любовь Арея к Афродите; φιλότητι ὁμωθῆναι или μιγάζεσθαι и ἐν φιλότητι μίσγεσθαι Hom. сочетаться любовью, вступить в любовную связь;
4) (в обращении) друг мой, милый (ὦ φ. Plat., Luc.).
Middle Liddell
φῐλότης, ητος, ἡ, φίλος
friendship, love, affection, Hom., etc.; φ. τινός friendship with, affection for, Od.; διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν by his over great love for men, Aesch.; ὦ φιλότης, = ὦ φίλε, my friend, Plat.