διαμαρτυρία: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diamartyria | |Transliteration C=diamartyria | ||
|Beta Code=diamarturi/a | |Beta Code=diamarturi/a | ||
|Definition=ἡ, as Att. law-term, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, as Att. law-term, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[obstructive plea]], put forward at the preliminary investigation to prevent a case from coming to trial, <span class="bibl">D.44.58</span>, <span class="bibl">Is.3.5</span>, Harp.; καθάπερ διαμαρτυρίαν θέμενος Satyr.<span class="title">Vit.Eur.Fr.</span>39xvii21. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> generally, [[affidavit]], <span class="bibl"><span class="title">CPR</span>232.6</span>(ii/iii A.D.), etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> generally, [[testifying]], [[solemn protest]], τοῦ ἔθνους <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>16.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:35, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ, as Att. law-term,
A obstructive plea, put forward at the preliminary investigation to prevent a case from coming to trial, D.44.58, Is.3.5, Harp.; καθάπερ διαμαρτυρίαν θέμενος Satyr.Vit.Eur.Fr.39xvii21. 2 generally, affidavit, CPR232.6(ii/iii A.D.), etc. II generally, testifying, solemn protest, τοῦ ἔθνους LXX 4 Ma.16.16.
German (Pape)
[Seite 589] ἡ, das Zeugniß ablegen für eine Excepilon, für den Kläger, daß der Einwand des Verklagten ungültig, für den Verklagten, daß der Einwand gegen Einführung der Klage zulässig sei, vgl. Harpocr., Meier u. Schömann att. Proceß S. 639 – 644; Is. 3, 5; ποιεῖσθαι πρὸς τῷ ἄρχοντι, Dem. 44, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαρτῠρία: ἡ, ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, «ἔνστασις», ἐνίοτε φερομένη κατὰ τὴν ἀνάκρισιν, ὅπως ἐμποδίσῃ τὴν ὑπόθεσιν ἀπὸ τοῦ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸ δικαστήριον, Δημ. 1097. 20, κτλ. 1) ἐν πάσῃ δίκῃ ὁ κατηγορούμενος ἠδύνατο νὰ φέρῃ ἔνστασιν, ἤτοι διαμαρτυρίαν, τὴν δίκη μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι, καὶ τότε ἡ δίκη ἀνεβάλλετο, ἕως οὗ πρῶτον τὸ προκαταρκτικὸν τοῦτο ζήτημα ἐλύετο, πρβλ. Ἰσοκρ. 373C· ἐνίοτε ὅμως ὁ κατήγορος εἰσῆγε διαμαρτυρίαν, ὅπως προλάβῃ τὸν κατηγορούμενον, ἴδε Λυσ. 167. 38 κἑξ. 2) ἐν διαδικασίᾳ κλήρου (ἴδε διαδικασία), πᾶς ἔχων ἀξιώσεις ἐπί τινος περιουσίας δι᾽ ἀγχιστείαν πρὸς τὸν ἀποθανόντα (καὶ ἑπομένως δικαιούμενος νὰ καταλάβῃ αὐτὴν δι᾽ ἁπλῆς σημειώσεως ἐν τοῖς βιβλίοις) ἠδύνατο νὰ σταματήσῃ τὴν διαδικασίαν διὰ διαμ. μὴ ἐπίδικον τὸν κλῆρον εἶναι, καὶ οὕτω νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν ἐκδίκασιν τῆς ἑαυτοῦ ἀξιώσεως πρὶν οἱ ἀντίδικοι ἢ διάδικοι (οἱ ἀμφισβητοῦντες) ἀκουσθῶσιν. Ἡ διαμαρτυρία ἔπρεπε νὰ ὑποστηρίζηται διὰ τῆς μαρτυρίας τοὐλάχιστον ἑνὸς μάρτυρος (ὁπόθεν καὶ τὸ ὄνομα)· ἠδύνατο δὲ νὰ ἐγερθῇ κατ᾽ αὐτῆς δίκη ψευδομαρτυριῶν ἐναντίον τοῦ μάρτυρος, καὶ ἡ καταδίωξις αὕτη ἐκαλεῖτο ἐπισκήπτεσθαι, ἐπίσκηψις (ἴδε ἐν λέξ.), Ἰσαῖ. 38. 13. - Ἴδε Ἁρπ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
opposition préjudicielle du défendeur, soutenant que la cause n’est pas recevable ; protestation.
Étymologie: διαμαρτυρέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I jur.
1 en Atenas protesta con testigos, e.e. alegato prejudicial presentado por el defensor ψευδῆ διαμαρτυρίαν πρὸς τῷ ἄρχοντι ποιησάμενος D.44.1, cf. 5, 16, 17, passim, Is.3.5, 6.52, 7.3, Din.Fr.23, 55.2, 60.2, Hyp.16, SEG 32.329 (Atenas IV a.C.), διαμαρτυρίαν θέμενος Satyr.Vit.Eur.39.17.21
•def. como un tipo de procedimiento judicial similar a la παραγραφή Harp., Hsch.
2 apelación a un tribunal superior ἐπὶ ... τὴν διαμαρτυρίαν ἐλθεῖν Ath.Al.Apol.Sec.79.1.
3 declaración, manifestación en un litigio por herencia PMed.61.3 (IV d.C.).
II declaración solemne διαμαρτυρίᾳ διαμεμαρτύρηται ἡμῖν ὁ ἄνθρωπος LXX Ge.43.3, ὑπὲρ τῆς διαμαρτυρίας τοῦ ἔθνους LXX 4Ma.16.16, cf. A.Pass.Andr.15, Thdt.M.80.1524A.
Greek Monolingual
η (Α διαμαρτυρία)
1. ρητή άρνηση, από κάποιον, πραγμάτων που αποδίδονται σ' αυτόν
2. έντονη έκφραση παραπόνων για ενέργεια ή παράλειψη
3. ένσταση
αρχ.
έντονη υποστήριξη παραβιαζόμενων εθνικών δικαίων.
Greek Monotonic
διαμαρτῠρία: ἡ, ως Αττ. νομικός όρος, ένσταση, απόδειξη που παρέχεται για να εμποδίσει μια υπόθεση να εκδικασθεί, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
διαμαρτῠρία: ἡ диамартирия (свидетельское показание в пользу или против принятия иска к судебному рассмотрению) Isocr., Dem.
Middle Liddell
δια-μαρτῠρία, ἡ, n
as attic law-term, evidence given to prevent a case from coming to trial, Dem., etc.