ἀκραιφνής: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=-ές<br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">unmixed, pure, sheer; untouched, inviolate</b> (E.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Fur. 159 compares | |etymtx=-ές<br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">unmixed, pure, sheer; untouched, inviolate</b> (E.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Fur. 159 compares [[ἀκραπνής]] mss. Lysipp. fr. 9 ap. EM 531, 56 (= Et. Gud. 338, 15). If this is reliable, it is a substr. word ([[π]]\/[[φ]], [[α]]\/[[αι]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:10, 8 July 2020
English (LSJ)
ές, derived by Sch.Th.1.52, etc., from ἀκεραιο-φανής,
A = ἀκέραιος, unmixed pure, κόρης ἀ. αἷμα E.Hec.537; ὕδωρ Ar.Fr.32: metaph., ἀρετή J.AJProoem.4; πενία ἀ. sheer, utter poverty, AP6.191 (Corn. Long.). Adv. -νῶς Ph.1.100; honestly, Hld.2.30: Sup. -έστατον (but may be Adj.) Ph.2.319. II untouched, inviolate, E.Alc.1052; in Att. Prose only Th.1.19,52; freq. later, as D.H.6.14, Procop.Aed.1.10, al.; innocent, ψυχή Ph.1.515:—of troops, fresh, J.AJ18.10.7. 2 c. gen., untouched by... ἀ. τῶν κατηπειλημένων S.OC1147; κόρους ἀκραιφνεῖς μυρρίνης free from... Lysipp.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκραιφνής: -ές, τύπος κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ ἀκεραιοφανής (ὅπερ ἄχρηστον), = ἀκέραιος, ἀμιγής, καθαρός, κόρης ἀκρ. αἷμα, Εὐρ. Ἑκ. 537· ὕδωρ, Ἀριστοφ. Ἀπ. 98· μεταφ. πενία ἀκρ., καθαρά, τελεία, ἄκρα πενία, Ἀνθ. Π. 6. 191. ΙΙ. ἄθικτος, ἀβλαβής, ὁλόκληρος, Λατ. integer, Εὐρ. Ἄλκ. 1052, Θουκ. 1. 19, 52. 2) μετὰ γεν. ἄθικτος ὑπὸ ..., ἄκρ. τῶν κατηπειλημένων, Σοφ. Ο. Κ. 1147· κόρους ἀκραιφνεῖς μυρρίνης, ἀπηλλαγμένους ... Λυσίππ. Ἄδηλ. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non mélangé, pur;
2 non entamé, intact, frais ; ἀκραιφνής τινος SOPH non atteint par qch.
Étymologie: ἀκέραιος, φαίνω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1intacto, íntegro ξυμμαχία Th.1.19, en uso pred. ἀκραιφνῆ τὴν τῶν συνελθόντων διασῴζει διάθεσιν PSI 76.3 (VI d.C.)
•en excelente estado, fresco κόροι ἀκραιφνεῖς μυρρίνης retoños frescos de mirto Chrysippus 1, cf. I.AI 18.366, βοήθεια D.H.6.14
•entero, absoluto, total πενίη AP 6.191 (Corn.Long.), en uso pred. τῆς ψυχῆς ἀκραιφνῆ τὴν ὁμοιότητα διασῴζει πρὸς τοὺς θεούς Iambl.Protr.3
•c. gen. no tocado por, libre de ἀ. τῶν κατηπειλημένων S.OC 1147.
2 no mezclado, puro ὕδωρ Ar.Fr.34, Anticl.22, Τάναϊς Lyc.1288, χρυσός Poll.7.98, ἀήρ Hp.Morb.Sacr.16.4, λαμπηδών Placit.3.5.8
•de una persona Ἀργεῖος ἀ. γοναῖς Lyc.151
•fig. ἀρετή I.AI 1.23, ἀλήθεια Ph.2.219, φύσις Ph.2.374, ὄρεξις Plu.2.126d, ἡδονή Porph.Abst.1.54, χαρακτήρ D.H.Dem.37.1
•de la esencia divina de Cristo, Ath.Al.M.26.201B, anón. crist. en St.Pap.7.1968.54
•subst. τὸ ἀ. τοῦ φωτός Gr.Naz.M.36.29B.
3 virginal, puro κόρης ἀκραιφνὲς αἷμα E.Hec.537, πῶς ἀ. ἐν νέοις στρωφωμένη ἔσται; E.Alc.1052, ἀ. ψυχή Ph.1.515.
II adv. -ῶς íntegra, perfectamente de cómo un emplasto cicatriza una herida, Heras en Gal.13.765, ref. al estado de las tropas, Poll.1.157.
• Etimología: Quizá de un *ἀχραιφνής ‘no tocado’, cf. χραίνω, c. ἀ- priv. y disimilación de aspiradas.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκραιφνής)
καθαρός, ανόθευτος, αγνός, γνήσιος
νεοελλ.
άδολος, ανυστερόβουλος, ειλικρινής
αρχ.
άθικτος, ανέπαφος, απαραβίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη τών σχολιαστών ότι η λ. ἀκραιφνὴς προέρχεται από αρχικό τ. ἀκεραιο-φανὴς < ἀκέραιος + φαίνομαι δεν είναι πειστική. Είναι πιθανό η λ. να συνδέεται με το επίθ. ἄκρος (πρβλ. άκρο- (Ι) και το επίρρ. αἴφνης.
Greek Monotonic
ἀκραιφνής: -ές, συγκοπτ. τύπος του ἀκεραιο-φανής (ἀκέραιος, φαίνομαι),
I. αμιγής, καθαρός, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., πενία ἀκρ., απόλυτη, πλήρης φτώχεια, ανέχεια, σε Ανθ.
II. αβλαβής, ολόκληρος, Λατ. integer, σε Ευρ., Θουκ.
2. με γεν., άθικτος, ακηλίδωτος από κάτι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκραιφνής: (= ἀκέραιος)
1) несмешанный, чистый (αἷμα Eur.; ὕδωρ Arph.);
2) нетронутый, невредимый (νῆες Thuc.): ἀ. συμμαχία Thuc. ненарушенный военный союз; ἀ. τῶν κατηπειλημένων Soph. нимало не пострадавший от угроз; ἀ. ὄρεξις Plut. хороший аппетит;
3) полнейший, крайний (πενίη Anth.).
Frisk Etymological English
-ές
Grammatical information: adj.
Meaning: unmixed, pure, sheer; untouched, inviolate (E.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 159 compares ἀκραπνής mss. Lysipp. fr. 9 ap. EM 531, 56 (= Et. Gud. 338, 15). If this is reliable, it is a substr. word (π\/φ, α\/αι).
Middle Liddell
[syncop. form of ἀκεραιοφανής (ἀκέραιος, φαίνομαι)]
I. unmixed, pure, Eur., Ar.: metaph., πενία ἀκρ. utter poverty, Anth.
II. unharmed, entire, Lat. integer, Eur., Thuc.
2. c. gen. untouched by a thing, Soph.
Frisk Etymology German
ἀκραιφνής: -ές
{akraiphnḗs}
Meaning: lauter, rein, unversehrt (fast nur poet. und spät).
Etymology : Unerklärt. Wertlose Vermutungen sind bei Bq verzeichnet.
Page 1,58
English (Woodhouse)
pure, undefiled, unharmed, unimpaired, uninjured, whole, in full strength, in full vigor, in full vigour