νόσημα: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nosima | |Transliteration C=nosima | ||
|Beta Code=no/shma | |Beta Code=no/shma | ||
|Definition=Ion. [[νούσημα]], ατος, τό, ([[νοσέω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[disease]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Flat.</span>1</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span> 755</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>656</span>, <span class="bibl">Th.2.49</span>,<span class="bibl">53</span>, etc.; τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. <span class="bibl">Isoc.8.39</span>; νοσήμασι περιπίπτειν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.2.27</span>; νοσήματα τῶν σπερμάτων <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 8.10.1</span>; <b class="b3">[τῶν φυτῶν</b>] ib.<span class="bibl">4.14.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., of [[passion]], [[vice]], etc., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>227</span>; | |Definition=Ion. [[νούσημα]], ατος, τό, ([[νοσέω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[disease]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Flat.</span>1</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span> 755</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>656</span>, <span class="bibl">Th.2.49</span>,<span class="bibl">53</span>, etc.; τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. <span class="bibl">Isoc.8.39</span>; νοσήμασι περιπίπτειν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.2.27</span>; νοσήματα τῶν σπερμάτων <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 8.10.1</span>; <b class="b3">[τῶν φυτῶν</b>] ib.<span class="bibl">4.14.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., of [[passion]], [[vice]], etc., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>227</span>; νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους = for I consider false words to be the [[foul]]est [[sickness]] ib.<span class="bibl">685</span>; νοσοῖμ' ἄν, εἰ νόσημα τοὺς ἐχθροὺς [[στυγεῖν]] ib.<span class="bibl">978</span>; of [[love]], <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>149.1</span>; τὸ νόσημα τῆς [[ἀδικία]]ς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>480b</span>, cf. <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.103</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> of any [[grievous]] [[affliction]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1293</span>; esp. of [[disorder]] in a [[state]], τυραννίδα… ἔσχατον πόλεως νόσημα <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>544c</span>, cf. <span class="bibl">D.19.259</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:41, 31 May 2021
English (LSJ)
Ion. νούσημα, ατος, τό, (νοσέω) A disease, Hp.Flat.1, S.Ph. 755, E.El.656, Th.2.49,53, etc.; τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Isoc.8.39; νοσήμασι περιπίπτειν X.Cyr.6.2.27; νοσήματα τῶν σπερμάτων Thphr.HP 8.10.1; [τῶν φυτῶν] ib.4.14.1. 2 metaph., of passion, vice, etc., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. A.Pr.227; νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους = for I consider false words to be the foulest sickness ib.685; νοσοῖμ' ἄν, εἰ νόσημα τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν ib.978; of love, S.Fr.149.1; τὸ νόσημα τῆς ἀδικίας Pl.Grg.480b, cf. Chrysipp.Stoic.3.103. b of any grievous affliction, S.OT1293; esp. of disorder in a state, τυραννίδα… ἔσχατον πόλεως νόσημα Pl.R.544c, cf. D.19.259, etc.
German (Pape)
[Seite 263] τό, die Krankheit; Soph. Phil. 745 u. öfter; Thuc. 2, 49; θανάσιμον, Plat. Rep. III, 406 b. Übertr., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα, τοῖς φίλοις μὴ πεποιθέναι, Aesch. Prom. 225, vgl. 688. 980; Wahnsinn, Soph. Ai. 331; übh. Unglück, τὸ γὰρ νόσημα μεῖζον ἢ φέρειν, O. R. 1293; ἐγγίγνεται νοσήματ' ἐς κρυπτοὺς γάμους, Eur. Ion 1524; auch in Prosa, ἀνομίας νόσημα, Thuc. 2, 53; τὸ νόσημα τῆς ἀδικίας, Plat. Gorg. 480 b, vgl. ἐν σώμασι καλούμενον νόσημα, ἐν δὲ πόλεσιν ἀδικίαν, Legg. X, 906 c; Xen. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
νόσημα: τό, (νοσέω) ἀσθένεια, λοιμός, ὡς τὸ νόσος, Ἱππ. 295. 24, Σοφ. Φιλ. 755, Εὐρ., Θουκ. 2. 49, 53, κτλ.· τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Ἰσοκρ. 167Β· νοσήματι περιπίπτειν Ξεν. Κύρ. 6. 2, 27. 2) μεταφορ., ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι ν. Αἰσχύλ. Πρ. 225· ν. γὰρ αἴσχιστον εἶναι … συνθέτους λόγους αὐτόθι 685· νοσοῖμ’ ἄν, εἰ ν. τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν αὐτόθι 978· ν. ἔρωτος Σοφ. Ἀποσπ. 162· τὸ ν. τῆς ἀδικίας Πλάτ. Γοργ. 480Β· πρβλ. νοσέω 2. 3) ἐπὶ πάσης βαρείας θλίψεως ἢ ἀκαταστασίας, Σοφ. Ο.Τ. 1293· ἰδίως ἐπὶ ἀκαταστασίας ἐν πολιτείᾳ, Πλάτ. Πολ. 544C, Δημ. 424. 3, κτλ.· πρβλ. νοσέω 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. maladie;
II. fig. 1 fléau;
2 malheur, infortune.
Étymologie: νοσέω.
English (Strong)
from νοσέω; an ailment: disease.
English (Thayer)
νοσηματος, τό, disease, sickness: Lachmann (Tragg., Aristophanes, Thucydides, Xenophon, Plato, and following.)
Greek Monolingual
(I)
το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) νοσώ
πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια της υγείας και της ισορροπίας του οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.)
αρχ.
μτφ. α) ηθική αρρώστια («ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα τοῖς φίλοισι μὴ πεποιθέναι», Αισχύλ.)
β) βαριά θλίψη
γ) πολιτική αναστάτωση, πολιτική αναταραχή («τυραννίδα... ἔσχατο πόλεως νόσημα», Πλάτ.).
(II)
το
ζωολ. βλ. νόζεμα.
Greek Monotonic
νόσημα: -ατος, τό (νοσέω)·
1. αρρώστια, ασθένεια, λοιμός, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., ψυχική αρρώστια, κατάθλιψη, μελαγχολία, σε Αισχύλ., Πλάτ.
3. λέγεται για την αναρχία που επικρατεί σε μια πολιτεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
νόσημα: ατος τό
1) болезнь Soph., Eur., Thuc.: νοσήματι περιπίπτειν Xen. заболеть; κατέχεσθαι νοσήματι NT быть больным;
2) порок, зло (τῆς ἀδικίας Plat.);
3) бедствие, несчастье: τὸ ν. μεῖζον ἢ φέρειν Soph. это несчастье невозможно вынести.
Middle Liddell
νόσημα, ατος, τό, νοσέω
1. a sickness, disease, plague, Soph., etc.
2. metaph. disease, affliction, Aesch., Plat.
3. of disorder in a state, Plat., etc.
Chinese
原文音譯:nÒshma 挪些馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:病(果效)
字義溯源:病,疾;源自(νοσέω)=生病,成癖);而 (νοσέω)出自(νόσος)*=疾病)。參讀 (ἀσθένεια)同義字
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 病(1) 約5:4