σύναυλος: Difference between revisions
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύναυλος:''' [[αὐλή]]<br /><b class="num">1)</b> вместе живущий, обитающий (πρὸς χώροις τισί Soph.);<br /><b class="num">2)</b> сроднившийся, неразлучный: μανίᾳ ξ. Soph. пораженный безумием.<br />[[αὐλός]]<br /><b class="num">1)</b> звучащий в тон, созвучный (τινι Eur.): ἀνέμῳ σ. Anacr. с быстротою ветра;<br /><b class="num">2)</b> стройный, гармоничный ([[βοά]] Arph.). | |elrutext='''σύναυλος:''' [[αὐλή]]<br /><b class="num">1)</b> вместе живущий, обитающий (πρὸς χώροις τισί Soph.);<br /><b class="num">2)</b> сроднившийся, неразлучный: μανίᾳ ξ. Soph. пораженный безумием.<br />[[αὐλός]]<br /><b class="num">1)</b> звучащий в тон, созвучный (τινι Eur.): ἀνέμῳ σ. Anacr. с быстротою ветра;<br /><b class="num">2)</b> [[стройный]], [[гармоничный]] ([[βοά]] Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:35, 19 August 2022
English (LSJ)
(A), ον, (αὐλός) A in concert with the flute; then generally, sounding in concord or unison, harmonious, ξ. ὕμνων βοά Ar.Ra.212 (lyr.): generally, in harmony with, ξ. βοὰ Χαρᾷ E.El.879 (lyr.); ὅτε τις κύκνος . . ἀνέμου σύναυλος ἠχῇ Anacreont.60.10.
σύναυλ-ος (B), ον, (αὐλή) A dwelling with, living in the folds with (sc. ταῖς ποίμναις), S.OT1126: metaph., θείᾳ μανίᾳ ξ., i.e. afflicted with madness, Id.Aj.611 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1005] mit, zusammen liegend, wohnend, χώροις μάλιστα πρὸς τίσι ξύναυλος ὤν; Soph. O. R. 1126, vom Hirten gesagt; auch übertr., Αἴας θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος, Ai. 605. mit- oder zusammenflötend, -tönend, -stimmend; ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ, Eur. El. 879; vgl. Ar. Ran. 212; übertr., einstimmig, ἀνέμῳ σύναυλος ἤχθη, dem Winde gleich, so schnell wie der Wind wurde er daher getragen, Anacr. 59, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σύναυλος: -ον, (αὐλὸς) ὁ ἐν συμφωνίᾳ ὢν πρὸς αὐλόν· ἀκολούθως καθόλου, ὁ ἠχῶν ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ὁμοφωνίᾳ, ἁρμονικός, ξύναυλος βοὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 212· ― ἀκολούθως γενικώτερον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ πρός τινα ὢν ἢ γιγνόμενος, βοὰ ξ. χαρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 879· ἀνέμῳ σύναυλος ἤχθη, παρεσύρθη ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἀνέμου, δηλ. ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἀνακρεόντ. 62. 10 (ἔνθα: ἀνέμου σύναυλον ἠχὴν Κῶδ.).
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
accompagné de la flûte.
Étymologie: σύν, αὐλός.
2ος, ον :
qui couche, habite ou vit avec ; fig. σύναυλος θείᾳ μανίᾳ SOPH frappé de folie par les dieux.
Étymologie: σύν, αὐλή.
Greek Monolingual
(I)
και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τον αυλό
2. (κατ' επέκτ.) αρμονικός
3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον άλλο («ἀλλ' ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αυλος (< αὐλός), πρβλ. πάρ-αυλος].
(II)
και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α
1. αυτός που επισκέπτεται συχνά, που συχνάζει σε κάποιον τόπο («χώροις μάλιστα πρός τισι ξύναυλος ὤν», Σοφ.)
2. (ποιητ. φρ.) «θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος»
μτφ. προσβεβλημένος από παραφροσύνη (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αυλος (< αὐλή), πρβλ. ἔν-αυλος].
Greek Monotonic
σύναυλος: -ον (αὐλή), αυτός που συγκατοικεί με, αυτός που ζει στην ίδια μάντρα, στην ίδια στάνη (ενν. ταῖς ποίμναις), σε Σοφ.· μεταφ., θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος, δηλ. αυτός που έχει προσβληθεί από ιερή τρέλα, μανία, εκστατικός, μανιώδης, στον ίδ.
• σύναυλος: -ον (αὐλός), αυτός που συνηχεί με τον αυλό· γενικά, αυτός που ηχεί σε συμφωνία, σε ταυτοφωνία, αρμονικός, σε Αριστοφ.· γενικά, αυτός που βρίσκεται σε αρμονία με, εναρμόνιος με, τινι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σύναυλος: αὐλή
1) вместе живущий, обитающий (πρὸς χώροις τισί Soph.);
2) сроднившийся, неразлучный: μανίᾳ ξ. Soph. пораженный безумием.
αὐλός
1) звучащий в тон, созвучный (τινι Eur.): ἀνέμῳ σ. Anacr. с быстротою ветра;
2) стройный, гармоничный (βοά Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύναυλος, Att. ξύναυλος -ον [σύν, αὐλός] samen fluitend, vandaar in overeenstemming klinkend (met), harmonieus, in harmonie (met), met dat. met.
σύναυλος -ον, Att. ξύναυλος [σύν, αὐλή] samenwonend; met πρός + dat.: verblijvend in de buurt van; ook overdr.. θείᾳ μανίᾳ ξ. als huisgenoot van goddelijke razernij Soph. Ai. 611.
Middle Liddell
σύναυλος, ον, αὐλή
dwelling with, living in the folds with (sc. ταῖς ποίμναισ), Soph.: metaph., θείᾳ μανίᾳ ξ., i. e. afflicted with madness, Soph.
σύν-αυλος, ον, αὐλός
in concert with the flute: generally, sounding in unison, Ar.: generally, in harmony with, τινι Eur.