βροχή: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (πληθ. και βροχάδες) (AM [[βροχή]])<br /><b>1.</b> το [[νερό]] που πέφτει [[κατά]] σταγόνες από τον ουρανό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δάκρυα) [[συνεχής]] ροή<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) σαν [[βροχή]], [[βροχηδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άρδευση]]<br /><b>2.</b> ύγρανση, [[μούσκεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρέχω]]. Η λ. [[βροχή]] συνδέεται σημασιολογικά με τα <i>όμβρος</i>, [[υετός]], [[ψακάς]] / [[ψεκάς]] και νεοελλ. [[ψιχάλα]]. Συγκεκριμένα το [[υετός]] δήλωνε γενικά τη «[[βροχή]]» και ειδικότερα «ραγδαία, αιφνίδια και μικρής [[χρονικής]] διάρκειας [[πτώση]] βροχής», δηλ. την «[[μπόρα]]», ενώ το <i>όμβρος</i> δήλωνε τη «συνεχή, ασταμάτητη [[βροχή]]»και απαντά με τις ειδικότερες σημασίες «[[βροχή]] με [[θύελλα]]», «ραγδαία [[βροχή]]», «[[καταιγίδα]], [[πλημμύρα]], [[κατακλυσμός]]». Τέλος το [[ψακάς]] / [[ψεκάς]] σημαίνει «[[σταγόνα]] βροχής», «[[ψιλή]] [[βροχή]], [[ψιχάλα]]» και [[κατόπιν]] γενικά τη «[[βροχή]]» — <b>[[πρβλ]].</b> και το ετυμολογικώς συγγενές νεοελλ. [[ψιχάλα]] «[[ψιλή]] [[βροχή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βροχίς]] (ΙΙ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βροχερός]], [[βροχηδόν]], [[βροχίδα]] (Ι), [[βρόχινος]], [[βροχούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[βροχογράφος]], [[βροχόμετρο]], [[βροχόνερο]], [[βροχοποιός]], [[βροχοπούλι]], [[βροχόπτωση]], [[βροχοσκοπία]] και <i>βροχοσκόπηση</i>, [[βροχοσκόπιο]], [[βροχοσταλίδα]], [[βροχόχιονο]]<br />(Β' συνθετικό) [[διαβροχή]], [[εμβροχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποβροχή</i>, [[επιβροχή]], [[καταβροχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριοβροχή</i>, [[αλλαξοβρόχι]], <i>ανεμοβροχή</i>, <i>ανεμοβρόχι</i>, [[ανεμόβροχο]], <i>αποβρόχι</i>, [[απόβροχο]], <i>λειανοβρόχι</i>, [[πρωτοβρόχι]], [[χαλαζοβρόχι]], <i>χιονοβρόχι</i>, [[χιονόβροχο]], <i>ψευτοβρόχι</i>, <i>ψιλοβροχή</i>].
|mltxt=η (πληθ. και βροχάδες) (AM [[βροχή]])<br /><b>1.</b> το [[νερό]] που πέφτει [[κατά]] σταγόνες από τον ουρανό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για δάκρυα) [[συνεχής]] ροή<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) σαν [[βροχή]], [[βροχηδόν]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άρδευση]]<br /><b>2.</b> ύγρανση, [[μούσκεμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βρέχω]]. Η λ. [[βροχή]] συνδέεται σημασιολογικά με τα <i>όμβρος</i>, [[υετός]], [[ψακάς]] / [[ψεκάς]] και νεοελλ. [[ψιχάλα]]. Συγκεκριμένα το [[υετός]] δήλωνε γενικά τη «[[βροχή]]» και ειδικότερα «ραγδαία, αιφνίδια και μικρής [[χρονικής]] διάρκειας [[πτώση]] βροχής», δηλ. την «[[μπόρα]]», ενώ το <i>όμβρος</i> δήλωνε τη «συνεχή, ασταμάτητη [[βροχή]]»και απαντά με τις ειδικότερες σημασίες «[[βροχή]] με [[θύελλα]]», «ραγδαία [[βροχή]]», «[[καταιγίδα]], [[πλημμύρα]], [[κατακλυσμός]]». Τέλος το [[ψακάς]] / [[ψεκάς]] σημαίνει «[[σταγόνα]] βροχής», «[[ψιλή]] [[βροχή]], [[ψιχάλα]]» και [[κατόπιν]] γενικά τη «[[βροχή]]» — [[πρβλ]]. και το ετυμολογικώς συγγενές νεοελλ. [[ψιχάλα]] «[[ψιλή]] [[βροχή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[βροχίς]] (ΙΙ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βροχερός]], [[βροχηδόν]], [[βροχίδα]] (Ι), [[βρόχινος]], [[βροχούλα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[βροχογράφος]], [[βροχόμετρο]], [[βροχόνερο]], [[βροχοποιός]], [[βροχοπούλι]], [[βροχόπτωση]], [[βροχοσκοπία]] και <i>βροχοσκόπηση</i>, [[βροχοσκόπιο]], [[βροχοσταλίδα]], [[βροχόχιονο]]<br />(Β' συνθετικό) [[διαβροχή]], [[εμβροχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αποβροχή</i>, [[επιβροχή]], [[καταβροχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αγριοβροχή</i>, [[αλλαξοβρόχι]], <i>ανεμοβροχή</i>, <i>ανεμοβρόχι</i>, [[ανεμόβροχο]], <i>αποβρόχι</i>, [[απόβροχο]], <i>λειανοβρόχι</i>, [[πρωτοβρόχι]], [[χαλαζοβρόχι]], <i>χιονοβρόχι</i>, [[χιονόβροχο]], <i>ψευτοβρόχι</i>, <i>ψιλοβροχή</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:33, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροχή Medium diacritics: βροχή Low diacritics: βροχή Capitals: ΒΡΟΧΗ
Transliteration A: brochḗ Transliteration B: brochē Transliteration C: vrochi Beta Code: broxh/

English (LSJ)

ἡ, (βρέχω) A rain, Democr.14.8, LXX Ps.67(68).10, Ev.Matt. 7.25, Ph.1.48, Gp.2.39.7. II moistening, Dsc.1.49, Philagr. ap. Orib.5.32.1, Mnesith.ib.8.35.11; steeping, in brewing, PTeb.401.27 (i A. D.). III inundation of the Nile, in pl., POxy.280.5 (i A. D.), Heph.Astr.1.23. 2 irrigation, Thphr.HP9.6.3, PPetr.3p.119 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 465] ἡ, Benetzung, Regen, Sp., wie Matth. 7, 25.

Greek (Liddell-Scott)

βροχή: ἡ, (βρέχω) = βροχετός, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25. Χρησμ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 50.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de mouiller;
2 pluie.
Étymologie: βρέχω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 lluvia βροχῆς ἐπικράτεια Democr.B 14.8, βροχὴν ἐκούσιον ἀφοριεῖς LXX Ps.67.10, cf. 104.32, Eu.Matt.7.25, Gp.2.39.7, Hierocl.Facet.164
fig. τροφὴ δὲ αἰσθήσεως, ἣν κατὰ σύμβολον βροχὴν εἴρηκεν Ph.1.48.
2 agr. riego Thphr.HP 9.6.3
producido por inundación del Nilo PPetr.3.43re.2.13 (III a.C.), POxy.280.5 (I d.C.), PSI 30.2 (I d.C.), PRyl.231.9 (I d.C.), Heph.Astr.1.23.29.
3 remojo, empapamiento Dsc.1.49, Philotimus en Orib.5.32.1, Mnesith.Ath.51.48, en el proceso de fabricación de cerveza PTeb.401.27 (I d.C.).
• Etimología: Deriv. de βρέχω q.u.

English (Abbott-Smith)

βροχή, -ῆς, ἡ (< βρέχω), [in LXX: Ps 67 (68):9, 104 (105):32 (גֶּשֶׁם)*;]
1.= βροχετός, a wetting (in π., of irrigation in Egypt; Deiss., LAE, 77).
2.As in MGr. (Kennedy, Sources, 153), = ὑετός, rain: Mt 7:25, 27.†

English (Strong)

from βρέχω; rain: rain.

English (Thayer)

βροχης, ἡ (βρέχω, which see), a later Greek word (cf. Lob. ad Phryn., p. 291), a besprinkling, watering, rain: used of a heavy shower or violent rainstorm, גֶּשֶׁם.

Greek Monolingual

η (πληθ. και βροχάδες) (AM βροχή)
1. το νερό που πέφτει κατά σταγόνες από τον ουρανό
νεοελλ.
1. (για δάκρυα) συνεχής ροή
2. (ως επίρρ.) σαν βροχή, βροχηδόν
αρχ.
1. άρδευση
2. ύγρανση, μούσκεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέχω. Η λ. βροχή συνδέεται σημασιολογικά με τα όμβρος, υετός, ψακάς / ψεκάς και νεοελλ. ψιχάλα. Συγκεκριμένα το υετός δήλωνε γενικά τη «βροχή» και ειδικότερα «ραγδαία, αιφνίδια και μικρής χρονικής διάρκειας πτώση βροχής», δηλ. την «μπόρα», ενώ το όμβρος δήλωνε τη «συνεχή, ασταμάτητη βροχή»και απαντά με τις ειδικότερες σημασίες «βροχή με θύελλα», «ραγδαία βροχή», «καταιγίδα, πλημμύρα, κατακλυσμός». Τέλος το ψακάς / ψεκάς σημαίνει «σταγόνα βροχής», «ψιλή βροχή, ψιχάλα» και κατόπιν γενικά τη «βροχή» — πρβλ. και το ετυμολογικώς συγγενές νεοελλ. ψιχάλα «ψιλή βροχή.
ΠΑΡ. αρχ. βροχίς (ΙΙ)
νεοελλ.
βροχερός, βροχηδόν, βροχίδα (Ι), βρόχινος, βροχούλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βροχογράφος, βροχόμετρο, βροχόνερο, βροχοποιός, βροχοπούλι, βροχόπτωση, βροχοσκοπία και βροχοσκόπηση, βροχοσκόπιο, βροχοσταλίδα, βροχόχιονο
(Β' συνθετικό) διαβροχή, εμβροχή
αρχ.
αποβροχή, επιβροχή, καταβροχή
νεοελλ.
αγριοβροχή, αλλαξοβρόχι, ανεμοβροχή, ανεμοβρόχι, ανεμόβροχο, αποβρόχι, απόβροχο, λειανοβρόχι, πρωτοβρόχι, χαλαζοβρόχι, χιονοβρόχι, χιονόβροχο, ψευτοβρόχι, ψιλοβροχή].

Greek Monotonic

βροχή: ἡ (βρέχω), βροχή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

βροχή: ἡ NT = βροχετός.

Middle Liddell

βρέχω
rain, NTest.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροχή -ῆς, ἡ βρέχω regen.

Chinese

原文音譯:broc» 不羅黑
詞類次數:名詞(2)
原文字根:雨
字義溯源:雨;源自(βρέχω)*=濕潤)
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 雨(2) 太7:25; 太7:27