φρυάσσω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φρυάσσω:''' атт. [[φρυάττω]]<br /><b class="num">1 | |elrutext='''φρυάσσω:''' атт. [[φρυάττω]]<br /><b class="num">1</b> [[роптать]], [[волноваться]], [[быть в смятении]] ([[ἵνα]] τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);<br /><b class="num">2</b> med. [[фыркать]], [[храпеть]] (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);<br /><b class="num">3</b> med. [[быть надменным]], [[кичиться]] (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':fru£ssw 弗呂阿所<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':噴噴聲<br />'''字義溯源''':發出噴噴聲,怒吼^,傲慢,驕傲,忿怒,爭鬧;類似:([[βρύω]])=溢出*),或([[βρύχω]])=咬嚼*)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 爭鬧(1) 徒4:25 | |sngr='''原文音譯''':fru£ssw 弗呂阿所<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':噴噴聲<br />'''字義溯源''':發出噴噴聲,怒吼^,傲慢,驕傲,忿怒,爭鬧;類似:([[βρύω]])=溢出*),或([[βρύχω]])=咬嚼*)<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 爭鬧(1) 徒4:25 | ||
}} | }} |
Revision as of 17:10, 25 November 2022
English (LSJ)
v. φρυάσσομαι.
French (Bailly abrégé)
d'ord. φρυάσσομαι;
I. frémir ou gronder ; particul. :
1 hennir : πρός τι pour s'élancer vers qch, par désir ou impatience de qch;
2 crier en parl. du coq;
II. p. anal. en parl. de l'homme avoir une attitude ou un ton d'arrogance, s'enorgueillir.
Étymologie: cf. βρύω -- DELG pas d'explication satisfaisante.
English (Strong)
akin to βρύω, βρύχω; to snort (as a spirited horse), i.e. (figuratively) to make a tumult: rage.
English (Thayer)
1st aorist 3rd person plural ἐφρύαξαν; (everywhere in secular authors and also in Macc. as a deponent middle φρυάσσομαι (Winer's Grammar, 24)); to neigh, stamp the ground, prance, snort; to be high-spirited: properly, of horses (Anthol. 5,202, 4; Callimachus (260 B.C.>) lav. Pallad. verse 2); of men, to take on lofty airs, behave arrogantly (Anthol., Diodorus, Plutarch, others; (cf. Wetstein on Acts as below)); active for רָגַשׁ, to be tumultuous, to rage, Psalm 2:1.
Greek Monolingual
και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν
(μσν.-αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω
νεοελλ.
(για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του»)
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι, κομπάζω («μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φρυάττεσθαι, καταπλήττειν
οὕτω Μένανδρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. και το επίσης αβέβαιης ετυμολ. φριμάσσομαι). Έχει προταθεί η αναγωγή του ρ. στη μηδενισμένη βαθμίδα bhru- της ρίζας bhr-ēw- (βλ. λ. φρέαρ) ενώ, κατ' άλλους, ο τ. φρυάσσομαι αποτελεί μεταπλασμένο τ. του φριμάσσομαι, κατ' επίδραση της λ. ῥύαξ.
Russian (Dvoretsky)
φρυάσσω: атт. φρυάττω
1 роптать, волноваться, быть в смятении (ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη NT);
2 med. фыркать, храпеть (πῶλοι φρυασσόμενοι Anth.; φρυαττόμενοι πρὸς τοὺς ἀγῶνας ἵπποι Plut.);
3 med. быть надменным, кичиться (ἐπί τινι Diod. и ἔν τινι Anth.).
Chinese
原文音譯:fru£ssw 弗呂阿所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:噴噴聲
字義溯源:發出噴噴聲,怒吼^,傲慢,驕傲,忿怒,爭鬧;類似:(βρύω)=溢出*),或(βρύχω)=咬嚼*)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 爭鬧(1) 徒4:25