εὐθηνία: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1069.png Seite 1069]] ἡ (vgl. das vorige Wort; die Atticisten verwerfen es ganz, auch in der Form [[εὐθένεια]], u. erkl. [[εὐετηρία]] als att. dafür; als [[varia lectio|v.l.]] finden sich [[εὐθενία]] u. [[εὐσθένεια]]), blühender Zustand, Fülle, Überfluß, Arist. erkl. rhet. 1, 5 ἔστω [[εὐδαιμονία]] – [[εὐθηνία]] κτημάτων καὶ σωμάτων, ohne. [[varia lectio|v.l.]], aber H. A. 8, 19 mit den [[varia lectio|v.l.]] [[εὐθένεια]] u. [[εὐσθένεια]]. Sp.; δένδρου, δόξης, Poll. 1, 240. 5, 158. Oefter bei Philo; Vorrath, Hdn. 7, 3, 12. Vgl. noch Interprett. zu Thom. Mag. h. v. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1069.png Seite 1069]] ἡ (vgl. das vorige Wort; die Atticisten verwerfen es ganz, auch in der Form [[εὐθένεια]], u. erkl. [[εὐετηρία]] als att. dafür; als [[varia lectio|v.l.]] finden sich [[εὐθενία]] u. [[εὐσθένεια]]), blühender Zustand, Fülle, Überfluß, Arist. erkl. rhet. 1, 5 ἔστω [[εὐδαιμονία]] – [[εὐθηνία]] κτημάτων καὶ σωμάτων, ohne. [[varia lectio|v.l.]], aber H. A. 8, 19 mit den [[varia lectio|v.l.]] [[εὐθένεια]] u. [[εὐσθένεια]]. Sp.; δένδρου, δόξης, Poll. 1, 240. 5, 158. Oefter bei Philo; Vorrath, Hdn. 7, 3, 12. Vgl. noch Interprett. zu Thom. Mag. h. v. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />abondance, plénitude.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὐθηνέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθηνία''': ἡ, [[ἀφθονία]] πράγματός τινος, [[εὐθηνία]] κτημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 5. 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 8· ἡ ἀπὸ σιτίων εὐθ. Πλούτ. 2. 307D. 2) καλὴ [[κατάστασις]], [[εὐδαιμονία]], Φίλων 1. 438· ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις εὑρίσκομεν ἄρχοντας ἢ ἐπιστάτας διοριζομένους [[ὅπως]] ἐπιστατῶσι περὶ τῆς καλῆς καταστάσεως τῶν [[πόλεων]] καὶ καλουμένους εὐθηνίας ἐπιμελητάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186, πρβλ. 3080, 4240: [[ὡσαύτως]], εὐθενίας [[ἔπαρχος]] = [[ἐπιμελητής]], 5895· εὐθενείας ἔπ. 5973· εὐθενίη, ἔν τινι, Ἐπιγρ. [[αὐτόθι]] 3769. | |lstext='''εὐθηνία''': ἡ, [[ἀφθονία]] πράγματός τινος, [[εὐθηνία]] κτημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 5. 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 8· ἡ ἀπὸ σιτίων εὐθ. Πλούτ. 2. 307D. 2) καλὴ [[κατάστασις]], [[εὐδαιμονία]], Φίλων 1. 438· ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις εὑρίσκομεν ἄρχοντας ἢ ἐπιστάτας διοριζομένους [[ὅπως]] ἐπιστατῶσι περὶ τῆς καλῆς καταστάσεως τῶν [[πόλεων]] καὶ καλουμένους εὐθηνίας ἐπιμελητάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186, πρβλ. 3080, 4240: [[ὡσαύτως]], εὐθενίας [[ἔπαρχος]] = [[ἐπιμελητής]], 5895· εὐθενείας ἔπ. 5973· εὐθενίη, ἔν τινι, Ἐπιγρ. [[αὐτόθι]] 3769. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:05, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A prosperity, plenty, LXX Ge.41.29, al., Ph.2.1, al.; ὅπως οἱ ἄλλοι ἐν εὐθηνίᾳ ὦσι OGI90.13 (Rosetta, ii B.C.); ὑπηρετεῖν τῇ τε εὐθηνίᾳ καὶ τῇ εὐδαιμονίᾳ ib.669.4 (Egypt, i A.D.); τῶν τὰς καλὰς ἀγόντων ἡμέρας εὐθηνία, description of Isis, POxy.1380.135 (ii A.D.); πάντα τὰ πρὸς εὐθηνίαν τῆς χώρας Peripl.M.Rubr.48; σώματος good condition, Andronic. Rhod.p.573 M. 2 personified as a goddess, Abundance, Plenty, IG4.676 (Thyreatis), J. of P.11.144 (Anazarba), prob. in CIL10.1624 (Puteoli). 3 generally, abundance, φρονήσεως Ph.1.618; τῶν ἀναγκαίων Id.Fr.109 H.; v.l. in Arist.Rh.1360b16, al. II like Lat. annona, corn-supply, εἰς εὐθηνίαν σιτωνίας SIG783.16 (Mantinea, i B.C.); ἡ ἀπὸ σιτίων φερομένη εὐθηνία Plu.2.307d; εὐθηνίας ἐπιμελητής IG4.795 (ii A.D.); γεναμένῳ ἀγορανόμῳ καὶ ἐπὶ τῆς εὐθηνίας Mitteis Chr.227.9 (ii A.D.), cf.PFlor. 382.76 (iii A.D.), OGI705 (Alexandria, ii A.D., εὐθυνίας lapis); κοσμητεύσας εὐθηνίας (v. εὐθένεια). 2 a largess of corn, εὐθηνία ἔτους τρίτου, personified on coins of Alexandria, BMus.Cat.Coins No.1164: so in plural, χρήματα πολιτικὰ ἐς εὐθηνίας ἢ νομὰς ἀθροιζόμενα Hdn.7.2.5.
German (Pape)
[Seite 1069] ἡ (vgl. das vorige Wort; die Atticisten verwerfen es ganz, auch in der Form εὐθένεια, u. erkl. εὐετηρία als att. dafür; als v.l. finden sich εὐθενία u. εὐσθένεια), blühender Zustand, Fülle, Überfluß, Arist. erkl. rhet. 1, 5 ἔστω εὐδαιμονία – εὐθηνία κτημάτων καὶ σωμάτων, ohne. v.l., aber H. A. 8, 19 mit den v.l. εὐθένεια u. εὐσθένεια. Sp.; δένδρου, δόξης, Poll. 1, 240. 5, 158. Oefter bei Philo; Vorrath, Hdn. 7, 3, 12. Vgl. noch Interprett. zu Thom. Mag. h. v.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance, plénitude.
Étymologie: cf. εὐθηνέω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθηνία: ἡ, ἀφθονία πράγματός τινος, εὐθηνία κτημάτων Ἀριστ. Ρητ. 1. 5. 3, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 8· ἡ ἀπὸ σιτίων εὐθ. Πλούτ. 2. 307D. 2) καλὴ κατάστασις, εὐδαιμονία, Φίλων 1. 438· ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις εὑρίσκομεν ἄρχοντας ἢ ἐπιστάτας διοριζομένους ὅπως ἐπιστατῶσι περὶ τῆς καλῆς καταστάσεως τῶν πόλεων καὶ καλουμένους εὐθηνίας ἐπιμελητάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1186, πρβλ. 3080, 4240: ὡσαύτως, εὐθενίας ἔπαρχος = ἐπιμελητής, 5895· εὐθενείας ἔπ. 5973· εὐθενίη, ἔν τινι, Ἐπιγρ. αὐτόθι 3769.
Greek Monolingual
και ευτηνιά, η (ΑΜ εὐθηνία)
1. η φτήνια, η πώληση σε χαμηλή τιμή
2. η ευτέλεια, η ποταπότητα
αρχ.-μσν.
1. αφθονία, επάρκεια αγαθών («ἰδοὺ ἔτη ἑπτὰ ἔρχεται εὐθηνία πολλή», ΠΔ)
2. ευημερία, ευμάρεια
αρχ.
1. περίσσεια, επάρκεια («εὐθηνία φρονήσεως»)
2. προμήθεια, εφοδιασμός
3. δωρεάν διανομή σταριού
4. φρ. α) «σώματος εὐθηνία» — καλὴ φυσική κατάσταση
β) «εὐθηνίας ἐπιμεληταί», «εὐθηνίας ἔπαρχοι» — άρχοντες αρμόδιοι να εποπτεύουν την κατάσταση τών πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθηνώ, παράλλ. τ. του ευθενώ].
Russian (Dvoretsky)
εὐθηνία: ἡ
1) достаток, изобилие (κτημάτων Arst.; ἡ ἀπὸ σιτίων φερομένη εὐ. Plut.);
2) благополучие, здоровье (σωμάτων Arst.).
Translations
Bulgarian: преуспяване, благоденствие; Burmese: မင်္ဂလာ; Catalan: prosperitat; Chinese Mandarin: 繁榮, 繁荣; Czech: prosperita; Dutch: voorspoed; Esperanto: prospero; Finnish: vauraus; French: prospérité; Galician: prosperidade; German: Prosperität, Wohlstand; Greek: ευημερία, ευπορία; Ancient Greek: ἀμφιλάφεια, αὔξησις, ἀρετή, εὐδαιμονία, εὐεστώ, εὐθηνία, εὐπραξία, εὔσοια, εὐτυχία, ὄλβος; Hindi: समृद्धि; Icelandic: velmegun, góðæri; Irish: rath; Italian: prosperità; Japanese: 繁栄; Korean: 번영(繁榮); Kurdish Central Kurdish: ئاسوودەیی, بەختیاری, کامەرانی; Latin: prosperitas; Malayalam: സമൃദ്ധി, അഭിവൃദ്ധി; Manchu: ᠮᡠᡴᡩᡝᠨ; Maori: tōnuitanga, houkuratanga; Middle English: welthe; Occitan: prosperitat; Polish: dobrobyt; Portuguese: prosperidade; Romanian: prosperitate; Russian: преуспевание, процветание, благосостояние; Sanskrit: ऋद्धि, स्वस्ति; Scottish Gaelic: àigh, piseach; Serbo-Croatian: imućstvo; Slovak: prosperita; Spanish: prosperidad; Swedish: välstånd; Thai: ความรุ่งเรือง; Turkish: refah, gönenç; Ukrainian: процвітання; Volapük: plöp